Fight Club - Στα χαρακώματα

FC: Το «πόθεν έσχες» του ελληνικού ποδοσφαίρου

Είμαι το ελληνικό ποδόσφαιρο και έχω να δηλώσω ότι χαίρομαι ιδιαίτερα που αποφασίστηκε να βγουν στη δημοσιότητα τα στοιχεία μας. Αυτό συμβαίνει, διότι θα μου δοθεί μια ευκαιρία να εξηγήσω από πλευράς μου πως γίνεται να παρέλαβα ένα τόσο ωραίο και ελπιδοφόρο «πόθεν» και πως κατέληξα να παρουσιάζω σήμερα αυτό το θλιβερό και μετέωρο «έσχες». Γράφει ο Γιάννης Τσαούσης.

Είμαι το ελληνικό ποδόσφαιρο και έχω να δηλώσω ότι χαίρομαι ιδιαίτερα που αποφασίστηκε να βγουν στη δημοσιότητα τα στοιχεία μας. Αυτό συμβαίνει, διότι θα μου δοθεί μια ευκαιρία να εξηγήσω από πλευράς μου πως γίνεται να παρέλαβα ένα τόσο ωραίο και ελπιδοφόρο «πόθεν» και πως κατέληξα να παρουσιάζω σήμερα αυτό το θλιβερό και μετέωρο «έσχες».

-Όλα ξεκίνησαν το 1927. Από εκεί «παρέλαβα». Ήταν το πρώτο πανελλήνιο πρωτάθλημα, συμμετείχαν μόλις τρεις ομάδες (Άρης, Εθνικός Πειραιώς, Ατρόμητος) και το κέρδισε ο Άρης. Το 1959 μετονομάστηκε σε «Α’ Εθνική» και το 2006 σε Superleague. Παρότι η διοργάνωση είχε τα πάνω της και τα κάτω της (1940-45 δεν διεξήχθη λόγω του Β’ΠΠ’, ενώ τέσσερις άλλες χρονιές δεν ολοκληρώθηκε) υπήρχε μια σχετική εναλλαγή στους κατόχους του τίτλου. Δύο φορές μάλιστα υπήρξαν τετραετίες με τέσσερις διαφορετικούς πρωταθλητές -μία μεταξύ 1974-78 με ΟΣΦΠ, ΠΑΟΚ, ΠΑΟ και ΑΕΚ και μία μεταξύ 1985-89 με ΠΑΟ, ΟΣΦΠ, Λάρισα και ΑΕΚ. Αυτό το «πόθεν» κατέληξε στο φετινό «έσχες», το πρωτάθλημα του ενός, που διατηρείται στην επικαιρότητα περισσότερο από τις κατινιές, τις τσιρίδες και το παρασκήνιο παρά από την ουσία του την ίδια.

-«Πόθεν» μου είναι και οι συνθήκες στις κερκίδες. Αυτό που κάποτε ήταν μια υπέροχη ευκαιρία για να βάλει μια οικογένεια τα καλά της την Κυριακή και να πάει στο γήπεδο, με σκοπό να συναντήσει φίλους, να παρακολουθήσει θέαμα, να πανηγυρίσει και να επιστρέψει σπίτι της έχοντας ψυχαγωγηθεί, έχει μεταβληθεί στο «έσχες-αίσχος» του σήμερα που κάνει τη σκέψη και μόνο του να πας στο γήπεδο επί το πλείστον απωθητική. Δεν είναι μόνο οι καφρίλες, είναι ότι οι κερκίδες έχουν καταληφθεί από ένα κοινό αγριεμένο, οργίλο, που σκοπό δεν έχει να «εκτονωθεί» αλλά να ξεσπάσει κατά δικαίων και αδίκων.

-Πείτε με ρομαντικό ή γραφικό, δεν με νοιάζει. Δεν θα ισχυριστώ ότι το να παίζεις «για ένα ζευγάρι κορδόνια και μια λεμονάδα» ήταν ιδανικό, αλλά αυτό ήταν λίγο-πολύ το «πόθεν» του ερασιτεχνικού ποδοσφαίρου. Από το 1979 και μετά, που έγινε επαγγελματικό, δεν άλλαξαν απλά πολλά πράγματα -άλλαξε όλη η φιλοσοφία. Όχι εδώ, παγκοσμίως. Κι εγώ ακολουθώ. Οπότε το «έσχες» μου σήμερα είναι πως ό,τι διαθέτω είναι για πούλημα. Τα παιχνίδια στην τηλεόραση, τα στιγμιότυπα στο ίντερνετ, τη φανέλα, το σορτσάκι, τις κάλτσες, τα σώβρακα, τους χώρους του γηπέδου, τις συνεντεύξεις τύπου, τους παίκτες για να παρευρίσκονται σε παρουσιάσεις χορηγών, τα πάντα. Και δεν θα χαρακτήριζες ακριβώς «ποδοσφαιρικούς μαικήνες» όσους εμπλέκονται σ’ αυτή τη βιομηχανία.

-Στο «πόθεν» μου έχω και το rollercoaster των εισιτηρίων. Ενδεικτικά να σας πω ότι μία χρονιά πριν τη δημιουργία της Α’ Εθνικής, την περίοδο 1958-59, ο πρωταθλητής Ολυμπιακός είχε -σε πρωτάθλημα 10 ομάδων- μέσο όρο εισιτηρίων 12.688 (μέσα-έξω). Την περίοδο 1987-88, κατά την οποία ο Ολυμπιακός τερμάτισε 8ος, σε παιχνίδι κόντρα στην Παναχαϊκή στο Ολυμπιακό Στάδιο (12η αγωνιστική, τελείωσε 2-0) έκοψε περισσότερα από 70.000 εισιτήρια. Η ίδια ομάδα, πρώτη σε εισιτήρια στη χώρα, κόβει φέτος 16.833. Μέσες-άκρες το ίδιο ισχύει κατ’ αναλογία για όλους. Κάτω, πάνω και ξανά κάτω.

-Έχω και τα καλά μου βέβαια, μη νομίζετε. Το θέαμα από το «πόθεν» στο «έσχες» έχει γίνει πολύ καλύτερο, το ίδιο και η ιατρική βοήθεια που παρέχεται στους ποδοσφαιριστές, οι τουαλέτες στα περισσότερα γήπεδα, ο αθλητικός εξοπλισμός, οι «επίμαχες φάσεις» -των οποίων η «βασιλεία» ευτυχώς τελείωσε- και πολλά άλλα. Απλώς αναφέρω κάποια από τα μεν και κάποια από τα δε, για να φέρω πάλι στο μυαλό σας την εξέλιξη των πραγμάτων.

Αυτό είμαι και αυτή είναι η «δήλωσή» μου. Μου ανήκει και ό,τι δημιούργησα και ό,τι κατέστρεψα ή άφησα να καταστραφεί μέσα στην αδιαφορία ή την άγνοιά μου, δεν αρνούμαι και δεν απορρίπτω τίποτα. Κι αν ο λόγος μου αυτός ακούγεται υπερβολικά φορμαλιστικός και σχολαστικός, δεν είναι δικό μου το φτάιξιμο. Τον ιστό της σοβαροφάνειας που με τα χρόνια κάλυψε τελείως την παιγνιώδη φύση μου δεν τον ύφανα εγώ ούτε οι ποδοσφαιριστές, αλλά όλος ο υπόλοιπος περίγυρος. Στο σφιχταγκάλιασμά του θ’ ακουστεί ο επιθανάτιος ρόγχος μου, αφού αν όλα είναι μόνο «σοβαρά» και ως τέτοια αντιμετωπίζονται, τότε δεν υπάρχει διασκέδαση. Κι αν δεν υπάρχει διασκέδαση και δεν αποπνέεται χαρά από την μπάλα που κυλάει, τότε δεν υπάρχει και λόγος να υπάρχει ποδόσφαιρο.

Γιάννης Τσαούσης

www.fightclub.gr

Κοπιάστε στο... fightclub@sday.gr

Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.

Σχετικά βίντεο

close menu
x