Επικαιρότητα

Μια ατάκα, μια εκδίκηση. Δόξα και τιμή στον Σπύρο Καλογήρου

Ήταν κοντός, χοντρός και τριχωτός. Εάν η ντόπια αγορά είχε τότε κινηματογραφική βιομηχανία πορνό, θα ήταν ο Έλληνας Ρον Τζέρεμι. Οι σκηνοθέτες τον έβαζαν να γελάει σαν τον Δράκουλα όταν τον γαργαλάς με φτερό χήνας, να κάνει τον αχόρταγο για γυναικεία σάρκα κρεοπώλη, τον αγροίκο χωριάτη με το μάτι να γυαλίζει για κρασί, καυγά και φουστάνι, τον διεφθαρμένο αστυνομικό ή φύλακα, τον προδότη που είναι έτοιμος να τα «ξεράσει» όλα με το πρώτο χαστούκι.

Ήταν κοντός, χοντρός και τριχωτός. Εάν η ντόπια αγορά είχε τότε κινηματογραφική βιομηχανία πορνό, θα ήταν ο Έλληνας Ρον Τζέρεμι. Οι σκηνοθέτες τον έβαζαν να γελάει σαν τον Δράκουλα όταν τον γαργαλάς με φτερό χήνας, να κάνει τον αχόρταγο για γυναικεία σάρκα κρεοπώλη, τον αγροίκο χωριάτη με το μάτι να γυαλίζει για κρασί, καυγά και φουστάνι, τον διεφθαρμένο αστυνομικό ή φύλακα, τον προδότη που είναι έτοιμος να τα «ξεράσει» όλα με το πρώτο χαστούκι.

Στη συνέχεια οι λεπτεπίλεπτοι «ζεν πρεμιέ» του έκλεβαν τα κορίτσια, τον κορόιδευαν, και στο τέλος τον ξυλοφόρτωναν, άσχετα αν στο «φιζίκ» έδειχνε ικανός να τους κάνει όλους μια χαψιά και να τους φτύσει σε κουκούτσια! Σε μια μικροαστική κινηματογραφική βιοτεχνία, η οποία είχε μετατρέψει «ιερά τέρατα» του θεάτρου αλλά και δεκάδες σημαντικούς ηθοποιούς σε χαρακτήρες «καρτούν», ο Σπύρος Καλογήρου ήταν ο Μαύρος Πιτ.

Μαζί με τον Αρτέμη Μάτσα, όταν κυκλοφορούσαν στους αθηναϊκούς δρόμους ή στις ατελείωτες περιοδείες στην επαρχία, αντιμετώπιζαν με ένα καλοσυνάτο χαμόγελο την ανελέητη καζούρα της κακομαθημένης «μαρίδας» που τους χλεύαζε με κραυγές: Χαφιέ, προδότη, κακούργε!

Τα χρόνια πέρασαν, ο Σπύρος Καλογήρου και η αχώριστη σύντροφός του Ευαγγελία Σαμιωτάκη, θεατρίνοι με τη σεξπιρική έννοια, πάντα εύρισκαν μεροκάματο στην πιάτσα.

Όταν όμως η λατρεία του χρήματος και το τσουνάμι του χωρίς όρια καταναλωτισμού, του προκλητικού λάιφ στάιλ, της καλοπέρασης με δανεικά, της μίζας και των κολλητών: βουλευτών, παρατρεχάμενων, γραμματέων, πορτιέρηδων, σερβιτόρων, παρκαδόρων σάρωσε την μικροαστική Ελλαδίτσα, τότε ήλθε και η ώρα ο καλός μας Μαύρος Πιτ να πάρει την εκδίκησή του. Ετεροχρονισμένα από το μακρινό 1964…

Η ταινία της ΦΙΝΟΣ ΦΙΛΜ «Λόλα» γυρίστηκε προφανώς για να υπηρετήσει τον μύθο που η Τζένη Καρέζη είχε φτιάξει με τα «Κόκκινα Φανάρια» του Βασίλη Γεωργιάδη τον προηγούμενο χρόνο. Πειραιάς, Τρούμπα, καμπαρέ, αφεντικά-λαθρέμποροι, μαχαιροβγάλτες, τραγουδίστριες στο βούρκο, πόρνες, τσιλιαδόροι, τα γνωστά...

Απόψε στην πλατεία του χωριού μας, στο καφενείο του Τάμπουρα, ελάτε να απολαύσετε κινηματόγραφο κ.λπ…
Σκηνοθέτης ο Ντίνος Δημόπουλος, ίσως ο Θόδωρος Αγγελόπουλος του λαϊκού, εμπορικού ελληνικού κινηματογράφου.
Οι τίτλοι αρχής κυλούν με ένα σόλο μπουζούκι του Γιώργου Ζαμπέτα, στο μοτίβο που έχει γράψει ένας πιτσιρικάς, τότε, συνθέτης ο Σταύρος Ξαρχάκος. Στο φινάλε της ταινίας, μέσα σε τρομερά μαυρόασπρα πλάνα του πρωινού Πειραιά, ο μορφονιός – μαχαιροβγάλτης (Νίκος Κουρκούλος) πάει να «χτυπηθεί» με τον πρώην συνεταίρο του που τον «έδωσε» και τον έστειλε στη φυλακή (τρομερός σε έναν κόντρα ρόλο ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος) και από ένα μπαλκόνι του τραγουδάει ένα μπουζουκο-μοιρολόι μια πρωτοεμφανιζόμενη τότε τραγουδίστρια με το όνομα Βίκυ Μοσχολιού.

Παρ’ όλες τις πρωτιές, η «Λόλα» έχει μπει πλέον γερά μέσα στη λαϊκή κουλτούρα γέρων και νέων, εξαιτίας της μυθικής ατάκας του Σπύρου Καλογήρου, ο οποίος στους τίτλους αναγράφεται μόλις στην 8η θέση των ηθοποιών.
Όταν την έγραφε ο σεναριογράφος Ηλίας Λυμπερόπουλος ήθελε απλώς να δραματοποιήσει μια κλασική σκηνή πειραιώτικου γουέστερν, μια νυχτερινή μονομαχία με μαχαίρια δίπλα στα καρνάγια και τις φτωχοταβέρνες.

Την εποχή με τους τίμιους έστω και παραστρατημένους νέους, τους ψυχοπονετικούς δεσμοφύλακες, τα γκαρσόνια που δάκρυζαν μπροστά σε ένα γενναίο φιλοδώρημα.
Τότε ο Λυμπερόπουλος δεν μπορούσε να γνωρίζει πως η συγκεκριμένη ατάκα, αφού περνούσε μέσα από το φίλτρο του λαϊκού υποσυνείδητου και μετά από δεκαετίες στην εποχή πλέον της μίζας, του ρουσφετιού, της λαμογιάς, της αρπαχτής και της ΖΙΜΕΝΣ, θα γινόταν τίτλος όχι ταινίας αλλά ιστορικής περιόδου, απενοχοποιώντας μια γενιά που έμαθε να προσκυνά το χρήμα και την εύκολη ζωή!

-(Είναι) πολλά τα λεφτά Άρη!
Όμως, στη συγκεκριμένη σκηνή ο Σπύρος Καλογήρου έφτυσε ντροπιασμένος και απελπισμένος τα λόγια, σαν να είχε χάσει ήδη τη μονομαχία που θα άρχιζε μερικά λεπτά αργότερα. Ήταν μαχαιροβγάλτης, ο ξακουστός Μαύρος αλλά είχε μπέσα και φιλότιμο. Ήταν απελπισμένος και φοβισμένος, όχι μπροστά στο μαχαίρι του Άρη αλλά μπροστά στον εαυτό του, αυτόν που λύγισε από τα πολλά λεφτά και πρόδωσε αρχές που εκείνη την εποχή ακόμα και ένας κακοποιός της Τρούμπας είχε.



Γιώργος Παπαθανασόπουλος

Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.

Σχετικά βίντεο

close menu
x