Gossip

Προπονητής μόνος ψάχνει…

Πίστεψα πως η αϋπνία δε θα με εγκαταλείψει όλη τη νύχτα, αλλά τελικά βυθίστηκα σ’ ένα λήθαργο, έναν ύπνο σαν τη χειμέρια νάρκη…

Πίστεψα πως η αϋπνία δε θα με εγκαταλείψει όλη τη νύχτα, αλλά τελικά βυθίστηκα σ’ ένα λήθαργο, έναν ύπνο σαν τη χειμέρια νάρκη…

Περιπλανιόμουν άσκοπα στους δρόμους, ώσπου, λίγο πριν φτάσω στη γειτονιά μου, είδα δύο αναμμένα κεριά στο στενό και σκοτεινό δρόμο. Ανατριχίλα… Ταραχή και σύγχυση με είχαν εξουσιάσει… Εισέπνευσα τον πρωινό αέρα που άρχισε να διαλύει τα σύννεφα της νύχτας, προσπαθώντας να ηρεμήσω. Το προαίσθημα ενός επερχόμενου, απρόσωπου κακού, με έκανε να βγάλω μια αδύναμη κραυγή αγωνίας. Χωρίς λόγο, παγιδεύτηκα σε μια κατάσταση, σε μια συνάντηση που δε μπορούσα να αποφύγω. «Μετανοώ ειλικρινά για τις αμαρτίες μου», είπα και στράφηκα προς το Θεό. Δεν είχα διέξοδο ούτε επιλογή.

Γράφει ο Νίκος Ράλλης

Το φως των κεριών ήταν τώρα πιο κοντά. Μπόρεσα να ξεχωρίσω δύο, μάλλον, αντρικές φιγούρες. «Ποιος είναι εκεί;» τραύλισα. Καμία απάντηση. Παρότι ήξερα ότι δεν έπρεπε να βιαστώ να φτάσω σε συμπεράσματα, μόνο αρνητικές σκέψεις πέρναγαν από το μυαλό μου και βάραιναν αβάσταχτα τη ψυχή μου. Οι δύο άνθρωποι πλησίαζαν. Πέρασαν μπροστά από ένα νεκροταφείο και δέκα μέτρα από το σημείο όπου στεκόμουν σαστισμένος, έχοντας χάσει πλήρως την αυτοκυριαρχία μου, βεβαιώθηκα ότι επρόκειτο για δύο άντρες. Ο ένας από τους δύο δε φαινόταν σχεδόν καθόλου, (σαν να ήταν ένα με τη νύχτα), ενώ τον άλλον μπορούσα να τον διακρίνω από το φως που έπεφτε στο ξυρισμένο του και γυαλιστερό κρανίο.
Η ύπαρξή μου συγκλονίστηκε, οι φαντασιώσεις μου με πανικόβαλαν και ούτε η διαφαινόμενη ηρεμία των δύο αντρών μπόρεσε να με καθησυχάσει. Πρόλαβα και κρύφτηκα πίσω από ένα δέντρο και μετά από λίγες στιγμές οι δυο τους ήταν μπροστά μου. Η καρδιά μου χτύπησε δυνατά. Όμως… Τους αναγνώρισα. Οικεία πρόσωπα, αξιοπρεπείς άνθρωποι και τίμιοι χαρακτήρες.

«Τιμούρ, χαθήκαμε μάλλον», είπε ο μαυριδερός.

«Μάλλον…», απάντησε ήρεμα ο πιο νέος.

Σώπασαν για μερικά δευτερόλεπτα καθώς περιεργαζόμουν την παλιά γαριασμένη πουκαμίσα ως το γόνατο του γηραιότερου και τα φθαρμένα γεμάτα σκόνη παπούτσια του νεότερου. Ήμουν πιο ήρεμος τώρα.

«Βλέπω πως φιλοδοξείς να λυτρωθείς από μένα το συντομότερο Χενκ», είπε σαρκαστικά ο Τιμούρ.

«Πότε πρόλαβες και έβγαλες αυτό το συμπέρασμα; Ούτε τρεις μήνες δεν με ξέρεις. Το μόνο που θέλω είναι να επιστρέψω σώος στο σπίτι μου!», απάντησε, φανερά εκνευρισμένος, ο Χενκ.

«Πως είπαμε το επίθετό σου;», ρώτησε αδιάφορα ο φαλακρός άντρας.

«Τεν Κάτε…», απάντησε το ίδιο αδιάφορα ο μαυριδερός.

«Γιατί είσαι τόσο σοβαρός;»

«Σοβαρός;»

«Ναι, είσαι απόμακρος»

«Η φυλάκισή μου με γέμισε μίσος και βαθύτατη επιθυμία για εκδίκηση…», είπε αγαναχτισμένος ο Χενκ.

Ύστερα, σαν κάτι να θυμήθηκε, συνέχισε με μελαγχολικό ύφος: «Αλίμονο, εγώ δεν ήμουν έτσι… Αχούουου, μάνα μου! Τι κακό είναι τούτο που έπαθα!», βροντοφώναξε ξαφνικά.

«Τι έπαθες;»

«Έχω χαθεί, βρίσκομαι μακριά από το σπίτι μου μαζί με έναν αντιπαθέστατο άνθρωπο…»

«Εγώ είμαι ο αντιπαθέστατος;», ρώτησε συνοφρυωμένος ο Τιμούρ.

«Άσε με να τελειώσω ρε…! Με διακόπτεις… απολίτιστε, αντικοινωνικέ… Σε ήξερα κι από χθες; Κάπου διάβασα ότι θέλεις να με θέσεις εκτός στόχων από νωρίς…»

«Εγώ; Γιατί, τι στόχους έχεις;»

«Να πάρω κάτι κούπες και να βγω περήφανος στη σύνταξη…»

«Καλά ρε μεγάλε… Τι δουλειά κάνεις; Τους ίδιους στόχους έχω κι εγώ, μόνο που δεν έχω συμπληρώσει ακόμα τον απαιτούμενο αριθμό ενσήμων για να αποσυρθώ…»

«Διαχειριστής έμψυχου υλικού…»

«Τι είναι αυτό;»

«Είναι περίπλοκο… Κοντεύω 60 χρονών κι ακόμα προσπαθώ να καταλάβω. Προσπαθούν να με βοηθήσουν διάφοροι άνθρωποι που δουλεύουν σε εφημερίδες. Δίνεις ρόλους σε ανθρώπους… θέσεις. Κάτι τέτοιο… Και καμιά φορά για να τους μπερδέψεις και να εντυπωσιάσεις, τους αλλάζεις συνέχεια… Από εδώ, εκεί και από εκεί, εδώ. Αράζεις σε κάτι καρεκλάκια και μόλις τελειώσει η δουλειά πας σε μία άλλη καρέκλα και μπροστά σου έχει ένα παλούκι που μιλάς και λες συνέχεια No comment, no comment motherfuckers journalists… I am winner…»

«Φτάνει, φτάνει… Με κούρασες. Έλεος! Προπονητής λέγεται αυτό…»

Ο μαυριδερός είναι τώρα μπερδεμένος. Προσπαθεί να μη δείξει την άγνοιά του, αλλά τον έχει λούσει κρύος ιδρώτας και προδίδεται. Η ταραχή και ο φόβος μου δίνουν τη θέση τους σε ένα χαμόγελο κοροϊδευτικό που με ανακουφίζει.
«Προπονητής λέγεται αυτό. Συνάδελφος είμαι. Αν και αυτό το γνωρίζεις ήδη…»

«Ναι… Νομίζω λέγεται και έτσι…»

«Και γιατί νομίζεις ότι θέλω να σε θέσω εκτός στόχων από νωρίς. Ίσως να μην μπορώ να το κάνω αυτό…»
«Λένε ότι μπορώ να το κάνω εγώ για ‘σένα…»

«Κατάλαβα…»

«Όμως… Για κάτσε… Σε θυμάμαι εσένα! Είχες έρθει πέρυσι στην Κύπρο;»

«Ναι… Ωραία χώρα! Για δουλειές είχα κατέβει…»

«Ρε συ! Εγώ είμαι… ο Τιμούρ! Δε θυμάσαι που συναντηθήκαμε κάτω;»

«Ρε Τιμούρ… Τι κάνεις ρε φίλε; Τώρα σε θυμήθηκα…»

«Καλά. Θα είμαι στην Ελλάδα τώρα…»

«Για πόσο καιρό;»

«Εξαρτάται από το πώς θα πάει η δουλειά. Καλά ξεκίνησα, αλλά θα δούμε»

«Χαχαχαχαχα… Λες να φύγουμε μαζί;»

«Για πότε λες εσύ;»

«Σύντομα…»

«Μπα, μάλλον θα κάτσω αρκετά…»

«Για πόσο;»

«Μου είπαν ότι εδώ, στην Ελλάδα, αν χάσεις, σπάσεις κάτι κούπες σε διώχνουν… Χαλάει η δουλειά με λίγα λόγια…»

«Ναι ναι…», λέει αδιαφορώντας και σκύβοντας το κεφάλι ο Χενκ.

«Έτσι είναι, ε;»

«Ναι ναι… Ο Θεός παρέχει τα αγαθά του σε όποιον θέλει…», είπε σμίγοντας τα φρύδια του, με τη φράση αυτή, ο μαυριδερός.

«Αισθάνομαι τυχερός όμως. Ικανός…»

«Μακάρι… Στο εύχομαι…»

«Η αλήθεια είναι πως φοβάμαι, Χενκ…»

«Τι φοβάσαι;»

«Φοβάμαι μήπως συρθεί ύπουλα το κακό από εκεί που δεν το περιμένω…»

«Μην είσαι τόσο απαισιόδοξος!», τον μάλωσε ο Χενκ και ξέσπασε σε ένα δαιμονικό γέλιο που μου πάγωσε το αίμα.

«Σαν να θέλεις να με προειδοποιήσεις για κάτι!», ρώτησε, με το φόβο να σαρώνει το πρόσωπό του, ο Τιμούρ.

«Δεν είναι κακό αυτό… Μην ανησυχείς. Ότι χρειαστείς, εδώ είμαι εγώ… Για να σε βοηθήσω…», είπε και ξέσπασε σε ένα πνιχτό, αυτήν τη φορά, δαιμονικό γέλιο, ο Χενκ.

«Ναι… Εντάξει… Ευχαριστώ… Προς τα πού θα πάμε τώρα;», ρώτησε κάπως σαστισμένα ο Τιμούρ.

«Λέω να συνεχίσουμε ευθεία…»

Προχώρησαν μαζί και λίγα λεπτά αργότερα χάθηκαν σε ένα στενό. Ούτε τα κεριά δεν μπορούσα να διακρίνω. Είχαν σχεδόν σβήσει… Άφησα την κρυψώνα μου και κοντοστάθηκα στο σημείο που οι δύο άντρες είχαν την ολιγόλεπτη συζήτηση… Δε σκεφτόμουν… Ήθελα μόνο να φύγω… Άκουσα ένα θόρυβο… Τι-τι-τι-τι… Τι-τι-τι-τι… Τι είναι αυτό; Έσπρωξα με το χέρι μου το ρολόι που ήταν πάνω στο κομοδίνο και το πέταξα στο πάτωμα… Τρόμαξα και ξύπνησα…

Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.

Σχετικά βίντεο

close menu
x