Gossip

«Μικρά ψέματα για μια μεγάλη αλήθεια»

Μάρκο Φαν Μπάστεν και Μίμης Δομάζος συναντιούνται κάτω από τη σκιά των κέδρων στην Ελαφόνησο. Αλλάζουν πασούλες και-άθελά τους-γίνονται η αιτία για να αναδυθεί μέσα από τα ψέματα, μια μεγάλη αλήθεια.

Μάρκο Φαν Μπάστεν και Μίμης Δομάζος συναντιούνται κάτω από τη σκιά των κέδρων στην Ελαφόνησο. Αλλάζουν πασούλες και-άθελά τους-γίνονται η αιτία για να αναδυθεί μέσα από τα ψέματα, μια μεγάλη αλήθεια.

Του Νικόλα Ακτύπη

Ήπια μια γουλιά από το ποτάκι μου και κοίταξα την καταγάλανη θάλασσα. Το να είσαι ξαπλωμένος στην αιώρα, κάτω από τη σκιά των κέδρων, με το κύμα να σκάει στα πέντε μέτρα, δεν ήταν καθόλου άσχημος τρόπος για να ξεκινήσει την άδειά του κανείς.
Ξανάφερα στο μυαλό μου τις πινακίδες που υπενθύμιζαν πως απαγορεύεται το ελεύθερο κάμπινγκ στην Ελαφόνησο, ένα νησί που μοιάζει να φτιάχτηκε μόνο για αυτό. Όταν θυμήθηκα το σημείο που έγραφε ότι οι παραβάτες τιμωρούνται με πρόστιμο 147 ευρώ το κεφάλι, προτίμησα να σκεφτώ κάτι άλλο, αφού σιγουρεύτηκα ότι δεν δίνουμε στόχο.

Το τελευταίο πράγμα που πέρασε από το νου μου ήταν ότι ήμουν μια χαρά και δεν είχα ασχοληθεί καθόλου με μπάλα, αυτήν την πρώτη μέρα. Ένιωσα υπερήφανος και αποκοιμήθηκα.

«Εντάξει ρε μούτρο το ξέρω αλλά θα είναι κάτι διαφορετικό, δεν βαρέθηκες κάθε χρόνο νησί;»
Η Νάγια δεν μου απάντησε μα το βλέμμα της τα έλεγε όλα. Προφανώς δεν είχε βαρεθεί τις καλοκαιρινές παραλίες αλλά θα μου έκανε το χατίρι.

«Αγάπη, το Άμστερνταμ είναι υπέροχο. Σκέψου λίγο...Βαν Γκονγκ, μουσείο Τισό, κανάλια, ποδήλατα, τουλίπες...Ακόμη και τα coffee shops», πρόσθεσα κλείνοντάς της το μάτι!
«Ακόμη και τα coffee shops...», επανέλαβε η Νάγια σαν να ήταν η ηχώ μου.

Ήταν καλοκαίρι του 1988 και πλησίαζε η επέτειός μας. «Για στάσου, 1988;» Προφανώς έβλεπα όνειρο, αλλά αποφάσισα να μην κάνω καμιά προσπάθεια να ξυπνήσω, άλλωστε κάποιοι διάλογοι ήταν πραγματικοί. Τι θα συμβεί μετά;

«Καλά έκλεισες αεροπορικά εισιτήρια και όχι ξενοδοχείο;»

«Μην ανησυχείς Ναγιού», την καθησύχασα, «γίνονται τα τελικά του Euro στη Γερμανία και το Άμστερνταμ θα είναι άδειο».

«Το Άμστερνταμ είναι γεμάτο!»

Όσο ευγενικά και χαμογελαστά κι αν μιλούσε ο νεαρός στο κιόσκι του υπουργείου τουρισμού, κάθε του λέξη ήταν μαχαιριά στη καρδιά μου.

«Μα, ο τελικός στο Μόναχο;» Μπόρεσα να ψελλίσω.

« Ξέρετε, πολλοί διανυκτερεύουν εδώ και ταξιδεύουν αυθημερόν για τους αγώνες στη Γερμανία. Άλλωστε η πόλη μας έχει πολύ περισσότερα να προσφέρει σε σχέση με τους κάπως πιο ψυχρούς γείτονές μας», συνέχισε χαιρέκακα, δείχνοντας με μια αόριστη κίνηση του χεριού του προς τη Red Light District.

Πριν προλάβει να ολοκληρώσει την ανάλυσή του για το οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο της χώρας και την ευκολία του να ταξιδεύει κανείς χωρίς τελωνειακούς ελέγχους, πράγμα που θα εξαπλωθεί σύντομα και στην υπόλοιπη Ευρώπη, όπως μας διαβεβαίωσε, τον διακόψαμε με ένα προσποιητά ευγενικό χαμόγελο και απομακρυνθήκαμε.

«Είστε Έλληνες;»

Μια καλοστεκούμενη γυναίκα γύρω στα 70 μας κοιτούσε και περίμενε απάντηση. Ο οχετός που έβγαινε από το στόμα μου είχε προφανώς μαρτυρήσει την εθνικότητά μας. Μέσα σε 5’ μας είχε δώσει σημαντικές και ασήμαντες πληροφορίες για τη ζωή της. Παντρεμένη με Έλληνα και ξεναγός η ίδια, η Κάρολ μιλούσε ελληνικά και έμοιαζε να αγαπά την πατρίδα μας περισσότερο κι από μας.
Ο μονάκριβος γιος της λεγόταν Δημήτρης και δούλευε στο Ρότερνταμ, στην HSBC, όπως τόνισε με περηφάνια.
«Από τότε που πέθανε ο άντρας μου ο Αλέξανδρος μόνο εγώ τον φωνάζω Μίμη», πρόσθεσε μελαγχολικά. «Μίμη, όπως ο Δομάζος, ξέρεις εσύ».

Ο «εσύ» ήμουν εγώ και ήξερα...

Η ιδέα καρφώθηκε μάλλον ταυτόχρονα και στους τρεις μας και υλοποιήθηκε λίγο αργότερα όταν αφήναμε τις βαλίτσες μας στον όμορφο ξενώνα του σπιτιού της. Χρειάστηκε πολύ πείσμα από μέρους μας για να δεχθεί τα 100 φιορίνια, με τη Νάγια να επιμένει πως μόνο εάν η καλή μας νεράιδα δεχόταν τα χρήματα θα παραμέναμε στο σπίτι. Τελικά το έκανε εμφανώς απρόθυμα και αφού αντιλήφθηκε πως η Ναγιού ήταν ένας διαπραγματευτής που δεν θα τον νικούσε ποτέ.

Η ετερόκλητη παρέα μας πήρε θέσεις απέναντι στην τηλεόραση. Οι λίγες τύψεις που ένιωθα διαλύθηκαν την στιγμή που ο Βοτρώ σφύριζε την έναρξη του τελικού Ολλανδία-Σοβιετική Ένωση. Έτσι κι αλλιώς η επέτειος μας ήταν την επόμενη μέρα και θα μέναμε άλλες 10 στην πόλη.

Ολλανδία και Γερμανία είχαν κυριαρχήσει σε συλλογικό επίπεδο την προηγούμενη δεκαετία με Άγιαξ και Μπάγερν αντίστοιχα. Ο Κρόιφ και ο Μπεκενμπάουερ κατείχαν θέση τοτέμ στους απανταχού πιστούς του ποδοσφαίρου ενώ η κόντρα κορυφώθηκε το 1974 με τον τελικό του Μουντιάλ στο Μόναχο όπου οι οικοδεσπότες νίκησαν τους οράνιε με 2-1.
Σκέφτηκα ότι όλη η Ευρώπη περίμενε το ίδιο σενάριο και φέτος αλλά τελικά οι δύο ομάδες συναντήθηκαν στα ημιτελικά με τους Ολλανδούς να επικρατούν αυτή τη φορά, με το ίδιο σκορ.

«Πήρατε εκδίκηση προχθές ε;» ρώτησα ενώ Προτάσοφ και Κούμαν μονομαχούσαν. «Αλήθεια αυτή η κόντρα είναι μόνο ποδοσφαιρική ή έχει περάσει και σε εθνικό επίπεδο;»
«Δεν είχαμε πολλά προβλήματα ούτε πριν ούτε μετά τον πόλεμο, θα έλεγα πως ήμασταν αγαπημένοι γείτονες. Ο πόλεμος είναι πόλεμος βέβαια», συνέχισε. «Για να πω την αλήθεια εδώ δεν έγιναν πολλές από τις φρικαλεότητες που γνώρισε ο υπόλοιπος κόσμος. Βέβαια δεν ισχύει το ίδιο για τους εβραίους και όσους τους βοήθησαν, φαντάζομαι ξέρετε και οι δύο την ιστορία της Άννα Φρανκ...».

Γνέψαμε καταφατικά και στρέψαμε την προσοχή μας στο παιχνίδι, περισσότερο από αμηχανία παρά ενδιαφέρον.

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο Φαν Μπάστεν έπαιξε βόλεϊ με τον Γκούλιτ στην καρδιά της σοβιετικής άμυνας και ο αρχηγός με κεφαλιά έγραφε το 1-0.

Στο ημίχρονο επανήλθαμε στην κουβέντα μας.

«Θα σας φανεί αστείο αλλά ξέρετε ποιο ήταν το πιο ατιμωτικό πράγμα για έναν Ολλανδό την περίοδο της κατοχής;»
Συνέχισε χωρίς να περιμένει απάντηση.
«Το ότι μας έπαιρναν τα ποδήλατα. Αυτό που σας λέω, κατάσχεσαν όλα τα ποδήλατα και τα έστειλαν στη Γερμανία. Σήμερα πρέπει να φέρουμε εμείς κάτι πίσω στην Ολλανδία, δεν αρκεί η προχθεσινή νίκη, τα παιδιά οφείλουν να πάρουν το κύπελλο...».

Σκεφτόμουν ότι ήταν πολύ νωρίς για τέτοια όνειρα, δεν είχαν περάσει ούτε 10’ στο β’ ημίχρονο. Και τότε συνέβη...

Ο Μιούρεν από αριστερά στο τελευταίο ματς της καριέρας του, ψηλοκρεμαστή σέντρα 50 μέτρων στον Μάρκο Φαν Μπάστεν, σχεδόν στη γωνία της περιοχής. Η κλίση του σώματός του μαρτύρησε τη σκέψη του.

«Μα τι κάνει ο τρελός, θα σουτάρει;»

Ένα δευτερόλεπτο αργότερα βίωνα τον απόλυτο ποδοσφαιρικό οργασμό ταυτόχρονα με εκατομμύρια άλλους. Ήταν μια ενέργεια που επαλήθευε τους νόμους της τριγωνομετρίας, της φυσικής και της γεωμετρίας καταλύοντας παράλληλα κάθε έννοια ποδοσφαιρικής λογικής, αν υπάρχει τέτοια. Μια στιγμή, μια εικόνα που θα σε ακολουθεί για πάντα. Ειδικά τον Μπελάνοφ πρέπει να τον στοίχειωσε όπως αποδείχτηκε από το χαμένο του πέναλτι λίγο αργότερα.

Ξεχυθήκαμε με τη Νάγια στους δρόμους και γίναμε ένα με ανθρώπους με τους οποίους μέχρι πριν λίγο δεν μας ένωνε απολύτως τίποτα. Η νύχτα που ακολούθησε ήταν ένα ταξίδι στις αισθήσεις και στις παραισθήσεις, ένα βράδυ σαν κι αυτό επέτρεπε μια μικρή βουτιά σ’ένα πιο ανέμελο εφηβικό παρελθόν.

Όταν ξαναβρήκαμε την επαφή μας με την πραγματικότητα ήταν ακόμη απόγευμα αλλά της επόμενης μέρας.
Στην οθόνη βλέπαμε την υποδοχή των πρωταθλητών.
Πρώτος βγήκε από το αεροπλάνο ο Ρίνους Μίχελς κρατώντας το τρόπαιο. Ακριβώς πίσω του η μαγική τριάδα: Φαν Μπάστεν, Γκούλιτ και Ράικαρντ. Μπροστά στις κάμερες ξεδίπλωσαν ένα μικρό πανό.

Στράφηκα στην Κάρολ για να ρωτήσω τι έγραφε αλλά με πρόλαβαν τα δάκρυα που κυλούσαν στο πρόσωπό της.

«ΓΙΑΓΙΑ ΣΟΥ ΦΕΡΑΜΕ ΤΟ ΠΟΔΗΛΑΤΟ ΠΙΣΩ»

Κοίταξα τη Νάγια στα μάτια και ένα δευτερόλεπτο αργότερα άκουσα τον εαυτό μου να της λέει:
«Θέλω να κάνουμε ένα παιδί!»

Μου απάντησε αυτόματα, σχεδόν ανακλαστικά,
«Αν είναι αγόρι θα το βγάλουμε Μάρκο, όπως ο Βαν Μπάστεν. Ξέρεις εσύ...»

Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.

Σχετικά βίντεο

close menu
x