Χαρά μου, που με θυμήθηκες. Αν και έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε που τα είπαμε για τελευταία φορά, περίμενα εναγωνίως νέα σου. Μη νομίζεις ότι σε είχα ξεχάσει. Ήσουν θαμμένος στο υποσυνείδητό μου. Τέτοιος…λεβέντης που είσαι, δεν ξεχνιέσαι κι εύκολα…
Γράφει ο (προς το παρόν) ελεύθερος Κώστας Τσούγκος
Θα σε γυρίσω χρόνια πίσω αδερφέ μου, γιατί είμαι σίγουρος ότι ορισμένα πράγματα θα τα έχεις ξεχάσει. Παίρνοντας τα πράγματα από την αρχή, τότε που, αν και ήμουν μόλις τεσσάρων ετών, με ανάγκασαν να σε γνωρίσω. Λόγω του νεαρού της ηλικίας μου, αγνοούσα την ύπαρξή σου.
Στην απειλή της δικής σου παρουσίας, ωστόσο, αναγκαζόμουν να τρώω όλο το φαγητό μου. Με απειλούσε η κακομοίρα η γιαγιά μου, προκειμένου να φάω μια γαβάθα Nutricia, ότι θα σε «κουβαλήσει» σπίτι. Έτσι όπως μου σε περιέγραφε, σε είχε φοβηθεί η ψυχούλα μου.
Το σόι μου έχει μια τάση παχυσαρκίας και η γιαγιά δεν ήθελε να ξεφύγω από… τη «συνωμοσία των παιδοβούβαλων».
Στην περίπτωση που ο παππούς σου ζυγίζει 140 κιλά και εσύ δεν μοιάζεις στο ανθρωπάκι της Michelin από τα γεννοφάσκια σου, τότε θεωρείται ότι έχεις λοξοδρομήσει. «Πρέπει να ήμαστε περήφανοι για τα γονίδιά μας», μου έλεγε.
Στο νηπιαγωγείο είχα καταντήσει να έχω τον διπλάσιο όγκο από ‘τι όλα τα υπόλοιπα φυσιολογικά παιδάκια. Ούτε «κρυφτό» δεν μπορούσα να παίξω. Το μοναδικό μέρος για να κρυφτώ, ήταν η ντουλάπα. Αλλά, ακόμα και εκεί δεν χωρούσα. Συγκεκριμένα, δεν χωρούσα πουθενά!
Πάλι καλά που μια μέρα ήρθες σπίτι και κατάλαβα ότι όσα μου έλεγε τόσο καιρό ήταν ψέματα. Δεν ήσουν «μπαμπούλας», αλλά φυσιολογικός. Είχες κανονικά χέρια και πόδια. Πρόσωπο νορμάλ και ανθρώπινα μαλλιά. Τσάμπα έσκαγα από το φαΐ εκείνα τα χρόνια.
Παρά τη «μίρλα» της συμπαθέστατης μητέρας της μητέρας μου, τα κατάφερα. Μέχρι και που έφτασα να παίζω κανονικά «κρυφτό» μετά από λίγο καιρό..
Αφού κατάλαβα ότι δεν υπήρχε λόγος για να σε φοβάμαι πια, αφέθηκα στα όμορφα πράγματα της ζωής και τότε έκανες την επανεμφάνισή σου. Το σώμα μου είχε πάρει ένα φυσιολογικό περίγραμμα, όμοιο με των υπόλοιπων παιδιών. Απωθημένο μου, όμως, όπως καταλαβαίνεις, ήταν το «κρυφτό».
Δεν περνούσε βραδιά που το καλοκαίρι στο χωριό να μην έπαιζα με τα παιδιά. Μερικές φορές, όμως, το παρακάναμε. Ξεπερνούσαμε τα όρια και… σε καταλαβαίνω, δεν άντεχες. Γυρνούσες κουρασμένος από τη δουλειά –ποιος ξέρει με… ποιους εγκληματίες τα είχες «βάλει» πάλι;- και σε ενοχλούσαμε. Ώσπου, ήρθε εκείνη η αποφράδα ημέρα, που σου τα είχαν ζαλίσει εν’ ώρα υπηρεσίας και κάπου έπρεπε να ξεσπάσεις τη συσσωρεμένη σου ενέργεια.
Ήρθες, έσκουξες και πρόγκηξες όλους τους υπόλοιπους φίλους μου.
«Σπίτια σας γρήγορα», φώναξες με όλη σου τη δύναμη.
Έμεινα εκεί αποσβολωμένος να σε κοιτάω στα μάτια.
«Δεν με άκουσες;», με ρώτησες. «Σπίτι σου γρήγορα, τώρα».
Αφού έριξα μια ματιά τριγύρω μου, συνειδητοποίησα ότι όλοι οι υπόλοιποι είχαν φύγει και έκανα το μεγάλο λάθος.
«Μα γιατί να πάω σπίτι μου, περνάω καλά και η μάνα μου δεν με έχει φωνάξει ακόμα. Γιατί να φύγω από τώρα;», σε ρώτησα με… εγκληματική αφέλεια. Δεν το έκανα επίτηδες, πίστεψε με.
Στην ιδέα και μόνο ότι, για κάποιο λόγο πια, δεν σε φοβούμουν, παρανόησες. Έκανες διάφορα παλαβά. Έφτυνες, κλωτσούσες και έβριζες.
«Ο μαλ#$@ ο πατέρας σου, σου τα έχει μάθει αυτά τα κόλπα; Θα σας γαμ@#%^ εγώ όλους οικογενειακώς», μου είπες, αν και τότε από «γαλλικά» δεν καταλάβαινα και πολλά.
Τον επόμενο χειμώνα αν θυμάσαι, πήγαινα στην τρίτη Δημοτικού. Είχα βαρεθεί το «κρυφτό» και όλη μέρα έπαιζα μπάλα στο προαύλιο.
Μου ήταν αδύνατο να το παραδεχτώ, αλλά τώρα που έχω πλέον την ωριμότητα που απαιτείται για να το κάνω, μπορώ να σου πω ότι ο Μιχαλάκης ήταν καλύτερος από εμένα.
Οι ντρίμπλες του με ζάλιζαν και συνέχεια έπρεπε να ανακαλύπτω καινούργιους τρόπους για να τον σταματήσω. Ήταν σπαστικός. Μια μέρα σαν καλός αμυντικός(τσεκούρι) που ήμουν, επέλεξα την τεχνική του «κεφαλοκλειδώματος». Του έκανα μια λαβή και τον έριξα κάτω, θυμάσαι;
Για κακή μου τύχη περνούσες εκείνη την ώρα με το «ασπρουλιάρικο» αμάξι σου. Χωρίς να σε πάρω χαμπάρι, μπήκες στο προαύλιο, με άρπαξες από τον σβέρκο και με έσυρες για εκατό μέτρα μέχρι το γραφείο του διευθυντή.
Μπαίνοντας μέσα, με πέταξες σαν σκυλί στο πάτωμα και απευθυνόμενος στον ισχυρό άνδρα του πρώτου Δημοτικού Σχολείου Ξυλοκάστρου, είπες: «Μάζεψέ τον αυτόν τον μικρό, γιατί κάποια μέρα θα γίνει εγκληματίας». Ήθελες να χώνεις τη μύτη σου παντού.
Έκανα και πάλι καιρό για να ξεπεράσω το σοκ. Καταλάβαινα όμως σιγά-σιγά τον ρόλο που παίζεις στην κοινωνία. Σου άρεσε να υποκρίνονται όλοι απέναντί σου και είπα να μη σου την… χαλάσω.
Δεν είχες λόγο πλέον για να με ενοχλήσεις και η σχέση οπτικής -και μόνο- επαφής που είχαμε αναπτύξει, ήταν μια κατάσταση που βόλευε και τους δυο μας για πολύ καιρό.
Τα χρόνια όμως πέρασαν, μεγάλωσα λίγο παραπάνω και συνηθίζοντας στην απουσία σου, θεώρησα, πλέον, ότι ήμουν ικανός να σε κοροϊδέψω.
Προκειμένου, πρωτίστως, να προσελκύσω το αντίθετο φύλο στο γυμνάσιο, έπεισα τους γονείς μου να με αφήσουν να αγοράσω «μηχανάκι» σε μια ηλικία που, κατά την άποψη σου, δεν ήμουν ακόμη έτοιμος.
Σάστισες. Βγήκες έξω από τα ρούχα σου. Το ανέδειξες σε αυτοσκοπό σου να μου καταστρέψεις τη ζωή. Με κυνηγούσες παντού.
Μπορεί να μην είχες άδικο, αλλά ο τρόπος που είχες παραμελήσει τον εαυτό σου και χαράμιζες τις ώρες σου για να παίζουμε κυνηγητό, ήταν συγκλονιστικός …Βρήκες νόημα ύπαρξής.
Είχες μια μανία να μου δίνεις και από ένα ροζ «ραβασάκι» κάθε φορά που έσμιγαν οι δρόμοι μας. Η… σχέση μας σιγά-σιγά έμπαινε σε μια άλλη διάσταση.
Θυμάσαι τότε που πήγα στο πρώτο μου φεστιβάλ; Ήσουν κι εσύ εκεί. Ήταν στον Άγιο Κοσμά, στο Rock Wave, το θυμάσαι;
Είχαν προηγηθεί κάτι επεισόδια και, για τον φόβο των Ιουδαίων, είχες αφήσει για λίγο το χόμπι σου να κυνηγάς «παπιά», δηλώνοντας «παρών» για ακόμη μια φορά στη ζωή μου.
Δεν υπήρχε άλλος δρόμος για να φτάσουμε στο παρκαρισμένο αυτοκίνητο της φίλης μου και -αναγκαστικά- έπρεπε να περάσουμε από μπροστά σου. Ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω τον λόγο που «ξέκοψες» από την παρέα σου και με πλησίασες για να… με χαιρετήσεις.
«Τι κοιτάς ρε μουν@#$^%νο», μου είπες, ρίχνοντάς μου μια… φιλική κλοτσιά, ενδεικτική της… καλής σχέσης που είχαμε αποκτήσει στο πέρασμα των χρόνων.
Σπάνια ήσουν τόσο εκδηλωτικός. Πραγματικά με… συγκίνησες εκείνη τη βραδιά.
Από εκεί και έπειτα, πήρα την απόφαση να σε αποφεύγω όπως ο διάολος το λιβάνι. Και -ως ένα ικανοποιητικό σημείο- τα είχα καταφέρει.
Αν και ήξερες πως υποκρινόμουν, σε κολάκευε το γεγονός ότι πήγαινα με τα νερά σου. Με είχες χάσει για αρκετά χρόνια και μάλλον σου είχα λείψει. Δεν εξηγείται αλλιώς το ότι αποφάσισες να κάνεις ένα τόσο δυναμικό come back στη ζωή μου.
Την ημέρα των επεισοδίων στο Παγκράτι, ήξερα ότι θα ήσουν εκεί. Σίγουρα γνώριζες και εσύ ότι θα με συναντούσες. Για τις ανάγκες της δουλειάς, έπρεπε να σε φωτογραφίσω εν δράσει. Αφού το ήξερες γιατί «στράβωσες» με αυτό; Γιατί έσβησες με το έτσι θέλω, όλες τις στιγμές που σε είχα απαθανατίσει να ξύνεις τα… μανίκια σου.
Γιατί έπρεπε να δημιουργηθεί όλο αυτό το θέμα; Τόσα χρόνια παράλληλης πορείας, όταν έσμιγαν οι «δρόμοι» μας είχες το παράπονο ότι εγώ έμπλεκα στα πόδια σου.
Τίποτα δεν είναι τυχαίο σε αυτή τη ζωή αδερφέ μου. Όλα για κάποιο συγκεκριμένο λόγο συμβαίνουν.
Τι σε ενόχλησε και αντέδρασες και πάλι έτσι; Μια φωτογραφία σου ήθελα. Ποιος ξέρει πότε θα ξανασυναντηθούμε;
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






