Παλαιότερες

Ο ΠΑΟΚ και ο Αρης των λογοτεχνών…

SportDay

ΓΡΑΦΕΙ Ο ΚΩΣΤΑΣ Δ. ΜΠΛΙΑΤΚΑΣ

Κάθε γειτονιά της Θεσσαλονίκης έχει βέβαια και ΠΑΟΚτσήδες και Αρειανούς. Ακόμα και οικογένειες είναι καμιά φορά διηρημένες. Ο παππούς και ο εγγονός «ασπρόμαυροι» και το ζευγάρι «κίτρινοι».

Αλλες φορές είναι ενωμένοι μπροστά στον κοινό εχθρό, το «κατεστημένο του Λεκανοπεδίου», το πάλαι ποτέ ΠΟΚ. Οταν όμως έρχεται το ντέρμπι όλα αλλάζουν. Ούτε το ΠΟΚ ούτε ο τρίτος της βόρειας παρέας, Ηρακλής, έχουν θέση πια στη «μητέρα των μαχών», το ΠΑΟΚ - Αρης. Είναι οι δυο τους. Φορτωμένοι με χιλιάδες αναμνήσεις, με πάθη, με τεράστια ιστορία, με μια βαριά και ασήκωτη παράδοση αντιπαλότητας, σχεδόν ιερή πια, αν δεν ήταν και πολύ επικίνδυνη.

Τα χτυποκάρδια στην κερκίδα, οι ατέλειωτες συζητήσεις και οι καβγάδες των φιλάθλων έρχονται από παλιά και μεταδίδονται στους επόμενους. Από τον Παπαδάκη, τον Γιεντζή και τον Κουιρουκλίδη, τον Αλκέτα, τον Ποζάνη και τον Βελλιάδη (του '50), στον Κούδα, τον Σαράφη, τον Σπυρίδωνα, τον Χρηστίδη (της περιόδου 1960-70). Στον Χαλκιά, τον Πάμπλο Γκαρσία, τον Κουτσιανικούλη, τον Σηφάκη, τον Αμπρέου και τον Κόκε (σήμερα).

Το ντέρμπι ενέπνευσε πολλούς ανθρώπους των γραμμάτων και της λογοτεχνίας.

Ο διακεκριμένος λογοτέχνης Περικλής Σφυρίδης υπήρξε από το μέσο της δεκαετίας του 60 και μέχρι τη Μεταπολίτευση γιατρός του Α.Σ. Αρης. Σπίτι και ιατρείο ήταν μόλις μερικές δεκάδες μέτρα από το γήπεδο Χαριλάου.

Για τις ανάγκες του βιβλίου του Γιώργου Κούδα «Της ζωής μου το παιχνίδι», μου είχε διηγηθεί τα εξής:

«Ηταν η εποχή που στους Αρειανούς μεσουρανούσε το άστρο του τερματοφύλακα Χρηστίδη, ο οποίος όταν ήταν στα κέφια κατέβαζε τα "κεμπέκια" της εστίας του στους φιλόδοξους κυνηγούς της άλλης ομάδας. Του Σπυρίδωνα που ήταν βράχος της ομάδας. Του Συρόπουλου που ήταν η ατμομηχανή της μεσαίας γραμμής. Του Αλεξιάδη που με τις κεφαλιές-ψαράκι τρυπούσε τα δίχτυα της αντίπαλης εστίας. Των Ναλμπάντη και Παπαϊωάννου που με τις γρήγορες πλαγιοκοπήσεις τους έσπαγαν τις καρδιές των αντιπάλων μας».

Πιο πολύ από όλους, όμως, παρά το γεγονός ότι ήταν Αρειανός ο ίδιος, ο Περικλής Σφυρίδης θαύμαζε τον Γιώργο Κούδα:

«Ο Κούδας δεν έπαιζε απλώς μπάλα. Χόρευε μέσα στο γήπεδο. Αέρινος, μ' εκείνα τα μαύρα μαλλιά του που ανέμιζαν καθώς έτρεχε. Θύμιζε ελάφι, οι ντρίμπλες του ήταν φανταστικές, τα σουτ του μου έκοβαν την ανάσα κάθε φορά που έφτανε κοντά στην εστία μας. Αυτός φαίνεται ότι ήταν ο λόγος που θέλησα κάποτε να τον δω από κοντά. Ηταν, θυμάμαι, ένας αγώνας Αρης-ΠΑΟΚ και αποφάσισα να πάω στα αποδυτήρια της φιλοξενούμενης ομάδας για να τον γνωρίσω.

Καθόταν στον πάγκο και έδενε έναν πλαστικό επίδεσμο στο πόδι του. Πλησίασα με τρακ. "Εχουμε κανένα πρόβλημα, Γιώργο;», ρώτησα. Σήκωσε το κεφάλι του και με ζύγισε με το βλέμμα. "Τίποτε απολύτως, γιατρέ", απάντησε με σεβασμό. Του ευχήθηκα καλή επιτυχία και έφυγα. Από τότε, όποτε τον συναντούσα τυχαία στον δρόμο ή στα γήπεδα, ανταλλάσσαμε ένα "γεια σου, Γιώργο", "γεια σου, γιατρέ", μέχρι που η ζωή μάς έριξε σε διαφορετικούς δρόμους και χαθήκαμε».

Το ντέρμπι

Το κλίμα των αναμετρήσεων στις αρχές της δεκαετίας του 70 αναδίδει το κείμενο του Πάνου Θεοδωρίδη στη «Νέα Πορεία» (1972), με τίτλο «Το Ντέρμπυ»:

«Την Κυριακή είχαμε ντέρμπι με τον Αρη. Μ’ έζωναν τα φίδια. Δευτέρα μεσημέρι πέρασε ο Στέλιος από το μαγαζί και ξεχαστήκαμε κουβεντιάζοντας. Το ίδιο άνω κάτω κι αυτός. Αμα το "Ζαρκάδι" την έφτιαξε τη δουλειά με τον ώμο του, βράσε ρύζι. Ποιον θα βάλει ο Λες Σάνον, ο Σαράφης είναι αργός, δεν μπαίνει μπροστά, με τον Μαντζουράκη δεν μιλιούνται, πάλι ο Παρίδης μόνος του. Και τον βγάζουνε εύκολα οφσάιντ. Ο Στέλιος πάλι μου είπε πως ίσως και να παίξει το "Ζαρκάδι". Από τζαρτζάρισμα την έπαθε, όλοι το είδαμε στην Τούμπα. Μπορεί να είναι και κόλπο της διοίκησης: φαινόταν μια χαρά το παιδί, χτυπούσε και τα φάουλ.

Τρίτη, Τετάρτη, λέγαν οι εφημερίδες, ο Κούδας θα παίξει, καλά είναι, τα συνηθισμένα έχει. Ο απέναντι, στο μαγαζί με τους μουσαμάδες, Αρειανός, κάθε τόσο με πιλάτευε:"Τη χάρισαν την ποινή στον Αλεξιάδη! Να σας δούμε τώρα. Τέτοιες κυρίες που είσαστε, να σας σκουντήξει κομμάτι ο Κεραμιδάς, κατευθείαν νοσοκομείο".

Πέμπτη μου 'φερε ο κουμπάρος εισιτήρια. Πήγε και στην προπόνηση, καλός ο Λάζος. Εριξε κι ο Φουντούκος δύο, είχε κέφια. Εφυγα Παρασκευή πρωί για δουλειά στην Κατερίνη. Κυριακή στις εννιάμισι γύρισα και πέρασα απ' το σπίτι να πάρω κάτι για φαΐ στο ντέρμπι. Βρήκα αντί για τη γυναίκα μου, τον μπατζανάκη. Την έπιασε στ' άγρια μεσάνυχτα πόνος στα έντερα, θα την χειρουργήσουν.

Τρέξαμε στην κλινική. Την ώρα που έμπαινε στο χειρουργείο. Ηταν περιτονίτις, ευτυχώς τη γλίτωσε. Κάθισα κοντά της το απόγευμα Ηταν καλά, κοιμότανε. Ευτυχώς ο διπλανός στο άλλο δωμάτιο είχε τρανζίστορ. Του 'πα, το άνοιξε ν' ακούω, αφήσαμε και τις πόρτες ανοιχτές. Τελικά μας πήραν 1-0. Το γκολ ο Παπαϊωάννου στο 32'. Ο Χατζηϊωάννου έφταιγε. Είχαμε δοκάρι στο τελευταίο λεπτό με τον Σαράφη».

(Πάνος Θεοδωρίδης, «Νέα Πορεία», 1972)

Μία από τις πιο παλιές διηγήσεις για τη λατρεία των εφήβων της Θεσσαλονίκης στα ποδοσφαιρικά είδωλα έρχεται από τη δεκαετία του ‘30 και τον αείμνηστο ποιητή Μανώλη Αναγνωστάκη:

«Από το γήπεδο φεύγαμε τελευταίοι στους τελευταίους, περιμέναμε έξω από τα αποδυτήρια να βγουν πλυμένοι, με την μπριγιαντίνη στο μαλλί και κοστουμαρισμένοι οι παίκτες…

Να τους δούμε ακόμα μια φορά από πολύ κοντά. Να έχουμε να λέμε ύστερα, αργά τη νύχτα, καθισμένοι στα σκαλάκια της Παναγίας των Χαλκέων, ο ένας στον άλλον τα κατορθώματά του… Εγώ απόψε, ρε παιδιά, μα τω Θεώ, άγγιξα τη φανέλα του Κλεάνθη Βικελίδη!».

(«Η ποδοσφαιρική μου αυτοβιογραφία», περιοδικό «Τέταρτο», 1986)

Σήμερα οι ποδοσφαιριστές, οι παράγοντες και οι φίλαθλοι έχουν διαφορετική σχέση με το άθλημα, που κι αυτό έχει αλλάξει. Εχουν αναπτυχθεί πολλές εκλεπτύνσεις και δίδεται σημασία στην κάθε λεπτομέρεια (αγωνιστική, ιατρική, εμπορική, επικοινωνιακή-προπαγανδιστική, τακτικής και εργοφυσιολογίας).

Με δέκα στους έντεκα παίκτες, όμως, που παίζουν να είναι ξένοι, πολύ δύσκολα θα επαναληφθεί το φαινόμενο να βρίσκεις στην Τσιμισκή και στην παραλία όταν κρεμάσουν πια τα παπούτσια τους οι σημερινοί αστέρες, αντιπάλους βετεράνους να συζητούν τα «παλιά» σαν καλοί ανεκτίμητοι φίλοι.

Οπως συνέβαινε και στα ΠΡΟΠΟτζήδικα του Κούδα, του Κώστα Παπαϊωάννου και του Κασάπη, στα «σιδερικά-εργαλεία» Καπερνέκας, στις επιχειρήσεις του Κούλη Αποστολίδη, στο πατσατζίδικο του Αχιλλέα Ασλανίδη...

Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.

close menu
x