Θανάσης Ράλλης

Βόλτα με τον Ιησού

Πέρασα γρήγορα το φανάρι της Πατησίων και κατευθύνθηκα προς Βικτώρια. Φεύγοντας από το σπίτι είχε ήλιο, μέχρι να φτάσω όμως είχε συννεφιάσει και είχε αρχίσει το ψιλόβροχο. Η ζέστη δεν δικαιολογούσε μπουφάν και κουκούλα. Αυτές οι εκνευριστικές σταγόνες όμως, που έβρεχαν τα γυαλιά που είχα ξεχάσει να βγάλω, το δικαιολογούσαν.


Εμείς ως Heartbreak Hotel είμαστε και στο Facebook. Κοιτάξτε μας! Εδώ!

Πέρασα γρήγορα το φανάρι της Πατησίων και κατευθύνθηκα προς Βικτώρια. Φεύγοντας από το σπίτι είχε ήλιο, μέχρι να φτάσω όμως είχε συννεφιάσει και είχε αρχίσει το ψιλόβροχο. Η ζέστη δεν δικαιολογούσε μπουφάν και κουκούλα. Αυτές οι εκνευριστικές σταγόνες όμως, που έβρεχαν τα γυαλιά που είχα ξεχάσει να βγάλω, το δικαιολογούσαν. Λίγο πριν κατεβώ τα σκαλιά του ηλεκτρικού άκουσα έναν γνώριμο ήχο σε τελείως διαφορετική όμως απόδοση. Η μελωδία από τον «Νονό» παιγμένη σε μπαγλαμαδακί από πιτσιρικά που καθόταν στα σκαλιά μιας πολυκατοικίας πρέπει να είναι από τα πιο cult πράγμα που έχω δει στη ζωή μου.

Βικτώρια από εκεί Μοναστηράκι και στη συνέχεια Μετρό. Επόμενο τρένο για αεροδρόμιο σε εφτά λεπτά. Οι φωτεινές ενδείξεις που υπάρχουν στο μετρό και ενημερώνουν για το επόμενο τρένο μπορεί να είναι χρήσιμες αλλά σου επιβάλλουν ένα χρονικό πλαίσιο που δύσκολα μπορείς να το καταλάβεις ειδικά αν βιάζεσαι. Ενώ αν περιμένεις το λεωφορείο; Μπορείς να διασκεδάσεις τον εαυτό το σου μαντεύοντας τι ώρα θα έρθει. Προσπαθώντας να γεμίσω αυτά τα εφτά λεπτά άρχισα να πηγαίνω πέρα δώθε. Και τότε τον είδα. Καθόταν ήρεμος μπροστά από τη διαχωριστική γραμμή . «Please hold small children by the hand» είπε η δεσποινίς από το μεγάφωνο, λες και αν είχα μικρό παιδί μαζί μου δεν θα το κράταγα από το χέρι, αλλά θα του έλεγα «Έλα Δημητράκη πήδα, οι ράγες είναι απόλυτα ασφαλείς». Εξακολουθούσε να κάθεται μπροστά από την διαχωριστική γραμμή. Δίπλα του ήταν μια ξανθιά κοπελίτσα και του μιλούσε σε χαμηλό τόνο. Αυτός την άκουγε κοιτώντας τη με ένα πολύ γαλήνιο βλέμμα. Φορούσε ένα ξεθωριασμένο τζιν, μαύρα δερμάτινα μποτάκια. Πως τον αναγνώρισα τότε θα μου πείτε. Από το πατάκι που φορούσε για ζακέτα. Έμοιαζε με αυτά τα πατάκια με τι γραμμές σε διάφορα χρώματα που αγοράζεις από το ΙΚΕΑ, αλλά είχε και κουκούλα. Το περιποιημένο καστανοξανθο μούσι και τα σπαστά μέχρι τον ώμο μαλλιά στον ίδιο χρώμα ήταν το τελευταίο στοιχείο που με έκανε να επιβεβαιώσω την ταυτότητα του. Ήταν ο Ιησούς.

Πήγα δίπλα του, όχι πολύ κοντά όμως, για να μην νομίζει ότι τον παρακολουθώ. Δεν άκουγα ούτε λέξη από αυτά που του έλεγε η ξανθούλα. Τέσσερα λεπτά απέμεναν τώρα μέχρι το επόμενο τρένο. Τι να έκανα; Δεν έχεις κάθε μέρα την ευκαιρία να συναντάς τον Ιησού, όποτε έπρεπε να αρπάξω την ευκαιρία. Είχα τόσα πολλά αναπάντητα ερωτήματα. Εκείνη τη στιγμή η ξανθούλα χαιρέτησε και έφυγε από δίπλα του. Κινήθηκα αστραπιαία. Έβγαλα από την τσάντα μου μια μεγάλη μαύρη σακούλα (που πάντα έχω μαζί μου για τέτοιες περιπτώσεις). Πήγα από πίσω του. Τον σκούντηξα στην πλάτη. Ευτυχώς δεν υπήρχε πολύς κόσμος τριγύρω. Γύρισε ξαφνιασμένος. Του φόρεσα την σακούλα στο κεφάλι και με μια γρήγορη κίνηση την κατέβασα μέχρι κάτω. Άρχισε να τινάζεται από εδώ και από εκεί αλλά μόλις του έδωσα μια με το πτυσσόμενο κλομπ (που επίσης πάντα έχω στην τσάντα μου) σταμάτησε να κουνιέται. «Συγχώρεσε με Ιησού» είπα από μέσα μου και ήμουν σίγουρος ότι θα με ακούει και θα με συγχωρέσει.

Έριξα τη σακούλα με τον Ιησού στον ώμο μου και άρχισα να τρέχω προς την έξοδο. Λίγο πριν φτάσω στα σκαλιά εμφανίστηκε μπροστά μου ο μπάτσος. Πάντα εκεί που δεν τους χρειάζεσαι. «Στοπ Φιλαράκο» μου λέει «Που πας έτσι γρήγορα;». Έχω αφήσει ανοιχτό το θερμοσίφωνα ,όργανο» ήταν η καλύτερη δικαιολογία που μπορούσα να σκεφτώ. «Πολύ καλά τότε πήγαινε» μου είπε και εγώ ξεφύσηξα ανακουφισμένος.

«Αλλά για περίμενε, λίγο». Καταραμένο αστυνομικό δαιμόνιο.

«Τι είναι αυτό που κουβαλάς στην πλάτη σου;» είπε και πήγε να ακουμπήσει με το δάχτυλο του τη σακούλα.

«Η γυναίκα μου κύριε αρχιφύλακα. Παίρνει ένα υπνάκο». Το πρόσωπο του ηρέμησε κατευθείαν. «Πολύ καλά μπορείς να φύγεις». Επιτέλους. Ο Ιησούς στη σακούλα είχε αρχίσει να σαλεύει. Μπήκα σε ένα σοκάκι και του έδωσα άλλη μια με το κλομπ στο κεφάλι. Θα μου την συγχωρούσε και αυτή. Μετά από πολύ κόπο έφτασα στο σπίτι. Όντως είχα αφήσει ανοιχτό το θερμοσίφωνα τελικά.

Ο Ιησούς παρέμενε αναίσθητος, ή προσποιούταν πολύ καλά. Δεν θα το ρίσκαρα όμως. Με μια ακόμη αστραπιαία κίνηση τον κάθισα στην καρέκλα. Έβγαλα από την τσέπη μου λίγο σκοινί (που πάντα κουβαλάω γι αυτές τις περιπτώσεις), σήκωσα λίγο τη σακούλα και του έδεσα πρώτα τα χέρια και μετά τα πόδια. Έσκισα τη μαύρη σακούλα και το κεφάλι του έπεσε στο πλάι. Όντως ήταν αναίσθητος. Έπρεπε να τον ξυπνήσω και γρήγορα.

Το πρώτο πράγμα που αντίκρισε ο Ιησούς όταν ξύπνησε από τον κουβά με το νερό που του έριξα, ήταν εμένα να κάθομαι μπροστά του με ένα κασετοφωνάκι στα χέρια. Είχα χαμηλώσει τα φώτα για να μην βλέπει το πρόσωπο μου. «Είσαι ο Ιησούς. Παραδέξου το» φώναξα. «Μην φωνάζεις» είπε ψιθυριστά αλλά με έντονο τρόπο. «Δεν το ξέρεις κανείς από πάνω ότι έχω κατέβει».

«Θεέ, μου η Δευτέρα παρουσία»

«Χαλάρωσε δεν έχω έρθει με επίσημη αποστολή. Καταβαίνω που και που για βόλτα. Σήμερα είχα όρεξη για σουβλάκι από τον Θανάση στο Μοναστηράκι» μου είπε λες και ήταν το ποιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο.

«Μα έχω τόσες απορίες, τόσα ερωτήματα» σκέφτηκα να εκμεταλλευτώ την ευκαιρία και να βγάλω καμιά αποκλειστικότητα.

«Λύσε με και θα σε βοηθήσω». «Μα καλά ολόκληρος Ιησούς και δεν μπορείς να λύσεις τα χέρια σου;». Η απάντηση του ήταν ότι έχει χάσει πόντους από το point system και δεν μπορεί να κάνει θαύματα για ένα μήνα. Έχω χάσει και εγώ πόντους στο point system και τον πίστεψα. Του έλυσα τα χέρια και άρχισα τις ερωτήσεις. Το κασετοφωνάκι έγραφε. «Πότε θα φτιαχτεί το γήπεδο του Παναθηναϊκού; Πότε θα πάρει πρωτάθλημα η ΑΕΚ; Πότε θα νικήσει ο Ολυμπιακός τον Παναθηναϊκό στο μπάσκετ;». Του είπα με μια ανάσα.

«Το κακό νέο είναι ότι δυστυχώς για σένα ξέχασα να σου πω ότι μπορείς να κάνεις μόνο τρείς ερωτήσεις. Το καλό νέο είναι ότι θα σου απαντήσω, αλλά δεν θα είμαι σαφής». Τα πόδια μου λύγισαν. Είδα τον κόσμο να φεύγει από μπροστά μου. Σκοτοδίνη το λένε κάποιοι και έχουν δίκιο. Μάζεψα το κουράγιο που μου είχε μείνει μετά την αλόγιστη σπατάλη στις ερωτήσεις και του ζήτησα να μου πει τις απαντήσεις. Τουλάχιστον θα τις έπαιζα στο στοίχημα και θα έβγαζα κάνα φράγκο.

«5 μήνες. 3 χρόνια. Δεν θα ζήσεις τόσο για να το δεις»

«Τι είναι αυτό τώρα; Με ποια σειρά είναι οι απαντήσεις;». «Σου είπα δεν θα είμαι σαφής» είπε και σηκώθηκε από την καρέκλα. «Σού έχω όμως και ένα αποκλειστικό. Στην Αγγλία είμαι Πόρτσμουθ» είπε και πέρασε από μπροστά μου. «Θα τα ξαναπούμε σύντομα» μου είπε, άνοιξε την πόρτα και έφυγε. Προσπαθώντας να μαζέψω τα κομμάτια μου έβαλα ένα ουίσκι με λίγο πάγο και κόκα κόλα και κάθισα στην πολυθρόνα. Άνοιξα το στερεοφωνικό και έβαλα μουσική. «Better to save the mystery than surrender to the secret» τραγουδούσαν οι Dream Theater και κάπως έτσι αποκοιμήθηκα.

Δυο μήνες μετά

Ξύπνησα το πρωί με ήλιο. Μέχρι να φτάσω στον ηλεκτρικό είχε αρχίσει να βρέχει. Άκουσα και πάλι την ίδια μελωδία. Ο πιτσιρικάς με τον μπαγλαμαδακι έπαιζε τον «Νονό». Έφτασα στην Καλλιθέα και άρχισα να περπατάω προς το γραφείο. Φτάνοντας έξω από τον σταθμό έριξα μια ματιά απέναντι για να δω αν είχε κόσμο στη VODAFONE . Ήθελα να πληρώσω τον λογαριασμό. Τότε τον είδα πάλι. Στεκόταν ακριβώς απ έξω και μίλαγε στο κινητό. Μόλις πήγα να φωνάξω Ιησού, ένας τύπος τον είχε βάλει σε μια μαύρη σακούλα και έτρεχε σαν τον άνεμο…

Follow ThanRallis on Twitter

Αφήστε το μήνυμα σας μετά τον χαρακτηριστικό ήχο στο: Blood_and_the_city@hotmail.gr

Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.

close menu
x