«Όπου γη και πατρίς» λένε για τους επαγγελματίες ποδοσφαιριστές. Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για έναν παίκτη που είναι ελληνικής καταγωγής, γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Τσεχία και τώρα πλέον θα αγωνίζεται στη Γερμανία. Ο Μιχάλ Παπαδόπουλος, περί ου ο λόγος, από την 1η Ιανουαρίου και για τα επόμενα 3,5 χρόνια αποτελεί στέλεχος της Μπάγερ Λεβερκούζεν, με την Μπάνικ Οστράβα (μέχρι πρότινος ομάδα του) να βάζει στο ταμείο της 2 εκατ. ευρώ.
Λεπτομέρεια: ο Μιχάλ είναι κάτοχος ελληνικού διαβατηρίου και δεν έχει αγωνιστεί στην εθνική Ανδρών της Τσεχίας, ακόμη. Έχει δικαίωμα συμμετοχής στην ομάδα του Ότο Ρεχάγκελ δηλαδή.
«Τον μεγάλωσα με τον πατέρα του με το όνειρο να τον δούμε να παίζει σε μια μεγάλη ομάδα της Ελλάδας», επισημαίνει ο παππούς του. Η Αρσεναλ ήταν η πρώτη ομάδα που ενδιαφέρθηκε για τον Παπαδόπουλο. Το καλοκαίρι του 2003 τον απέκτησε με τη μορφή δανεισμού ενός έτους από την Μπάνικ. Όμως η εγχείρηση που υποβλήθηκε στο γόνατο αποδείχτηκε τροχοπέδη στο όνειρο του. Αγωνίστηκε μόνο σε ένα παιχνίδι με αντίπαλο τη Γουλβς, στο Κύπελλο Αγγλίας. Ενα χρόνο μετά επέστρεψε στην Τσεχία. Τελικά οι προσπάθειες του επιβραβεύτηκαν με τη μετακίνηση του στην Μπάγερ Λεβερκούζεν. Ως παίκτης των «ασπιρίνων» πλέον ο νεαρός Τσεχοέλληνας μίλησε στην «Sportday» για την μέχρι τώρα πορεία και το μέλλον, στο οποίο ελπίζει να συμπεριλαμβάνεται και η εθνική Ελλάδας:
«Πραγματικά είμαι πολύ χαρούμενος με τη μεταγραφή. Νιώθω κουρασμένος από τις προπονήσεις, αλλά μου αρέσει. Δεν γνωρίζω τη γλώσσα και αυτό είναι πρόβλημα, αλλά οι υπόλοιποι συμπαίκτες μου με βοηθούν να προσαρμοστώ. Ιδιαίτερα ο προπονητής (Μίκαελ Σκίμπε), που μου δίνει μεγάλη προσοχή».
«Ο μάνατζέρ μου Πάβελ Τζίκα (ο ίδιος που έχει τους Ντρόμπνι, Τσεχ, Σκάτσελ) με είχε ενημερώσει για το ενδιαφέρον της γερμανικής ομάδας. Ο κ. Φέλερ με είχε παρακολουθήσει σε 3-4 παιχνίδια. Θυμάμαι χαρακτηριστικά αυτά κόντρα στις Σλάβια και Σπάρτα Πράγας. Γνώριζα ότι κανείς στην Μπάνικ δεν θα μου απαγόρευε να φύγω. Μάλιστα, είχε προτάσεις και από τις Σέλτικ, Σπάρτα Πράγας. Ευτυχώς όλα πήγαν καλά και τώρα είμαι παίκτης της Λεβερκούζεν».
Στο άκουσμα της λέξης Ελλάδα ο Μιχάλης, όπως θέλει να τον αποκαλούν, κυριολεκτικά αγαλιάζει:
«Πατρίδα. Πραγματικά έχω περάσει ορισμένα από τα καλύτερά μου καλοκαίρια στην Ελλάδα. Τη θεωρώ δεύτερη πατρίδα μου, μιας και έχω γεννηθεί στην Τσεχία. Λόγω των ανειλημμένων μου ποδοσφαιρικών υποχρεώσεων την τελευταία διετία δεν έχω καταφέρει να επισκεφτώ την Ελλάδα. Εχω φίλους στη Θεσσαλονίκη».
«Υποστηρίζω τον ΠΑΟΚ. Πάντως καμία ελληνική ομάδα στο παρελθόν δεν μου έκανε πρόταση. Πλέον το θεωρώ λίγο δύσκολο, μιας και είναι αργά. Αρχίζω και χαράζω τη δική μου ποδοσφαιρική καριέρα».
Το θέμα της εθνικής Ελλάδας δεν αφήνει αδιάφορο τον νεαρό φορ, ο οποίος πάντως δηλώνει ευθαρσώς πως θα προτιμούσε την Τσεχία, εάν αναγκαζόταν να διαλέξει:
«Να σου πω την αλήθεια νιώθω περισσότερο έτοιμος να αγωνιστώ στην Τσεχία. Πώς να το κάνουμε. Εχω μεγαλώσει εκεί, αποτελεί τρόπο ζωής για μένα. Αν ήθελες να στο πω με στατιστικά, θα έδινα ένα ελαφρύ προβάδισμα να αποδεχθώ την πρόταση (αν έχω) από την Τσεχία» (απολύτως σαφής).
«Αν και δεν έχω εικόνα του ελληνικού πρωταθλήματος, βάσει των αγώνων της Εθνικής ομάδας έχω ξεχωρίσει τους Καραγκούνη, Χαριστέα και Λυμπερόπουλο. Οι δύο πρώτοι μάλιστα διαπρέπουν εδώ και καιρό στο ευρωπαϊκά γήπεδα και αυτό είναι πολύ σημαντικό».
Η περιπέτεια με την Άρσεναλ τον στεναχώρησε, όμως τη βλέπει πλέον ως μια πολύτιμη εμπειρία:
«Στάθηκα πολύ άτυχος. Μόλις ο κ. Βενγκέρ έδωσε το Ο.Κ. για τη μεταγραφή μου, τραυματίστηκα. Ενιωθα πολύ άσχημα. Αναγκαστικά έκανα εγχείρηση διότι είχα πρόβλημα στο γόνατο και μόλις αποθεραπεύτηκα απέμεναν τρεις μήνες για να τελειώσει η σεζόν. Πάντως, ήταν εξαιρετική εμπειρία που δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ. Μόνο και μόνο τις προπονήσεις που έκανα, το επίπεδο των υπολοίπων και η παρουσία του κ. Βενγκέρ αποτέλεσαν για μένα εφόδια για το μέλλον».
«Ο Ταβλαρίδης είναι από τους καλύτερους φίλους μου. Ηταν από τους πρώτους με τους οποίους ήρθα σε επαφή στην Αρσεναλ. Εχουμε βρεθεί ουκ ολίγες φορές στη Θεσσαλονίκη και χαίρομαι, πραγματικά, για την ποδοσφαιρική του πρόοδο».
Επιμέλεια:Παναγιώτης Χαμαργιάς