Σε μία από τις πιο δυνατές ραδιοφωνικές στιγμές των τελευταίων ετών, ο Μιχάλης Τσόχος προχώρησε σε μία συγκλονιστική, και… γεμάτη αλήθειες, τοποθέτηση στον bwinΣΠΟΡ FM 94,6 για τον Γιάννη Αντετοκούνμπο και όλους τους «Γιάννηδες» της χώρας. Ο δημοσιογράφος της κορυφαίας αθλητικής συχνότητας της χώρας δεν δίστασε να αναδείξει την αντίφαση: Η Ελλάδα που σήμερα πανηγυρίζει στο όνομα του Γιάννη, είναι η ίδια που του αρνήθηκε την υπηκοότητα όταν γεννήθηκε και μεγάλωσε εδώ. Είναι η ίδια που τον αντιμετώπισε ως «παράνομο» μέχρι να φτάσει στο NBA και να γίνει αδιαμφισβήτητος.
«Για το 70% του Ελληνικού Κοινοβουλίου που σήμερα πανηγυρίζει, ο Γιάννης είναι ένας παράνομος λαθρομετανάστης. Απλώς ο συγκεκριμένος Γιάννης έφτασε στο NBA, οπότε αναγκάστηκαν να του δώσουν την ελληνική υπηκοότητα», είπε μεταξύ άλλων.
Η τοποθέτηση του Τσόχου δεν ήταν απλώς μια αθλητική ανάλυση. Ήταν μια κραυγή συνείδησης. Μια υπενθύμιση ότι η αξία ενός ανθρώπου δεν μετριέται μόνο με μετάλλια και διακρίσεις, αλλά με τον χαρακτήρα του, με την ταπεινότητα, με την αφοσίωση στην ομάδα και στην κοινωνία.
«Μπορούμε να είμαστε περήφανοι γιατί αυτοί που τον μεγάλωσαν στην Ελλάδα ήταν περισσότεροι ή ισχυρότεροι από αυτούς που προσπάθησαν να του καταστρέψουν τη ζωή. Αλλά μπορούμε και να νιώθουμε ντροπή, γιατί με αυτό που ψηφίσαμε πριν έναν χρόνο, δεν μπορούμε να ξαναβγάλουμε Γιάννη»!
Η συγκλονιστική αυτή τοποθέτηση δεν αφήνει περιθώρια για αδιαφορία. Είναι μια πρόσκληση για αυτοκριτική. Για να αναρωτηθούμε τι είδους κοινωνία θέλουμε να είμαστε. Αν θέλουμε να καμαρώνουμε μόνο για τις εξαιρέσεις ή να δημιουργούμε τις συνθήκες ώστε κάθε παιδί, ανεξαρτήτως καταγωγής, να έχει την ευκαιρία να μεγαλώσει, να ονειρευτεί και να πετύχει.
Η τοποθέτηση του Μιχάλη Τσόχου:
«Δεν είναι το χάλκινο μετάλλιο. Δεν είναι καν το γεγονός ότι ο Γιάννης Αντετοκούνμπο θεωρείται ο κορυφαίος μπασκετμπολίστας στον κόσμο. Αυτά είναι επιτεύγματα για τα οποία μπορεί να είναι περήφανος ο ίδιος. Για τις ατελείωτες ώρες προπόνησης, για την αφοσίωση, για την πειθαρχία και την πίστη στον εαυτό του. Για το ταξίδι του από τα γήπεδα του Σεπολίων μέχρι τα παρκέ του NBA.
Η δική μας εθνική περηφάνια, όμως, δεν πρέπει να εστιάζεται στο αθλητικό του μεγαλείο. Πρέπει να εστιάζεται στον άνθρωπο που μεγαλώσαμε. Στον χαρακτήρα που διαμορφώθηκε μέσα στην ελληνική κοινωνία. Στον Γιάννη που δεν υπερέβη ποτέ τα όρια, που δεν έβαλε τον εαυτό του πάνω από την ομάδα, που δεν παρασύρθηκε από την αλαζονεία της επιτυχίας. Που παρέμεινε ταπεινός, ευγενής, αφοσιωμένος.
Και ναι, μπορούμε να είμαστε περήφανοι γιατί, παρά τις δυσκολίες, η Ελλάδα κατάφερε να μεγαλώσει αυτό το παιδί. Όχι μόνο η χώρα, αλλά οι άνθρωποί της. Αυτοί που του έδωσαν δουλειά, φαγητό, ελπίδα. Αυτοί που στάθηκαν δίπλα του όταν άλλοι τον απέρριπταν λόγω του χρώματος του δέρματός του ή της καταγωγής του. Αυτοί που τον δέχτηκαν ως Έλληνα, πριν καν το κράτος αποφασίσει να του δώσει την υπηκοότητα.
Αλλά υπάρχει και η άλλη πλευρά. Η ντροπή. Γιατί η ίδια χώρα που σήμερα πανηγυρίζει στο όνομά του, είναι η χώρα που του αρνήθηκε την υπηκοότητα όταν γεννήθηκε εδώ. Που τον αντιμετώπισε ως "παράνομο λαθρομετανάστη", μέχρι να φτάσει στο NBA και να γίνει αδιαμφισβήτητος. Και είναι η ίδια χώρα που με νομοθετικές επιλογές του πρόσφατου παρελθόντος, κλείνει την πόρτα σε κάθε επόμενο Γιάννη.
Γιατί για το 70% του Ελληνικού Κοινοβουλίου, ο Γιάννης δεν είναι παρά μια εξαίρεση. Ένας "τυχερός" που τους ανάγκασε να υποκλιθούν. Όχι ένας νέος Έλληνας που αξίζει να μεγαλώσει σε αυτήν τη χώρα με ίσες ευκαιρίες.
Ευτυχώς, για τον Γιάννη, τον Θανάση, τον Κώστα, υπήρξαν περισσότεροι Έλληνες που τους στήριξαν, από εκείνους που τους απέρριψαν. Και ευτυχώς, σήμερα προφέρουμε σωστά το επίθετό του. Όχι για να τον μειώσουμε, αλλά για να τον τιμήσουμε.
Γιατί η πραγματική νίκη δεν είναι το μετάλλιο. Είναι το ότι, παρά τις αντιξοότητες, ο Γιάννης έγινε αυτός που είναι. Και αυτό, είναι κάτι που αξίζει να μας κάνει περήφανους. Ή να μας προβληματίσει βαθιά».