Λίγους μήνες μόλις μετά την τζίφρα του στο πρώτο συμβόλαιό του με την Ρεάλ Μαδρίτης, ο Πέπε φανέρωσε τα διαπιστευτήριά του εμπλεκόμενος σε καυγά κατά τη διάρκεια προπόνησης. Ωστόσο, τα μπουνίδια με τον Χαβιέ Μπαλμπόα (που φέτος αγωνίστηκε για τα Τρίκαλα) δεν του στέρησαν τη θέση στην ομάδα.

Γράφει ο Νικόλας Ακτύπης

Και πώς θα μπορούσαν άλλωστε, αφού η «βασίλισσα» το προηγούμενο καλοκαίρι είχε δαπανήσει 30 εκατομμύρια ευρώ για να τον αποκτήσει από την Πόρτο και πάνω του έβλεπε τον κεντρικό αμυντικό της επόμενης δεκαετίας.

Τα πράγματα, λίγο-πολύ, εξελίχθηκαν όπως περίπου τα περίμεναν οι άνθρωποι των «μερένχες». Ο Πέπε κέρδισε γρήγορα θέση βασικού χάρις κυρίως στην έφεσή του στο προσωπικό μαρκάρισμα, ένα χαρακτηριστικό που δεν εμφανιζόταν συχνά στα χρόνια που κυριαρχούν οι σύνθετες άμυνες ζώνης.

Το πάθος του τον βοήθησε να κάνει καριέρα και να καλύπτει τις αδυναμίες του. Τις περισσότερες φορές τουλάχιστον. Γιατί υπήρχαν κι άλλες στις οποίες ο παράξενος ψυχισμός που κουβάλαγε, έβγαινε ανεξέλεγκτα στο γήπεδο με ξεσπάσματα που τον κατέταξαν στη συνείδηση του κόσμου ως έναν από τους πιο μισητούς ποδοσφαιριστές του αιώνα που διανύουμε. Με εξαίρεση, προφανώς, τους φίλους της Ρεάλ και της εθνικής Πορτογαλίας.

Σχεδόν για όλους τους άλλους ήταν το «τέρας» που σε ένα ματς με την Χετάφε έσπρωξε τον κακομοίρη τον Κασκέρο, τον πέταξε στο έδαφος όπου τον κλώτσησε δύο φορές και στη συνέχεια πήγε από πάνω και τον… αποτελείωσε με τσιμπήματα και χτυπήματα πέρα από κάθε λογική ή σεβασμό του fair play.



Αυτός ήταν ο μεγαλύτερος εχθρός του Κέπλερ Λαβεράν Λίμα Φερέιρα. Ο εαυτός του. Ποτέ κανείς δεν κατάλαβε πραγματικά πού οφειλόταν τα ξεσπάσματά του στο γήπεδο. Πολύ συχνά αποδείχτηκε ανίκανος να διαχειριστεί και να τιθασεύσει τον χαρακτήρα του, ακόμη κι όταν προπονητές όπως ο Μουρίνιο προσπάθησαν να του δώσουν δεύτερες και τρίτες ευκαιρίες. Ακόμη κι όταν χρειαζόταν να του υπενθυμίσουν τη σημασία που είχε στα σχέδιά τους. Ακόμη κι όταν του έδιναν θέση στην ενδεκάδα σε περιόδους που επιστρέφοντας από τους συχνούς τραυματισμούς του, έμοιαζε σε χειρότερη κατάσταση από τους υπόλοιπους συνδιεκδικητές φανέλας βασικού.

Στο διάστημα που ακολούθησε ο Πέπε έκανε ό,τι του ζητήθηκε στο πλαίσιο των δυνατοτήτων του ή ακόμα και πέρα από αυτό. Όπως, για παράδειγμα, στη μνημειώδη «γκέλα» του Πορτογάλου προπονητή να τον χρησιμοποιήσει στα χαφ και overplay στον Μέσι, σε ματς κόντρα στην Μπαρτσελόνα. Απόφαση που αποδείχτηκε εντελώς λανθασμένη και τον εξέθεσε ακόμη περισσότερο στα μάτια των επικριτών του.

Καθώς τα χρόνια περνούσαν αυτός ο θυμός δεν έδειχνε να ξεθυμαίνει. Πάντα ο Πέπε δημιουργούσε προβλήματα, συμπεριφερόμενος στο χορτάρι σαν λατινοαμερικανός σέντερ μπακ της δεκαετίας του ’60. Πολύ μακριά από το πρότυπο ενός σύγχρονου κεντρικού αμυντικού του επιπέδου μιας «βασίλισσας». Ωστόσο, παρά του κουσούρια του, τους συνεχόμενους μυϊκούς τραυματισμούς ή τις αχρείαστες κάρτες, ήταν εκεί. Άλλωστε, στη Μαδρίτη απολάμβανε ένα όνειρο που πλήρωσε ακριβά για να το ζήσει. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής, δέχτηκε να είναι ο πλέον χαμηλόμισθος της ομάδας, καλύπτοντας από την τσέπη του ένα μέρος της μεταγραφής του. Και τέτοιες κινήσεις τις τιμούν, τις εκτιμούν και τις ανταποδίδουν σύλλογοι του μεγέθους της πρωταθλήτριας Ευρώπης.

Με εξαίρεση την τελευταία σεζόν κι εκείνη του 2009-10 όταν υπέστη ρήξη χιαστού, έκανε χρονιές γεμάτες από παιχνίδια και αμφισβήτηση που τον συνόδευε σε κάθε του βήμα. Δεν έγινε ο αντίπαλος που ενέπνεε σεβασμό, πέρα από τη δεδομένη αντιπαλότητα, όπως για παράδειγμα ο Σέρχιο Ράμος.

Για εμάς τους… απέναντι ήταν πάντα ένα κόκκινο πανί. Κάτι σαν αυτό που νόμιζε ο ίδιος ότι έβλεπε σε κάθε αντίπαλο του οποίου αναλάμβανε το μαρκάρισμα σε κάποια από τις αναρίθμητες αποστολές που κλήθηκε να εκπληρώσει.

Τώρα, όμως, που μπήκαν τίτλοι τέλους (τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την Ρεάλ), όλως περιέργως, προκλήθηκε μια μικρή μελαγχολία για το «αντίο» του. Με βάση όσα γράφτηκαν σε όλες τις από πάνω γραμμές είναι δύσκολο να το αιτιολογήσεις. Ίσως πρόκειται απλά για την αναγνώριση ενός αντιπάλου που πάλεψε με ό,τι είχε διαθέσιμο για να γίνει αυτό που έγινε. Δεν διέθετε πολλά ποδοσφαιρικά χαρίσματα, αλλά όσα είχε ήταν αυθεντικά και δικά του. Και γι’ αυτό, έστω και την ύστατη ώρα, του αξίζει λίγος σεβασμός περισσότερος από εκείνον που ο ίδιος έδειξε σε πολλά από τα «θύματά» του.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube