Το μπάσκετ υπήρχε στην Ελλάδα πολλές δεκαετίες πίσω. Με επιτυχίες σε εθνικό επίπεδο, με Κύπελλο Ευρώπης, το 1968 από την ΑΕΚ, με ντέρμπι, με παίκτες που έμειναν στην ιστορία, με γήπεδα που χτίστηκαν για ένα άθλημα που απλώς είχε ανάπτυξη, αλλά ακόμη μικρή ζήτηση.
Του Θοδωρή Τσούτσου
Το μπάσκετ, λοιπόν, υπήρχε. Αλλά να λειτουργεί άρχισε μία ημερομηνία όπως η σημερινή, 30 χρόνια πίσω. 14 Ιουνίου 1987. Μετά από εκείνες τις βολές του Αργύρη Καμπούρη, το χρυσό μετάλλιο, τη νίκη του Δαυίδ των 10 εκατομμυρίων ανθρώπων επί του Γολιάθ της ενωμένης Σοβιετικής Ενωσης των 251 εκατομμυρίων ανθρώπων. Τότε, εκείνη τη βραδιά, μπήκε η σφραγίδα για την έναρξη επαγγέλματος.
Αυτό δεν αφορούσε μόνο στα παιδιά που έπαιζαν, έπαιξαν ή κατάφεραν να ακολουθήσουν επαγγελματικά το μπάσκετ. Αφούσε σε ένα ολόκληρο οικοδόμημα που χτίστηκε γύρω από αυτή την ομάδα. Το οποίο, σε πολλά επίπεδα τα περισσότερα καλά αλλά και κάποια κακά, γιγαντώθηκε και δημιούργησε μια αύρα που για μεγάλο διάστημα δεν υπήρχε σε κανένα άλλο άθλημα για ελληνική ομάδα.
Σήμερα, λοιπόν, είναι η επέτειος εκείνης της βραδιάς. Οσοι είχαμε γεννηθεί, ακόμη και λίγα χρόνια να υπήρχαμε στη ζωή, θυμόμαστε πού ήμασταν και τι κάναμε σε εκείνον τον τελικό. Θυμόμαστε τη στάση του σώματός μας, πώς σταυρώναμε τα δάχτυλά μας στις βολές του Καμπούρη. Και ακόμη και τώρα, πιθανόν όταν τις ξαναβλέπουμε να τα σταυρώνουμε τον ίδιο τρόπο.
Το ελληνικό μπάσκετ, με τα πολλά καλά σε αυτή τη διαδρομή και τα όποια στραβά, είναι το άθλημα που έχει προσφέρει στον ελληνικό αθλητισμό τις περισσότερες επιτυχίες. Και θα παραμείνει τέτοιο. Διότι έχει δημιουργήσει τέτοια βάση, που είναι απίθανο να "κουνηθεί" από τη θέση της. Το επίπεδο του ελληνικού μπάσκετ στον παγκόσμιο χάρτη έχει την πιο υψηλή θέση από οποιοδήποτε άλλο άθλημα.
Εχει μάλιστα και κάτι ακόμη. Εχει επίπεδο. Εχει μια ασφάλεια που δεν έχουν άλλα αθλήματα στη χώρα μας, για να εμπιστευτείς το παιδί σου. Για να κάνει καταρχάς αθλητισμό, ακόμη και στις μπασκέτες της γειτονιάς ή στην ομάδα της γειτονιάς. Ή τελικά αν μπορεί, να κάνει και πρωταθλητισμό. Ισως και με μεγαλύτερη αξιοκρατία, αλλά αυτό είναι κάτι που γνωρίζουν καλύτερα οι άνθρωποι που βρίσκονται πιο κοντά στο άθλημα...
Τριάντα χρόνια μετά από εκείνη την επιτυχία της Εθνικής μας, έχουν αλλάξει πολλές εποχές. Τρεις, σχεδόν, γενιές ανθρώπων - στον καιρό της ταχύτητας - είναι πολύ μεγάλη υπόθεση. Ηταν χρέος των ανθρώπων του τότε και της Ομοσπονδίας συνολικά, του τότε και του τώρα που έχει μικρές διαφορές, να διαφυλάξουν εκείνη την επιτυχία. Να την βάλουν σε ένα προστατευμένο περιβάλλον, το ελληνικό μπάσκετ ξέρει πολύ καλά να το κάνει αυτό ακόμη και για τους λάθος λόγους, για να μπορούν να την απολαμβάνουν κυρίως οι ίδιοι.
Αυτό δεν το έκαναν. Αυτό το "εμείς πάνω από το εγώ", που διάβασα σήμερα να λέει ο Αργύρης Καμπούρης, στην πορεία του χρόνου αντιστράφηκε. Εγινε ακριβώς το αντίθετο. Και με ευθύνες προφανώς πολλών και όχι ενός, η Εθνική του '87 "έσπασε". Δικό τους θέμα να το έχουν "καταφέρει" αυτό, δικό μας να χαιρόμαστε την ημέρα σαν τότε...
Υπάρχει, όμως, και η Εθνική συνολικά ως έννοια. Η συνέχειά της. Ολες, δηλαδή, οι Εθνικές από το '87 και μετά, αλλά και αυτή που σε 2.5 μήνες θα μπει στη "μάχη" του Ευρωμπάσκετ. Αυτή που ακόμη δεν έχει προπονητή! Σε οποιοδήποτε άλλο άθλημα η Ομοσπονδία θα είχε "στηθεί" στον τοίχο. Οποιος "παίζει" με αυτή την ομάδα, όποιος ρισκάρει αυτή την ομάδα, στην ουσία σκαλίζει το συναίσθημα πολλών χιλιάδων ανθρώπων. Οχι εκείνο του θυμού, όπως συμβαίνει για άλλες ομάδες. Αλλά της στενοχώριας. Η οποία είναι πιο δύσκολα διαχειρίσιμη, γιατί διαρκεί περισσότερο...