άθλος (ο) ουσ. [<αρχ. ?θλος, ομηρ. ?εθλος] κατόρθωμα που απαιτεί εξαιρετικά δύσκολη προσπάθεια.

Τρεις ομάδες στο ΝΒΑ δε χρειάζονται λεξικό για την ετυμολογία, έκαναν τον δικό τους και ξέρουν.

Διαβάστε τη συνέχεια στο Eurohoops.net

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube