Ψηφίστηκε ως πιο βελτιωμένος παίκτης της περσινής σεζόν. Ο Χρήστος Σαλούστρος αποτελεί ένα παράδειγμα αθλητή που σε πείσμα των δυσκολιών, δε το βάζει ποτέ κάτω, αλλά αντιθέτως προσπαθεί συνεχώς να εξελίσσεται και να βγάζει την ομάδα του ασπροπρόσωπη.

Μίλησε στο sportfm.gr για τα πρώτα του χρόνια στα παρκέ, το «σχολείο» του Φιλαθλητικού, τη μετέπειτα πορεία του σε διαφορετικές πόλεις της Ελλάδας, την περσινή σεζόν του Προμηθέα, αλλά και τη σχέση ζωής, εντός και εκτός παρκέ, με τον Νίκο Γκίκα. Τέλος, τόνισε πως έχει ακόμα πολλά να δείξει εντός γηπέδων.

Συνέντευξη στους: Νικολέττα Γκαρέτσου και Δημοσθένη Καραμούζα


Πως ξεκίνησε η διαδρομή σου στα παρκέ;

«Πρέπει να πάμε αρκετά πίσω, γύρω στα 13 μου στο Ηράκλειο Κρήτης, όπου έχω γεννηθεί και μεγαλώσει. Κάπου εκεί ξεκίνησα με την παρότρυνση ενός φίλου, αν και στην αρχή η αλήθεια είναι ότι δεν μου πολυάρεσε, καθώς μου άρεσε περισσότερο το ποδόσφαιρο. Στα 16 μου, αφού και οι γονείς μου με προέτρεψαν, σταμάτησα το μπάσκετ για λίγο, έτσι ώστε να διαβάσω και να μπω στο πανεπιστήμιο, άλλωστε οι γονείς μου δεν ήταν πολύ σύμφωνοι με το να ασχοληθώ με το άθλημα. Έκτοτε επέστρεψα στα παρκέ και ξεκίνησε ένα ταξίδι που συνεχίζει μέχρι και σήμερα».


Πόσο δύσκολο είναι για ένα νέο να μην έχει την απεριόριστη στήριξη των γονιών του στο ξεκίνημα του;

«Είναι σίγουρα δύσκολο, αλλά θεωρώ ότι αν σου αρέσει αυτό που κάνεις, ό,τι και αν είναι αυτό θα βρεις την άκρη από ένα σημείο και μετά. Ειδικά μετά την ενηλικίωση ο καθένας είναι μόνος και παίρνει τις αποφάσεις του. Να πω την αλήθεια εμένα με βοήθησε αυτό, διότι ποτέ δεν ένιωσα πίεση από το σπίτι να πετύχω στο μπάσκετ, ενώ σε άλλες περιπτώσεις παιδιών που οι γονείς ήταν πολύ πιεστικοί στο θέμα των προπονήσεων τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν καλά. Αισθάνομαι περήφανος που τα κατάφερα μόνος με τις δικές μου δυνάμεις».

Σε ποιο σημείο κατάλαβες ότι το μπάσκετ είναι κάτι με το οποίο θα ασχοληθείς επαγγελματικά;

«Θεωρώ πως όταν πήγα στον Φιλαθλητικό μετά τις συνεχείς ανόδους και την προβολή που είχαμε κάπου εκεί κατάλαβα ότι αρχίζουν να σοβαρεύουν τα πράγματα και άρχισα να βλέπω το μπάσκετ με άλλο μάτι. Βαθιά μέσα μου, κάπου στα 18 μου είχα βάλει στόχο στα 27 – 28 μου να παίξω στην Α1, έτσι ώστε να «φτιάξω» το φανταρικό μου, να το περάσω πιο αναίμακτα. Αυτό είχα σαν στόχο, αλλά αγώνα με τον αγώνα και προπόνηση με την προπόνηση άρχισα να βλέπω ότι μπορώ να κάνω κάποια πράγματα, έτσι αναθεώρησα και έθεσα νέους στόχους. Πλέον νιώθω τυχερός».

Όταν μετακόμισες από την Κρήτη στην Αθήνα πώς ήταν η προσαρμογή;

«Η προσαρμογή ήταν δύσκολη. Δεν είχα παραστάσεις από μεγαλούπολη. Ήμουν ένα παιδί μεγαλωμένο στην επαρχία και περιτριγυρισμένο με φίλους που ήταν και αυτοί παιδιά της επαρχίας. Δεν είχα και το μπάτζετ να ζήσω διαφορετικά, αλλά με δέχθηκαν εύκολα στο σχολείο και στην κοινωνία και ευτυχώς όλα άρχισαν να πηγαίνουν καλά. Στα 18 μου ξεκίνησα και πάλι το μπάσκετ, άρχισα να βελτιώνομαι και να βρίσκω τον δρόμο μου.

Τελικά μετά τον Φιλαθλητικό μπορεί να απογειωθεί ένας αθλητής;

«Ο Φιλαθλητικός μέχρι και σήμερα που μιλάμε είναι μια ομάδα που στελεχώνει συλλόγους της Α1. Τα παραδείγματα είναι πολλά, Γκίκας, Παπαδημητρίου και πολλοί άλλοι. Νομίζω ότι για τις περιπτώσεις των Αντετοκούνμπο δεν χρειάζεται να πω πολλά. Υπάρχουν ακόμα παιδιά που δεν γνωρίζει ο πολύς κόσμος, που ακολούθησαν ανοδική πορεία μετά τον Φιλαθλητικό. Γίνεται μια πάρα πολύ καλή δουλειά εκεί, ο κόουτς Τάκης Ζήβας και ο πρόεδρος Γιάννης Σμυρλής έχουν δώσει την ψυχή και το σώμα τους και θεωρώ ότι η επιβράβευση και το ευχαριστώ που μπορούμε εμείς να τους δώσουμε είναι να συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε και να τους κάνουμε περήφανους».

Έχεις περάσει από αρκετές ομάδες, ποιά ήταν η πιο σημαντική σου στιγμή και τι ήταν αυτό που σε ώθησε να εξελιχθείς;


«Πιστεύω ότι ο Φιλαθλητικός ήταν ένας σταθμός ορόσημο για μένα μιας και με βοήθησε ο προπονητής να αναπτύξω πολλές πτυχές του παιχνιδιού μου και τις αρετές μου μέσα στο παρκέ. Η πιο κρίσιμη στιγμή ήταν όταν δεν ανεβήκαμε από την Α2 στην Α1 σε εκείνο το ματς με την Κηφισιά. Μπορεί να στεναχωρηθήκαμε πάρα πολύ, αλλά μας ώθησε και μας έδωσε δύναμη να κάνουμε κάτι καλύτερο και να βγούμε πιο δυνατοί ως άνθρωποι, αλλά και ως αθλητές. Προσωπικά εκείνο το καλοκαίρι ήρθε η μεταγραφή μου στον Πανιώνιο και ήταν για μένα κορυφαία στιγμή διότι μπήκα στην Α1. Από κει και πέρα γράφω την πορεία μου και η περσινή χρονιά με τον Προμηθέα ήταν η καλύτερη της καριέρας μου».

Θεωρείς λοιπόν ότι ένας αθλητής μπορεί να απογειωθεί μετά από μια ήττα ή από μια δυσκολία, να βρει το κίνητρο για το κάτι παραπάνω;

«Σίγουρα! Οι καταστάσεις αυτές σε κάνουν πιο δυνατό, σε ωριμάζουν καταρχήν ως άνθρωπο και στη συνέχεια μπασκετικά. Όμως το κίνητρο πρέπει να το βρει ο καθένας μέσα του. Θεωρώ ότι οι αναποδιές που πέρασα ήταν για μένα ένα πολύ γερό χαστούκι, αλλά από την άλλη είχα πει και τότε ότι ο καθένας κρίνεται από τις επιλογές του και από την επιμονή του. Μετά την αποχώρηση μου από τον ΠΑΟΚ, βρήκα τη δύναμη και έκανα μια πολύ καλή σεζόν με τον Κολοσσό και θεωρώ ότι από τότε πως κάθε χρόνο βελτιώνομαι και δείχνω ότι μπορώ να ανταπεξέλθω σε αυτό το επίπεδο. Είμαι πλέον αρκετά πιο δυνατός και έτοιμος από τότε που ήμουν στον ΠΑΟΚ».


Όταν ξεκινούσε πέρυσι η σεζόν με τον Προμηθέα, σκοπεύατε να φτάσετε τόσο ψηλά ή ήταν κάτι που ήρθε στην πορεία;

«Μην γελιόμαστε! Δεν το περιμέναμε ούτε εμείς οι ίδιοι να πάμε τόσο μακριά. Στόχος μας ήταν να μπούμε στα πλέι - οφ και να είμαστε στις 8 καλύτερες ομάδες στην Ελλάδα. Από κει και πέρα τρώγοντας ανοίγει η όρεξη. Αρχίσαμε να κερδίζουμε το ένα παιχνίδι μετά το άλλο, να κάνουμε πολύ καλές εμφανίσεις ακόμα και με απουσίες από το ρόστερ, είχαμε πάθος αγάπη και αφοσίωση και έτσι φτάσαμε να είμαστε τρίτοι στην κανονική διάρκεια του πρωταθλήματος με ρεκόρ το οποίο μόνο ο Κολοσσός είχε μέχρι τώρα κάνει από επαρχιακές ομάδες. Δώσαμε τα πάντα στο δεύτερο ματς του ημιτελικού με τον Ολυμπιακό, αλλά ηττηθήκαμε με έναν πόντο, μετά οι τραυματισμοί μας λύγισαν και έτσι χάσαμε τη σειρά με τον ΠΑΟΚ με 3-0. Θεωρώ ότι δίκαια ήρθαμε τέταρτοι, κάτι το οποίο φυσικά συνιστά μεγάλο κατόρθωμα».

Πέρυσι είδαμε ομάδες όπως το Λαύριο και ο Προμηθέας να πρωταγωνιστούν και να γίνονται ιδιαίτερα ανταγωνιστικές, σε τι οφείλεται πιστεύεις αυτό;

«Ήταν αναμενόμενο να ανέβουν κάποιες ομάδες, με την λογική ότι ο Άρης είχε πέσει αγωνιστικά και αντιμετώπιζε δυσκολίες που τον λύγισαν. Βγήκε στον πρώτο γύρο μπροστά το Λαύριο το οποίο ήταν φανταστικό, με πρωταγωνιστή τους Αμερικάνους και ιδίως τον Μουρ. Στο δεύτερο γύρο πήραμε τα σκήπτρα εμείς. Συγκεκριμένα για τον Προμηθέα αυτό ήταν αποτέλεσμα της ομάδας και της μεταξύ μας συνεργασίας. Όλοι δίναμε από κάτι, ήταν μια προσπάθεια συνολική, χωρίς να είναι ένας ο πρωταγωνιστής. Σε κάθε ματς ήταν διαφορετικός ο πρώτος σκόρερ. Κάπως έτσι φτάσαμε εκεί που φτάσαμε».




Για τη σεζόν που ξεκινάει, πιστεύεις ότι θα δούμε διαφορετικά πράγματα από τους δύο αιώνιους αν αναλογιστούμε και την αλλαγή προπονητή στον Ολυμπιακό;

«Κάθε σεζόν, ειδικά στην αρχή κρύβει εκπλήξεις. Βέβαια στην περίπτωση του Ολυμπιακού με την προσθήκη του κόουτς Μπλατ στον πάγκο, θα υπάρξουν αλλαγές στο παρκέ και στη νοοτροπία. Είναι ένας προπονητής με τρομερή εμπειρία και επιτυχίες τόσο στην Ευρώπη, αλλά και στο ΝΒΑ, όπου προπόνησε μια από τις μεγαλύτερες ομάδες όπως είναι αυτή του Κλίβελαντ. Σίγουρα θα δώσει άλλη πνοή στο πρωτάθλημα. Το κακό στην Ελλάδα είναι ότι όλα κρίνονται εκ του αποτελέσματος και δεν κοιτάει ο κόσμος την ουσία. Όλα θα κριθούν λοιπόν στο γήπεδο, σημασία δεν έχει πως θα ξεκινήσεις, αλλά πως θα τελειώσεις».

Τη σεζόν που μας πέρασε, ψηφίστηκες ως ο πιο βελτιωμένος παίκτης της Α1. Τι είναι αυτό που συνεισφέρει πιο πολύ στην πρόοδο ενός παίκτη;

«Σίγουρα είναι ο συνδυασμός τριών βασικών συστατικών: του προπονητή, της ατομικής προπόνησης και της ομαδικής δουλειάς. Μεγάλο ρόλο παίζει η εμπιστοσύνη που σου έχει ο προπονητής. Στην περίπτωσή μου αυτό με βοήθησε πάρα πολύ, καθώς επίσης και η εμπιστοσύνη που μου έδειξαν οι συμπαίκτες μου κάτι που ήταν αμοιβαίο. Από 'κει και πέρα σημασία έχει το πόσο θα δουλέψεις μόνος σου. Είναι πάρα πολύ σημαντική η ατομική προπόνηση, πάντα όμως σε συνδυασμό με την ομαδική δουλειά. Σίγουρα όταν μια ομάδα πάει καλά είναι δύσκολο να μη βελτιώνεσαι και ατομικά. Η βελτίωσή μου τη σεζόν που πέρασε δεν οφείλεται καθαρά στον Χρήστο σαν Χρήστο, αλλά στον Προμηθέα ως σύνολο, γιατί χωρίς την ομάδα δεν θα είχα πάρει την τιμητική αυτή διάκριση».

Τι θεωρείς καλύτερο για έναν νέο μπασκετμπολίστα, με βάση και τη δική σου εμπειρία, μικρότερη ομάδα και μεγαλύτερος χρόνο συμμετοχής ή μεγαλύτερη ομάδα και περιορισμένος χρόνος;

«Θα μιλήσω βιωματικά. Σίγουρα καλύτερο είναι ένας νέος να στελεχώνει το ρόστερ μιας πιο μικρής ομάδας, αλλά να παίρνει χρόνο συμμετοχής, αυτό είναι άλλωστε που τον κάνει καλύτερο και τον ωριμάζει. Ξεκίνησα από τη Γ’ Εθνική και σιγά σιγά άρχισα να ανεβαίνω κατηγορία και να παίρνω χρόνο. Είναι πολύ σημαντικό ένας νέος να αγωνίζεται και να μην κάθεται στον πάγκο, γιατί μόνο έτσι βελτιώνεται κανείς. Για παράδειγμα η κίνηση του Αρσενόπουλου που από τον Ολυμπιακό πήγε στην Α2 και στο Ψυχικό ήταν για μένα εξαιρετική. Θα αγωνιστεί σε μια ζόρικη λίγκα, θα πάρει αρκετό χρόνο και έπειτα θα επιστρέψει πιο έτοιμος στην Α1. Μακάρι όλοι οι νέοι να σκέφτονταν με τον ίδιο τρόπο».

Πόσο σημαντικό ήταν για σένα που πηγαίνοντας στον Προμηθέα βρήκες μια γνώριμη φυσιογνωμία στο πρόσωπο του Γκίκα, αλλά και το αντίστροφο;

«Ο Νίκος πέρα από συμπαίκτης μου είναι και πολύ καλός μου φίλος. Είμαστε κολλητοί, τα πράγματα μεταξύ μας στο γήπεδο είναι τόσο απλά, διότι τα έχουμε βρει τόσο καλά στην παρέα. Εκείνος ήταν η αφορμή να έρθω στον Προμηθέα, με βοήθησε πάρα πολύ, μου έκανε να καταλάβω πως λειτουργεί η ομάδα και πραγματικά ο τρόπος με τον οποίο συνεργαζόμαστε δείχνει πάρα πολλά. Η φιλία που έχουμε αντικατοπτρίζεται και μέσα στο γήπεδο. Είναι για μένα ένας πολύ σημαντικός άνθρωπος και όταν συνυπάρχουμε γίνονται όμορφα πράγματα. Ο Νίκος Γκίκας αποτελεί για μένα τον πραγματικό ηγέτη αυτής της ομάδας».

Η κλήση στην Εθνική ήταν για σένα η επιβράβευση των κόπων σου;

«Σίγουρα ήταν κάτι που για να είμαι ειλικρινής δεν το περίμενα. Όταν έλαβα την κλήση και έμαθα και ότι είμαι μέσα στους παίκτες που είναι στα πλάνα του προπονητή ήταν πράγματι μια επιβράβευση των κόπων και του ιδρώτα που έχω ρίξει τόσα χρόνια. Όμως δεν ήταν επιβράβευση μόνο για μένα, αλλά και για πολλούς άλλους αθλητές. Τα παράθυρα της FIBA έδωσαν την ευκαιρία σε πολλά παιδιά να φορέσουν το εθνόσημο στο στήθος, ενώ υπό άλλες συνθήκες ίσως δεν τους δινόταν αυτή η δυνατότητα. Για παράδειγμα ο Μαργαρίτης ή ο Βασιλόπουλος, που αν δεν είχε τους τραυματισμούς δεν θα έλειπε ποτέ από την ομάδα, πήραν την ευκαιρία να αγωνιστούν και να είναι και πρωταγωνιστές. Προσωπικά ήταν η ύψιστη στιγμή της καριέρας μου και είμαι πάρα πολύ ευγνώμων γι’ αυτό.

Από δω και πέρα ποιοι είναι οι στόχοι σου;

«Θέλω να κάνω μια ακόμα πιο πολύ καλή δεύτερη σεζόν με τον Προμηθέα. Μια ομάδα που με σέβεται, κάτι που για μένα είναι σημαντικό αλλά και αμοιβαίο. Εκτιμάμε ο ένας τον άλλον. Η αγάπη που εισπράττω από τον κόσμο της Πάτρας είναι κάτι πολύ όμορφο. Θεωρώ ότι έχω τις πλέον κατάλληλες συνθήκες εργασίας και περνάω υπέροχα. Οι άνθρωποι είναι δίπλα μου και θα κάνω τα πάντα ώστε να βελτιώνομαι διαρκώς. Νιώθω ότι έχω ακόμα πολλά να δείξω, όσα χρόνια με κρατάνε τα πόδια μου δεν θα σταματήσω να μάχομαι και να δουλεύω. Στόχος να βοηθήσω τον Προμηθέα να κερδίζει και να φτάνει πάντα ψηλά».

Σε μια πιο κλειστή κοινωνία σε σχέση με την Αθήνα, όπως είναι αυτή της Πάτρας η κριτική στην ομάδα και στους παίκτες είναι πιο έντονη; Νιώθεις βάρος απέναντι στην τοπική κοινότητα;


«Με την καλή πορεία που είχαμε πέρυσι γεννήθηκαν περισσότερες απαιτήσεις από τον κόσμο. Η φετινή χρονιά θα είναι πιο δύσκολη και απαιτητική διότι δεν θέλουμε να απογοητεύσουμε τους φίλους της ομάδας, αλλά και τους ίδιους μας τους εαυτούς. Δεν ξέρω αν η κριτική είναι έντονη, διότι η χρονιά που πέρασε ήταν τόσο καλή που δεν υπήρχε λόγος να μας ασκήσουν αρνητική κριτική. Μπορώ να πω όμως ότι η χαρά του κόσμου ήταν απερίγραπτη».

Κρήτη, Θεσσαλονίκη, Αθήνα, Ρόδος, Πάτρα. Έχεις πάει σχεδόν παντού στην Ελλάδα. Πού ήταν για σένα καλύτερη η ζωή; Η προοπτική του εξωτερικού θα σε ενδιέφερε;

«Η προοπτική του εξωτερικού φυσικά και με ενδιαφέρει, είχα άλλωστε στο παρελθόν πρόταση, αλλά προτίμησα να παραμείνω στον Προμηθέα που ένιωθα πάρα πολύ καλά. Κάποια στιγμή θα ήθελα να το δοκιμάσω, εφόσον όμως πληροί τα θέλω μου. Από 'κει και πέρα έχω περάσει παντού καλά. Η Κρήτη είναι η πατρίδα μου, ο τόπος μου και την λατρεύω. Κάθε φορά που την επισκέπτομαι αγαλλιάζω. Στη Θεσσαλονίκη πέρασα μια πολύ όμορφη σεζόν, τόσο με την ομάδα, όσο και προσωπικά, έζησα πράγματα που με ωρίμασαν. Την Αθήνα πλέον την έχω μάθει πολύ καλά. Στη Ρόδο πέρασα και εκεί δυο ωραία χρόνια που θα τα θυμάμαι για πάντα, διότι εκεί βρήκα ξανά τον εαυτό μου. Τώρα πια στην Πάτρα είμαι ευτυχισμένος. Η αλήθεια είναι ότι γενικότερα σαν άνθρωπος μου αρέσει από κάθε τι να κρατάω μόνο τις όμορφες στιγμές και να πορεύομαι με αυτές».


Φτιάξε μας την ιδανική πεντάδα με την οποία θα κερδίζατε το ελληνικό πρωτάθλημα και ποιόν προπονητή θα διάλεγες.

«Θα διάλεγα φυσικά τον Γκίκα, τον Λαρεντζάκη, τον Βασιλόπουλο, τον Θανάση Αντετοκούνμπο και τον Μαργαρίτη. Όσο για τη θέση του προπονητή θα επέλεγα τον Γιατρά. Είμαι σίγουρος ότι έτσι πάμε για πρωτάθλημα»!!


Οι γονείς σου στην αρχή ήταν λίγο αντίθετοι με το μπάσκετ, πλέον μετά τα όσα έχεις καταφέρει έρχονται στα γήπεδα;


«Η μητέρα μου μαζί με τον αδελφό μου είναι οι πιο φανατικοί μου οπαδοί, δεν χάνουν αγώνα, ειδικά η μαμά μου. Ο πατέρας μου αγχώνεται και προτιμάει να τα βλέπει από το σπίτι εκτός από τις φορές που παίζω στο Ρέθυμνο που έρχεται στο γήπεδο, αλλά πάντα είναι επιφυλακτικός. Όπως και να έχει τους ευχαριστώ για όλα, διότι με στηρίζουν και με βοηθούν όσο μπορούν. Το γεγονός αυτό με κάνει χαρούμενο και μου δίνει κουράγιο, είναι κάτι πολύ σημαντικό για μένα».

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube