Αν εξετάσει κανείς τον τρόπο που «πλασάρουν» το δικό τους «προϊόν» -το ποδοσφαιρικό θέαμα κάθε Κυριακή στα ελληνικά γήπεδα- δύσκολα θα πει ότι η «διαφήμιση» είναι το φόρτε τους. Τα κατορθώματα και η απόδοση τους, στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, έχουν την ίδια «προωθητική» δύναμη για το «προϊόν», με αυτή που θα είχε η Ελένη Λουκά αν διαφήμιζε kinky εσώρουχα.
Παρόλα αυτά, η μετάβαση των Ελλήνων ποδοσφαιριστών από τα… γρασίδια στο γυαλί, προκειμένου να διαφημίσουν διάφορα προϊόντα, μας έχει χαρίσει ορισμένες αξέχαστες στιγμές. «Μακελειά» στα σούπερ μάρκετ δε μπορεί να διαπιστωθεί αν προκάλεσαν, αλλά οι διαφημίσεις με πρωταγωνιστές τους κυριακάτικους μας ήρωες σίγουρα μας προκάλεσαν χαμόγελα.
Θα θεωρούνταν τουλάχιστον βλασφημία, το να ασχοληθεί κανείς με διαφημίσεις, όπου συμμετείχαν Έλληνες ποδοσφαιριστές, και να μην ξεκινήσει με αυτή του Νίκου Αναστόπουλου. Κι εμείς όλα τα κακά του Θεού τα ‘χουμε, αλλά βλάσφημοι δεν είμαστε… Πρωτοπόρος, λοιπόν (και σε αυτό το θέμα) ο «αλενατόρε», αποτέλεσε το λόγο που τα σαπούνια έγιναν για μια περίοδο στην Ελλάδα πιο δημοφιλή, απ’ ότι θα ήταν σε φυλακή με gay κρατούμενους.
Η εικόνα του «Αναστό» να τρέχει, να μοχθεί και να παλεύει στο γήπεδο και έπειτα να τρίβει με ευχαρίστηση και βλέμμα οργασμικής ικανοποίησης την πλούσια κόμη της μασχάλης του με το σαπούνι που μας πρότεινε, έχει περάσει μια για πάντα στην καρδιά κάθε λάτρη των cult καταστάσεων. Το -δεμένο στο σβέρκο- χαμόγελο του, που ούτε καν το υπερφυέστατο μουστάκι του έφτανε για να το καλύψει, πώς να αφήσει αμφιβολίες έπειτα για το αν έμεινε ευχαριστημένος από το… καθαριστικόν;;;
Κινούμενοι, όμως, πάντα, στο ίδιο πλαίσιο… τεστοστερονάτων διαφημίσεων, ασφαλώς και δε θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε και σε αυτή, με πρωταγωνιστή τον αρχηγό τότε της εθνικής μας ομάδας, Θοδωρή Ζαγοράκη. Το σκηνικό διαδραματίζεται σε χωριό κοντά στα Γιάννενα, όπου παππούς ιδιοκτήτης καφενείου, θέλοντας να ειδοποιήσει θαμώνα του… καταστήματος ότι τον θέλουν στο τηλέφωνο, αρχίζει να φωνάζει «σε ζηντάν, σε ζηντάν». Εκείνη την ώρα μπαίνει στο μαγαζί με το επίμαχο εμφιαλωμένο νερό ο «κάπτεν» της εθνικής και αφού διευκρινίζει με… αλανιάρικο βλέμμα ότι «Ζαγοράκης, μπάρμπα, Ζαγοράκης», βλέπει τον παππού ατάραχο να του εξηγεί πως το νεράκι είναι που όλοι το «ζηντάν».
Αν σκοπός της συγκεκριμένης διαφήμισης ήταν να δημιουργήσει σύγχυση τέτοια στο μυαλό για να μπορέσεις να καταλάβεις το νόημα της, που να χρειάζεσαι οπωσδήποτε ένα μπουκαλάκι νερό, αντικειμενικά πέτυχε το σκοπό της. Ok, έγινε παρεξήγηση μεταξύ του μπάρμπα και του «Ζαγορ», δεν κατάφεραν να συνεννοηθούν, αλλά το τι εννοούσε ο ένας και τι ο άλλος πρέπει να το ξέρουν μόνο οι σκερτσόζοι δημιουργοί του σποτ. Παρόλα αυτά, βέβαια, το νεράκι πούλησε σαν τρελό. Μόνο οι -ξαναμμένες από τα κατορθώματα του αρχηγού στο Euro- κυρίες να πήραν από ένα, έφτανε…
Επίσης χαρακτηριστική, όμως -και μάλλον απρόσμενη ως προς τον πρωταγωνιστή της- ήταν η διαφήμιση γνωστής πορτοκαλάδας, από το Νίκο Λυμπερόπουλο. Σε αυτή, ο διεθνής επιθετικός παρακολουθεί κάποια παιδάκια που παίζουν μπάλα και όταν εκείνα τον προσέχουν και του ζητούν επιτακτικά ένα αυτόγραφο, αυτός ανακαλύπτει ότι δεν έχει πάνω του χαρτί. Πολύ κακή εξέλιξη αν είσαι σε τουαλέτα, αλλά και με καμιά εικοσιπενταριά σκασμένα γύρω σου να χοροπηδούν περιμένοντας να υπογράψεις σε κάτι, δεν είναι και ό, τι καλύτερο. Τη λύση τελικά δίνει το μπουκαλάκι της πορτοκαλάδας, πάνω στο οποίο υπογράφει, υπενθυμίζοντας ταυτόχρονα με νόημα και καλαματιανή προφορά τεσσάρων τουλάχιστον λάμδα πως «υπάρχουν κι αλλού πορτοκαλλλλιές».
Στην περίπτωση, δε, του Αντώνη Νικοπολίδη, που διαφήμιζε κουφώματα παίζοντας μπάλα με το γιο του μέσα στο σπίτι και σε κάποιο σουτ δεν κατάφερε να αποκρούσει, με αποτέλεσμα η μπάλα να δοκιμάσει την ανθεκτικότητα της πόρτας, δεν έχουμε να κάνουμε με κάποια ιδιαίτερα έξυπνη ή… σκαμπρόζικη διαφήμιση. Ωστόσο, αυτή μπορεί -και πρέπει- να μείνει στην ιστορία, απλά και μόνο επειδή προκάλεσε τη φοβερή διαπίστωση του Γιώργου Γεωργίου πως «εδώ τα τρώει από το γιο του στη διαφήμιση, δε θα τα φάει στον αγώνα;;;»
Γιώργος Μαραθιανός