Είναι καιρός τώρα που το έχω πάρει απόφαση. Ζούμε στην εποχή και τον τόπο της διαστρέβλωσης. Οι «αρχαίοι ημών πρόγονοι» φαίνεται ότι τα κατάφεραν σε όλα καλά, εκτός από ένα πράγμα, τους απογόνους τους. Πραγματικά, εμείς οι νεοέλληνες μοιάζουμε να έχουμε ένα εξαιρετικό ταλέντο, μάλλον το κληρονομήσαμε από τον Πέρση βασιλιά Μίδα που ότι έπιανε το έκανε χρυσάφι. Κάτι η επιμειξία κατά τους Περσικούς πολέμους, κάτι τα χρόνια που πέρασαν και το γονίδιο έφτασε σε εμάς ψιλομεταλλαγμένο. Ότι και να αγγίξουμε το κάνουμε σκατά…
Γράφει ο Νικόλας Ακτύπης. Είσοδος μόνο για εμπόρους.
Όταν ο Πάουλο Κοέλο ή Κοέλιο στις περιοχές γύρω από το Ρίο (όχι αυτό που είναι απέναντι από το Αντίρριο αγαπητέ, το άλλο το «χωριό» του Ζίκο στη Βραζιλία λέμε) έγραφε τον «Αλχημιστή», μπορεί και να μην είχε ιδέα για τα προβλήματα που δημιουργούσε στο σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό. Η κεντρική φράση του βιβλίου, το «όταν θέλεις κάτι πάρα πολύ, το σύμπαν συνωμοτεί για να το πετύχεις», άρχισε να εμφανίζεται στο λεξιλόγιό μας με τη συχνότητα του «μαλάκας». Ξαφνικά γίναμε όλοι υπεράνθρωποι που μπορούσαμε να καταφέρουμε τα πάντα, αρκεί να το θέλαμε πάρα πάρα πάρα πάααααρα πολύ και οι σκοτεινές και φωτεινές δυνάμεις θα τα έκαναν τάτσι-μίτσι-κότσι για πάρτη μας. Στην Ελλάδα μας αρέσει ιδιαίτερα μια συγκεκριμένη παραλλαγή που ακούει στο όνομα «όταν θέλεις να γίνεις τραγουδιστής ή γενικά να βγεις στο γυαλί, όλα τα τηλε-ριάλιτι συνωμοτούν για να το καταφέρεις». Μα αφού κοπέλα μου ΔΕΝ έχεις φωνή, γιατί ανακατεύεις θεούς, διαόλους και τον Κοέλο. Αν έκανες για αυτή τη δουλειά, αντί να θαυμάζουμε τις φωνητικές σου χορδές, δεν θα τρέχαμε ως κυνηγημένοι από φονικές ορδές.
Είπαμε, μας νοιάζει περισσότερο αυτό που φαίνεται, όχι αυτό που υπάρχει. Μια άλλη φράση που μου αρέσει πολύ και δεν την έχει πει ο Πάουλο, αλλά ο θυμόσοφος λαός είναι το «όπου γάμος και χαρά η Βασίλω πρώτη». Το 2006 ο αγαπημένος Τιμ Ρόμπινς έκανε μια θεατρική μεταφορά του «1984» του Όργουελ. Ήρθε για τρεις παραστάσεις στην Ελλάδα και θυμάμαι τον πανικό μου όταν το έμαθα για να βρω εισιτήρια. Κατά τη διάρκεια της παράστασης, τα δύο κορίτσια που κάθονταν δίπλα μας δεν έβαλαν γλώσσα στο στόμα. Εντάξει ρε φίλε, μιλάμε για ένα έργο πολύ μπροστά από την εποχή του, που μας άλλαξε τον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα, δεν είναι κακό να συζητάς για την άποψη του σκηνοθέτη πάνω στο βιβλίο. Αμ δε! Στο διάλειμμα ήρθε η φρικτή αποκάλυψη. Οι δύο ξανθιές ζήτησαν ποπ κορν και αφού έπαιξαν με το καλαμάκι του αναψυκτικού τύπου κόλα, αποκαλύφθηκαν. «Βαριέμαι», είπε η μία. «Όχι ρε συ τι λες, δεν είδες τον πρωταγωνιστή; Καλά, μιλάμε έπαθα, φοβερός, αλλά να σε ρωτήσω κάτι; Έχεις καταλάβει τι παίζει στο έργο;»
Φαντάζομαι ότι τα κορίτσια μόλις έπεσε η αυλαία θα έτρεξαν να συνεχίσουν την πολιτιστική τους αναζήτηση σε κάποιο «μαγαζί» στην Πειραιώς ή στη Συγγρού που ευδοκιμούν τραγουδιστές με δισύλλαβα ονόματα και ακατανόητα ανατολίτικου τύπου ποπ σκυλάδικα. Βέβαια, δεν φταίει πάντα η μεσαία τάξη, ο κεντρώος χώρος και οι λοιποί συγγενείς για τη λάμψη της κάθε «χρυσής μετριότητας». Όχι φίλε μου, συμβαίνει και στις καλύτερες ή τις πλουσιότερες οικογένειες.
Αν θυμάμαι καλά, την πρωταπριλιά του 2009 μίλησε στο Μέγαρο Μουσικής ο Ίρβιν Γιάλομ, ομότιμος καθηγητής Ψυχιατρικής στο πανεπιστήμιο του Στάνφορντ. Ο εν λόγω κύριος προσπάθησε γράφοντας βιβλία όπως το «Όταν έκλαψε ο Νίτσε», «Στο ντιβάνι», «Η θεραπεία του Σοπενάουερ» και άλλα, να απευθυνθεί στην ψυχοθεραπευτική κοινότητα και παρέδωσε τελικά ένα απλοποιημένο φιλοσοφικό έργο. Έτσι ήρθαμε όλοι πιο κοντά στην ψυχανάλυση και πολλοί, περίπου 4.000, σχημάτισαν ουρές στη Βασιλίσσης Σοφίας εκείνη την ημέρα για να τον ακούσουν, παρουσιάζοντας συμπεριφορά όχλου πριν από ροκ συναυλία. Η μαζική υστερία που καλλιεργήθηκε από τα κανάλια, είχε σαν αποτέλεσμα να βρεθεί κοντά ένα ετερόκλητο πλήθος από επιστήμονες, θαυμαστές του έργου του, φοιτητές, αλλά και ανθρώπους που αναφωνούσαν «μου αρέσει πολύ ο Γιάλομ, τρελαίνομαι!», χωρίς να καταλαβαίνεις αν συζητούσαν για τον Λεονάρντο ντι Κάπριο, μοντελάκι σχεδιασμένο από τον Βασίλειο Κωστέτσο (του ευχόμαστε περαστικά και καλή ανάρρωση από την άνανδρη επίθεση που δέχτηκε την πρωτοχρονιά) ή για παστουρμά από πλάτη καμήλας. Όλα τα λεφτά ήταν ο διάλογος δύο κυριών, ντυμένων όσο το δυνατόν πιο ακριβά και κακόγουστα, που αποδείκνυε ότι ίσως ήρθαμε ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ ΚΟΝΤΑ, ως έθνος, στην απλουστευμένη ψυχανάλυση
«Θα μιλήσει στην αίθουσα Δημήτρη Μητροπάνου;». Σιγά μην είναι και η αίθουσα Τάσου Μητρόπουλου κυρά μου.
«Όχι καλέ, στην αίθουσα Φίλων της Μουσικής. Εμένα άλλο με απασχολεί. Αν στο τέλος δώσει αυτόγραφα δεν έχω τίποτα για να μου υπογράψει».
Η φίλη της την καθησύχασε.
«Μην ανησυχείς, έχω στην τσάντα μου, την αγόρασα χθες, έκτακτη εεε; Gucci παιδί μου! Τέλος πάντων, έχω μαζί μου ένα αντίγραφο του ''Όταν έκλαψε η ΝΙΤΣΑ''. Και αυτό χθες το αγόρασα…»
Συγγνώμη, έγραψα πριν πιω καφεδάκι και μου βγήκε μια μικρή νευρικότητα.
Στείλε κι εσύ την καταγγελία σου (με ολόσωμη φωτό) στο: nikolas_aktipis@yahoo.gr