Του Χρήστου Σωτηρακόπουλου
Σπάνια επηρεάζομαι από την εικόνα των φιλικών παιχνιδιών, ωστόσο παρακολουθώντας τη νίκη της Ολλανδίας επί της Γκάνας με 4-1 δεν κρύβω πως επηρεάστηκα και δεν αποκλείω να πάνε μακριά στη Νότιο Αφρική. Οι «οράνιε» διαθέτουν εξαιρετικό κορμό και επίσης τα βασικά τους ατού τελείωσαν τη σεζόν σε καλή κατάσταση. Τους βοηθά και η τακτική εξοικείωση που έχουν, μια και δεν υπάρχει άλλη ευρωπαϊκή χώρα με ποδοσφαιριστές ικανούς να αγωνιστούν σε τόσες διαφορετικές θέσεις και να καταλαβαίνουν τόσο εξαιρετικά τις αγωνιστικές ανάγκες του μοντέρνου ποδοσφαίρου.
Πάντα ήταν ποδοσφαιρικά επαναστατικοί, με άποψη και σύστημα, παρ' ότι μιλάμε για μια χώρα μόλις 16 εκατομμυρίων κατοίκων! Μιλάμε για τη χώρα που άλλαξε για πάντα τη σχέση του χώρου με το ποδόσφαιρο στα τέλη της δεκαετίας του '60, με τον Ρίνους Μίχελς στον Αγιαξ και τον Ερνστ Χάπελ στη Φέγενορντ να κατακτούν τέσσερα σερί Κύπελλα Πρωταθλητριών χρησιμοποιώντας τους παίκτες για να αυξομειώνουν τις διαστάσεις του αγωνιστικού χώρου, όπως πολύ εύστοχα και παραστατικά είχε σημειώσει στο βιβλίο «Brilliant Orange» ο David Winner.
Το 4-3-3 που οι δύο αυτοί χαρισματικοί προπονητές εφάρμοσαν στους ολλανδικούς συλλόγους δεν ήταν κάτι που πρωτοεμφανιζόταν. Το είχε χρησιμοποιήσει η Βραζιλία του Αϊμορέ Μορέιρα (μετέπειτα προπονητή του Παναθηναϊκού, το 1975), όταν διπλασίασε τις επιτυχίες της το 1962 στη Χιλή, αλλά εκεί όλοι οι παίκτες κρατούσαν ευλαβικά τα πόστα τους. Η επανάσταση των Ολλανδών είχε να κάνει με την κατάργηση των θέσεων, σε ένα 4-3-3 που γινόταν και 4-4-2 αλλά και 4-5-1 χωρίς επί της ουσίας να υπάρχει στα χαρτιά αυτή η διατύπωση!
Το 1974, με προπονητή τον Ρίνους Μίχελς και δίπλα του τον άνθρωπο που είχε οδηγήσει την Ολλανδία ως πρώτος τεχνικός στα προκριματικά, οι «οράνιε» παρουσίασαν έναν πολύ καινούργιο τρόπο παιχνιδιού, που οι ακραίοι μπακ Σουρμπίρ και Κρολ έβγαιναν συχνά μπροστά, ο Ρισμπέργκεν και ο πολυτάλαντος Αρι Χάαν ξεκινούσαν τις επιθέσεις από πίσω, ενώ ο Νέεσκενς ήταν ο πρώτος αληθινά μοντέρνος αμυντικός χαφ, έχοντας δίπλα του τον «νεροκουβαλητή» Βιμ Γιάνσεν και σε ελεύθερο ρόλο τον αριστεροπόδαρο Βιμ φαν Χάνεγκεμ (έναν διορατικό παίκτη που στη Φέγενορντ ο Χάπελ χρησιμοποιούσε ως «δεκάρι»).
Ο Γιόχαν Κρόιφ έπαιζε πότε δεξιά, πότε αριστερά, μπερδεύοντας όποιες ομάδες χρησιμοποιούσαν το μαν του μαν, ο Τζόνι Ρεπ στην κορυφή αποτελούσε την επιτομή του μοντέρνου κυνηγού, με κινήσεις που παρέπεμπαν μια δεκαετία μπροστά, και αριστερά ήταν ο απίθανος Ρόμπι Ρέζενμπρινκ, παίκτης ίδιας πάστας με τον Κρόιφ, που του έλειπε μονάχα η αυτοπεποίθηση.
Το 1978, με τον Ερνστ Χάπελ πια στον πάγκο, η Ολλανδία απέδειξε πόσο εύκολα οι σταρ της υποτάσσονταν στην τακτική, αφού έλειπαν ο Κρόιφ και ο Φαν Χάνεγκεμ (δυσαναπλήρωτα κενά για οποιαδήποτε άλλη ομάδα), αλλά ο πανούργος Αυστριακός τεχνικός κάλυψε τα κενά με την προώθηση του Χάαν στα χαφ, την επιλογή του Κρολ ως δεύτερου κεντρικού αμυντικού, τη μετατόπιση του Γιάνσεν σε δεξί μπακ επειδή χτύπησε ο Σουρμπίρ και με τον Ρέζενμπρινκ σε ελεύθερο ρόλο ως αντι- Κρόιφ.
Επίσης, βρήκε στο πρόσωπο του Μπραντς έναν δεύτερο κεντρικό αμυντικό με δυνατά σουτ και ικανότητα να φτιάχνει παιχνίδι, όπως ο Χάαν το 1974, και τοποθέτησε ως δεύτερο κυνηγό δίπλα στον Ρεπ τον Βίλι φαν ντε Κέρκοφ. Μπορεί να έχασαν και τους δύο τελικούς των 70s απέναντι στους γηπεδούχους Γερμανούς και τους Αργεντινούς, αλλά το ποδόσφαιρο που έπαιξαν παραμένει αξιομνημόνευτο.
Το 1988, πάλι με τον Μίχελς στον πάγκο, κατάφεραν να πάρουν το μοναδικό τους τρόπαιο έως τώρα, με την παρουσία του Μάρκο φαν Μπάστεν στην κορυφή, του Γκούλιτ και σε ελεύθερο ρόλο τον Φάνενμπουργκ και τον Μιούρεν να κάνουν παιχνίδι, αλλά να ξεκινούν όλα από πίσω από τον Ράικαρντ και τον Κούμαν.
Η τωρινή Ολλανδία μπορεί να μην έχει κάποια τόσο έντονη προσωπικότητα όπως ο Κρόιφ ή ο Φαν Μπάστεν, αλλά ο Σνάιντερ σε ελεύθερο ρόλο θα χωρούσε ακόμα και στη «χρυσή» ομάδα της δεκαετίας του '70. Ο Κάουτ στα πλάγια δεν γεμίζει το μάτι, αλλά ο Μίχελς και ο Χάπελ θα εκτιμούσαν αφάνταστα πως πρεσάρει ασταμάτητα τον όποιο αμυντικό πάει να κατεβάσει μπάλα, χωρίς να ξεχνά ταυτόχρονα να σκοράρει, όπως με την Γκάνα. Ο Μπερτ φαν Μάαρβαϊκ είναι θαυμαστής της Μπαρτσελόνα και δεν το κρύβει, λέγοντας πως οι Καταλανοί παίζουν το ποδόσφαιρο που θα ήθελε να δει από την ομάδα του.
Ξέρει πως δεν γίνεται εύκολα, αλλά το προσπαθεί με ένα ανορθόδοξο 4-3-3, το οποίο κάποιος θα «διάβαζε» προχθές και ως 4-2-3-1. Εύκολα, όμως, λόγω της ποιότητας και της ευελιξίας των παικτών που έχει γίνεται 4-2-4 ή 4-1-2-3, επειδή ο Ρόμπεν και ο Ελία στα άκρα έχουν την άνεση να αλλάζουν πλευρές και να μετατρέπουν όλα τα σχήματα σαν πλαστελίνη! Ο Ρόμπι φαν Πέρσι στην κορυφή μοιάζει ως η αυτόματη επιλογή, αφού ο Φαν Νιστελρόι δεν έπεισε τον προπονητή του να τον πάρει στην αποστολή, ενώ ο Ράφαελ φαν ντερ Φάαρτ ίσως ξεκινήσει μαζί με τον Σνάιντερ σε κάποια ματς, αλλά θα είναι μάλλον ένα κρυφό όπλο από τον πάγκο. Ο Φαν Μπόμελ παραμένει η δύναμη στα χαφ, αλλά δεν είμαι τόσο σίγουρος αν ο Ματάισεν και ο Φαν Μπρόνκχορστ είναι πια για τόσο υψηλό επίπεδο.
Ο Γιόχαν Κρόιφ είχε μιλήσει πρώτος για την αλαζονεία που βγάζουν οι Ολλανδοί μέσα στο παιχνίδι. Ο Φαν Μάαρβαϊικ ξέρει πως αν τη χρησιμοποιήσει δημιουργικά, η ομάδα του μπορεί να νικήσει τον οποιονδήποτε. «Είμαστε πάρα πολύ καλοί στην καλή μας μέρα, αλλά πάντα ικανοί να τα γκρεμίσουμε όλα σε μια στιγμή», πιστεύει και αυτό παραμένει ιστορικά το μεγαλύτερο αγκάθι για τους «οράνιε». Σε αυτό το Μουντιάλ, πάντως, με βατό όμιλο για να βγουν πρώτοι και με καλό ζευγάρωμα (Παραγουάη ή Σλοβακία) στους «16», είναι ικανοί να φτάσουν στην τετράδα. Και μετά ποιος ξέρει;