Σε μια χώρα όπου παραδοσιακά -άγνωστο γιατί- όλοι έχουν βαρύνουσα άποψη για τα πάντα είναι μάταιο να ψάχνει κανείς να βρει που ξεκινάει η αδιαμφισβήτητη κατάρτιση του ενός και που σταματάει η εγωιστική φαντασιοπληξία του άλλου. Το σύνδρομο αυτό της «ξερολίασης», όμως, έχει ως βασικό χαρακτηριστικό ότι λειτουργεί περισσότερο ως μηχανισμός επίθεσης, παρά ως «μηχανισμός άμυνας» (η επίκληση του δεύτερου λειτουργεί άλλωστε εδώ και χρόνια ως ξόρκι υπέρ του συνειδησιακού ησυχασμού).

Ο συμπεριφορικός αυτός μηχανισμός επιτίθεται κατά ριπάς και ανελέητα σε όποια κουβέντα εισέρχεται στο πεδίο δράσης του με πολλά ντεσιμπέλ (για να επιτύχει εξαρχής την ηχητική κυριαρχία στο χώρο), καταιγισμό σχολίων και «πληροφοριών» συνοδευόμενα από πομφόλυγες τύπου «εγώ ξέρω γιατί έχω έναν φίλο μπασμένο στα κόλπα και μου τα ‘πε χαρτί και καλαμάρι» ή «ένας γνωστός της γυναίκας μου, ταξιτζής, τον πήγε στο ραντεβού με τον άλλο και περίμενε μέχρι να τελειώσουν τη “δουλειά” τους, ναι ρε, όπως σε βλέπω και με βλέπεις» ή ακόμα «έλα μωρέ, λες και δεν ξέρουμε τι παίζεται από πίσω...», πρακτική η οποία δημιουργεί τον εκρηκτικό συνδυασμό κακεντρεχούς κουτσομπολιού και αποσπασματικής συνωμοσιολογίας, από τον οποίον είναι πρακτικά αδύνατο να διαφύγεις.

Βέβαια το απλό κουτσομπολιό δεν έχει τόσο πολύπλοκα υλικά. Για παράδειγμα, αυτό στο κομμωτήριο της γειτονιάς περιορίζεται στα της γειτονιάς, άντε να φτάνει μέχρι τον διπλανό μαχαλά, αυτό του καφενείου «ανεβαίνει επίπεδο» λόγω των πιο εκτεταμένων ενασχολήσεων των συμμετεχόντων. Μέχρι εκεί τα πράγματα είναι σχετικά ακίνδυνα. Όταν όμως φτάσουμε στο πεδίο του δημοσίως εκπεμπόμενου -σε ευρεία κλίμακα- κουτσομπολιού, οι όροι αλλάζουν. Μπορεί να φαίνεται παντελώς ηλίθιο ή κενό νοήματος σε αρκετούς από εσάς που τώρα διαβάζετε αυτές τις γραμμές καθώς η έξαρση του φαινομένου -πασπαλισμένη με γενναίες δόσεις ακρισίας- τα τελευταία 10-15 χρόνια έχει θρέψει/γιγαντώσει σειρά τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών εκπομπών, περιοδικά και έχει εν γένει «βοηθήσει» πάρα πολλούς ανθρώπους επανειλημμένα να ξοδέψουν «ευχάριστα» το χρόνο τους.

Αυτό, όμως, είναι ακριβώς το θέμα. Ότι δηλαδή μια (φαφλατάδικης υφής και) εγωιστική κακομάθεια έγινε «ακίνδυνο trend» που σάρωσε στο πέρασμά του αθώους και «ενόχους», και ακολούθως, με τον καιρό, έγινε κοινός τόπος. Η δε ελαφρότητα με την οποία το χειριστήκαμε είναι παροιμιώδης, πολύ απλά διότι ουδέποτε αυτού του τύπου το ανεξέλεγκτο κουτσομπολιό θεωρήθηκε «πρόβλημα που εισχωρεί στον πυρήνα του κοινωνικού ιστού σαν άρρωστο κύτταρο που αυτο-πολλαπλασιάζεται», αντιθέτως κάθε mega-κουτσομπόλης/α ένιωθε σπουδαίος και περήφανος όταν του απένειμαν τον συγκεκριμένο «τίτλο τιμής».

Το ακριβέστερο τελευταίο παράδειγμα για να περιγράφει ο βαθμός αυτής της παθογένειας -και ταυτοχρόνως η αφορμή γι’ αυτές τις σκέψεις- είναι τα δημόσια σχόλια που γράφτηκαν και ακούστηκαν σε όλο το έντυπο και ηλεκτρονικό φάσμα των ΜΜΕ (από δημοσιογράφους και αναγνώστες-ακροατές/σχολιαστές) για την περιπέτεια υγείας του Ερίκ Αμπιντάλ. Λειτουργώντας τελείως αυθαίρετα, και αντιβαίνοντας κάθε έννοια ηθικής, ανθρωπιάς και δεοντολογίας, περίπου τα μισά από τα σχόλια που ακούμε και διαβάζουμε γύρω μας για το θέμα συνδέουν τον όγκο στο συκώτι του Γάλλου (σ.σ. ο οποίος αφαιρέθηκε με επιτυχία και σε λίγες μέρες αναμένονται τα αποτελέσματα της βιοψίας) με λήψη παράνομων φαρμακευτικών ουσιών. Και ιδού το παράδοξο: έχουν λόγο οι Έλληνες να εκφράζουν αυτού του είδους την κουτσομπολίστικη κακία για τη ρίζα του ευρήματος; Προφανώς όχι, εδώ ακόμα κι οι «μισητοί» αντίπαλοί τους της Ρεάλ εξέφρασαν τη συμπαράστασή τους μετά το τέλος του αγώνα με τη Λιόν. Τότε γιατί το κάνουν; Τι κερδίζουν εκτός από ένα πρόσκαιρο, άρρωστο και διεστραμμένο συναίσθημα ηδονής; Τίποτα. Τους αρκεί, ωστόσο, για να συνεχίσουν να το πράττουν; Προφανώς. Κατανοούν άραγε ότι αυτά τα, ανέξοδα κατά την κρίση τους, σχόλια σωρεύονται για να σχηματίσουν τελικά ένα «κουτί» μισανθρωπισμού ή αδυνατούν πλέον να αντιληφθούν ακόμη κι αυτό, καθότι ήδη «εγκιβωτισμένοι»;

«Σιγά τα λάχανα» ακούω από το βάθος της αίθουσας. Επιτρέψτε μου να διαφωνήσω. Το κέλυφος της «αθωότητας» του κουτσομπολιού ως «κοινωνικό αγαθό» (ή έστω ως «καθημερινή πρακτική εκτόνωσης και ψυχαγωγίας», διότι ως τέτοιο το αντιλαμβανόμαστε) έχει σπάσει. Και σε μια περίοδο κατά την οποία άπαντες θα χρειαστούμε περισσότερο από ποτέ την διαρκή ενεργοποίηση των αποθεμάτων ανθρωπιάς που διαθέτουμε, ο κεκαλυμμένος μισανθρωπισμός και η καθημερινή φθορά που επιφέρει αυτή η -εθιστική μεν, παντελώς άχρηστη πλέον δε- ενασχόληση, δεν θα μπορέσουν να συνυπάρξουν χωρίς το δεύτερο να καταβροχθίσει τις σάρκες του πρώτου για να επιβιώσει.

Γιάννης Τσαούσης

Κοπιάστε στο... fightclub@sday.gr

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube