Stoiximan

«Τον λένε Γκαμπριέλ Μπατιστούτα και ήταν ένας τεράστιος παίκτης»

Ο σπουδαίος Batigoal στιγμάτισε μια αξέχαστη εποχή για το παγκόσμιο ποδόσφαιρο. Αυτό είναι το νέο επεισόδιο του El Sobrero Stories με τους Γιάννη Τσαούση και Κώστα Βαϊμάκη

Αν ο Μάριο Κέμπες δεν τον είχε σαγηνεύσει στο Μουντιάλ του 1978, ίσως το ταλέντο του που τροφοδοτούνταν από μια τρομακτική θέληση για επιτυχία, να τον οδηγούσε τα παρκέ, στην ίδια ομάδα με τον Μαρσέλο Νικόλα, τον Ούγκο Σκονοκίνι και αργότερα τον Μάνου Τζινόμπιλι. Ίσως να ανέβαινε και ως αρχηγός στο βάθρο του ΟΑΚΑ τον Αύγουστο του 2004 για να παραλάβει το χρυσό του μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες.

Η ιστορία όμως, θα γραφόταν αλλιώς. Το προαναφερθέν καλοκαίρι, ο φαντασμαγορικός Γκαμπριέλ Μπατιστούτα, βρισκόταν και με τα δύο, ταλαιπωρημένα και άλλοτε πανίσχυρα πόδια του, στην αποστρατεία, έπειτα από μια λαμπρή, αλλά και ιδιαίτερη διαδρομή στο ποδόσφαιρο.

Από τη Νιούελς Ολντ Μπόις στη Ρίβερ Πλέιτ κι από εκεί στη Μπόκα Τζούνιορς. Σε όλες αγαπήθηκε, παρά τη fast track θητεία του σε αυτές. Ο μόνιμος δεσμός των δημοσίων ταμείων της Αργεντινής με δανειστές και προγράμματα διάσωσης, καθιστούσε ανέφικτη την παραμονή του στην πανέμορφη χώρα του τανγκό, με αποτέλεσμα το 1991, στα 22 του, να ταξιδέψει ως τη Φλωρεντία για να γίνει κάτοικός της.

Το δέσιμό του με τη Φιορεντίνα, αξεπέραστο. Μια μέση ιταλική ομάδα, κατάφερε να κρατήσει έναν τέτοιο ποδοσφαιριστή, έναν λαμπρό επιθετικό με τρομακτική δύναμη στο σουτ για πάρα πολλές σεζόν στις τάξεις της, έστω και με έναν ενδιάμεσο εκτροχιασμό στη Serie B το 1993.

Ο Μπατιστούτα, τη δεκαετία του ‘90 είναι ένας αρχοντικός φορ και οι Έλληνες φίλαθλοι το βιώνουν, όταν η Εθνική Αργεντινής διδάσκει the hard way στην Ελλάδα του Αλκέτα Παναγούλια, τι σημαίνει Μουντιάλ.

Ο “Batigoal” κάνει με την αλμπισελέστε συνεχείς προσπάθειες για ανάκτηση της Παγκόσμιας Κορυφής, αλλά εις μάτην, παρά το γεγονός πως η παραγωγή των «νέων Μαραντόνα» είναι διαρκής εκείνα τα χρόνια. Ο Μπατιστούτα, ως φορ, αποφεύγει αυτές τις συγκρίσεις που βάραιναν τους ώμους των δεκαριών, δηλαδή του Ορτέγκα, του Γκαγιάρδο, του Αιμάρ και του Ρικέλμε.

Αρνητής συνθηκολόγησης, έπαιζε συχνά με φρικτούς πόνους στα πόδια, σε αποφάσεις τις οποίες θα πλήρωνε σκληρά στην αποστρατεία του, όταν έφτασε να ικετεύει για ακρωτηριασμό των κάτω άκρων που του χάρισαν δόξα και το χρήμα. Ωστόσο, χρειάστηκε να κάνει μια. Το καλοκαίρι του 2000 αφήνει τη Φιορεντίνα και πηγαίνει σε μια Ρόμα, που διαθέτει μεγάλο ποδοσφαιρικό πλούτο στα αποδυτήριά της. Φραντσέσκο Τότι, Καφού, Βάλτερ Σάμουελ, Έμέρσον και Βιντσέντσο Μοντέλα. Μια ομαδάρα που καθοδηγείται από τον Φάμπιο Καπέλο, δίνει στον Μπατιστούτα τη χαρά να πάρει ένα μεγάλο τίτλο, το Scudetto της σεζόν 2000-01. Στο πρώτο ραντεβού με τη «Βιόλα», σκοράρει και χάνεται βουρκωμένος στην αγκαλιά του Ζεμπινά, του Ζάγκο, του Καντελά και του Τότι.

Η αλλαγή όμως του status είναι πλέον ορατή. Μοιάζει δυστοπικό σήμερα το να λες ότι κάποιος στα 33 και τα 34 του είναι σχεδόν απόμαχος, αλλά για αυτό το καθαρόαιμο από τη Santa Fe, η «αγωνιστική ευθανασία » είναι μονόδρομος.

Αυτή, θα έρθει μετά από ένα καλό εφάπαξ στη Μέση Ανατολή, το 2004. Μέχρι να αποκαθηλωθεί από τον Μέσι, ήταν ο πρώτος σκόρερ στην ιστορία της Εθνικής Αργεντινής, ενώ μέχρι σήμερα παραμένει ένας θρύλος τόσο για την πατρίδα του, όσο και για την Ιταλία.

Τη σπουδαία του διαδρομή, μπορείτε να απολαύσετε στο νέο podcast El Sombrero, στο Spotify της Stoiximan, με τον Κώστα Βαιμάκη και το Γιάννη Τσαούση.

Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.

close menu
x