Τα δύο Λάρισα-Ξάνθη, σε γήπεδα κατάμεστα από κόσμο διψασμένο, πιθανότατα δεν έφεραν στη ΝΕΤ τα νούμερα θεαματικότητας που έφεραν τα δύο ΑΕΚ-Παναθηναϊκός ή εκείνα που θα φέρουν τα δύο (εφόσον επιβεβαιωθούν απόψε) ΑΕΚ-Ολυμπιακός.
Αλλά τα ίδια Λάρισα-Ξάνθη, οι δύο ομάδες που έχουν γράψει τη μισή ιστορία του ποδοσφαίρου στην ελληνική περιφέρεια, έφεραν στο Κύπελλο κάτι πολύ πιο σημαντικό. Χάρη σ' αυτά τα ματς και μόνον, ακόμη κι αν δεν είχαν γίνει ή δεν γίνουν άλλα, ο θεσμός για εφέτος δικαιολόγησε την ουσία της ύπαρξής του.
Το Κύπελλο Ελλάδος έφτιαξε, σε ομάδες, την ιστορία που δεν θα μπορούσε να τη φτιάξει το πρωτάθλημα. Η Καστοριά έχει στο χάρτη τη δική της κουκίδα χάρη στο '80. Ο Ηρακλής, χάρη στο '76. Ο Αρης, με το '70. Η Δόξα, με τους τελικούς στα '50s. Ο Πανιώνιος, με τα τρόπαιά του.
Η ευκαιρία της Ξάνθης ήταν, είναι, τώρα. Ισως μοναδική, στη διαδρομή της. Οχι απλώς να βρει απ' το Κύπελλο το παραθυράκι προς την Ευρώπη. Οχι τόσο λίγο. Αυτό έτσι κι αλλιώς, το UEFA, κατά πάσα πιθανότητα θα το βρει απ' τη μεγάλη πόρτα του πρωταθλήματος. Εδώ, η ευκαιρία είναι να παίξει για πρώτη φορά τελικό. Και να διεκδικήσει την κούπα ως ισότιμη φιναλίστ. Μια βραδιά, τον Μάιο στην Πάτρα, θα 'ναι. Μια βραδιά
Τα δύο Λάρισα-Ξάνθη αισθάνομαι επίσης ότι ήλθαν να δικαιώσουν τη θεωρία που, σε κάθε ευκαιρία, δημοσίως υποστηρίζω. Οτι, πιο πολύ κι απ' την ποιότητα της μπάλας που παίζεται, τα ματς τα «φτιάχνει» κατ' εξοχήν το κοινό. Ακριβώς τα ίδια Λάρισα-Ξάνθη, μπροστά σε 500 βαριεστημένους θεατές και με τα φώτα νυσταγμένα, θα περνούσαν εντελώς απαρατήρητα. Στο αρχείο, μαζί με δεκάδες άλλα στις διάφορες φάσεις της διοργάνωσης. Με τους χιλιάδες ποδοσφαιρόφιλους στην κερκίδα, και στο Αλκαζάρ και στα Πηγάδια, έγιναν ό,τι πιο ενδιαφέρον θα' χουμε να κρατήσουμε για να θυμόμαστε.
Προκρίθηκε εν τέλει η Ξάνθη. Φυσιολογικά. Το εισιτήριο για τους «4» ήταν ανοιχτό ως το ενενήντα φεύγα. Επίσης, φυσιολογικά. Τις τελευταίες εβδομάδες, απ' τη μια η Ξάνθη είχε χάσει τη σειρά της, τη συγκέντρωσή της στο ποδόσφαιρο και στο στόχο, την ηρεμία της. Απ' την άλλη, η Λάρισα όλο και περισσότερο συμπεριφερόταν, από παιχνίδι σε παιχνίδι, ως εν δυνάμει ομάδα Α' Εθνικής. Επήλθε έτσι ισορροπία. Κι έγινε ντέρμπι.
Προκρίθηκε η Ξάνθη. Οχι κάτι παράξενο. Δεν βρίσκει κανείς, στο τοπίο, πολλές ομάδες με τέτοια αξιοπρόσεκτη, άρα και αξιέπαινη, μπαλάντζα. Χάρισμα-εργατικότητα. Θέαμα-αποτέλεσμα. Ελληνόπουλα-ξένοι. Μικροί-μεγαλύτεροι. Αμυντικό-επιθετικό κομμάτι. Ωριμοι-εξελισσόμενοι. Στο UEFA είχε βγει και προ ετών, με τον Καραγεωργίου τότε. Αλλά δεν ήταν τόσο καλή ομάδα, να συνδυάζει (στη λεπτή δοσολογία των ποσοστών) όλ' αυτά τα στοιχεία.
Το credit, στον (έξοχο) προπονητή. Και το credit για τον προπονητή, στην πρότυπη οργάνωση του κλαμπ. Πρότυπη, παραδειγματική, εξαιρετική. Με ένα αδύναμο κι αθεράπευτο κρίκο. Το σκουλήκι της διαιτησίας που, χρόνια τώρα, έχει μπει βαθιά στον οργανισμό του αφεντικού. Και ακόμη δεν έχει επινοηθεί η εγχείρηση που θα το αφαιρέσει. Παραείναι φτηνό, για να δίνει αυτό τον τόνο. Τον δίνει, όμως. Κι αδικεί, επειδή καπελώνει, το πρότζεκτ.
Εχει φτάσει, στη ροή της τελευταίας δεκαπενταετίας, να 'ναι το μπραντ-νέιμ της ΠΑΕ. Δηλαδή: τι είναι το πρώτο που σκέπτεται κανείς, όταν ακούει το πακέτο Ξάνθη-ποδόσφαιρο; Πανόπουλος-ανακοινώσεις. Ούτε αθλητικό κέντρο και υποδομές, ούτε εύρωστα οικονομικά και παραγωγή, ούτε Μαντζουράκης και παίκτες. Ούτε καν... αυτοκίνητα. Μονάχα διαιτησία, διαιτησία, διαιτησία. Σε βαθμό μανίας. Ψύχωσης που γίνεται, φυγείν αδύνατον, γραφικότητα.