Πρόκειται ασφαλώς για μία σύγκρουση δύο διαφορετικών ομάδων. Από τη μία ο Ολυμπιακός, ο οποίος είναι σε καλύτερη κατάσταση, έχει καλύτερο ρυθμό ως ομάδα και με τον Τζόρτζεβιτς να βρίσκεται σε εξαιρετική φόρμα (η άνοδος του «Τζόλε» είναι αυτή που ανέβασε και τον Ολυμπιακό) ασφαλώς μπορεί να δημιουργήσει ευκολότερα μέσα στον αγωνιστικό χώρο. Από την άλλη πλευρά ο Παναθηναϊκός, ο οποίος στα τελευταία ματς είναι λιγότερο παραγωγικός και δημιουργικός, αλλά ασφαλώς πιο δεμένος ως ομάδα και καλύτερος στην αμυντική λειτουργία του.
Αν τώρα ψάχναμε να βρούμε πού θα κριθεί το ντέρμπι, θα πρέπει να δώσουμε απαντήσεις σε ορισμένα ερωτήματα. Για παράδειγμα: θα μπορέσει η άμυνα του Παναθηναϊκού να περιορίσει την αριστερή πλευρά του Ολυμπιακού με Τζόρτζεβιτς και Γεωργάτο, που μπορεί να προκαλέσει μεγάλη ζημιά; Θα μπορέσει ο Μινχ να ξεπεράσει το σημαντικό διάστημα απουσίας του και να πιάσει τα γνωστά υψηλά στάνταρτ απόδοσής του; Θα παραμείνει ήρεμος ο Νικοπολίδης, παρά τη μεγάλη ψυχολογική πίεση που θα του ασκηθεί; Θα καταφέρει ο Γκονζάλες να περάσει καλές μπαλιές ή θα παίξει τόσο πίσω (δίπλα στον Μπασινά), όπως στα τελευταία ματς, με συνέπεια να εγκλωβιστεί; Θα μπορέσει ο Οκκάς ή ο Ζιοβάνι (όποιος από τους δύο παίξει) να ανταποκριθεί σε ρόλο σέντερ φορ, δεδομένου ότι κανείς από τους δύο δεν είναι τέτοιος; Ανάλογα με την απάντηση που θα πάρουν αυτά τα ερωτήματα μέσα στο γήπεδο, θα προκύψει και ο τελικός νικητής, αν τελικώς υπάρξει τέτοιος. Διότι, κατά την προσωπική μου άποψη, το ντέρμπι αυτό είναι ανοικτό σε κάθε αποτέλεσμα, αλλά το πιθανότερο είναι ότι θα είναι κλειστό αναφορικά με το σκορ του.
Ενα γκολ ίσως να είναι αρκετό για να κρίνει τον τελικό νικητή και βέβαια, όπως συμβαίνει στα περισσότερα ντέρμπι, πολύ μεγάλο ρόλο θα παίξει και το πότε και ποιος θα σκοράρει πρώτος. Τέλος, πλεονέκτημα για τον Παναθηναϊκό θα είναι η παρουσία του κόσμου του, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις (ιδίως αν κάτι δεν πάει καλά στην αρχή του ματς) αυτό το πλεονέκτημα μετατρέπεται σε μπούμερανγκ για το γηπεδούχο.