Το μεγαλύτερο όφελος από την (27η) αγωνιστική είναι ότι το αμέσως επόμενο 48ωρο, Δευτέρα-Τρίτη, η συζήτηση που κυριάρχησε ήταν η ανάλυση της ομορφιάς των γκολ. Τα είδαμε, τα χαρήκαμε, τα ξαναείδαμε, τα απολαύσαμε, τα διυλίσαμε, «τσακωθήκαμε» ποιο ήταν το καλύτερο.
Πάνω-κάτω, καταλήξαμε ότι το ωραίο δεν μπαίνει στη ζυγαριά με το άλλο ωραίο (άρα, μόνο στην μπακαλική, ίσως και στο πεδίο του λαϊκισμού, πάντως όχι στην αληθινή μπάλα, στέκουν οι εξισώσεις και τα διλήμματα τύπου πόσοι Ριβάλντο μας κάνουν έναν Γκονσάλες), το καθένα (γκολ) έχει τη χάρη του και δείχνει τα δικά του πράγματα. Το ατομικό χάρισμα ή την ομαδική κουλτούρα ή και τα δύο.
Για μένα, αφού όλοι λένε το μακρύ τους, να προσθέσω κι εγώ το κοντό μου, «νούμερο ένα» το δεύτερο από τα τρία γκολ της ΑΕΚ στο Ηράκλειο. Από την αφετηρία (στην περιοχή της ΑΕΚ) έως την κατάληξη (στα δίχτυα του ΟΦΗ). Η τελειότητα σε πολλά, διαδοχικά, βήματα που το καθένα απαιτεί και ξεχωριστό ταλέντο.
Ας είναι, δεν έχει και τόση σημασία ποιο (γκολ) προκρίνει ο καθένας. Εκείνο που έχει σημασία, και ενδιαφέρον, είναι η παρατήρηση του οξύμωρου. Το focus στην ομορφιά που παράγει το... πλήρως απαξιωμένο, για την ποιότητά του, πρωτάθλημα!
Δεν έσπευσα, ίσα ίσα καιρό τώρα απέφευγα συστηματικά τον πειρασμό, να συμμετέχω στην ισοπεδωτική επιχειρηματολογία για το επίπεδο της Α' Εθνικής, «το χειρότερο όλων των εποχών» κ.λπ., στη χρονιά που διανύουμε. Από μακριά, μου φαινόταν εύκολη αυτή η προσέγγιση, ενδεχομένως πιασάρικη στο κομμάτι του κόσμου που με το στόμα μονίμως ανοικτό καταπίνει αμάσητο οτιδήποτε του σερβίρουν, κατ' ουσίαν εντελώς αβασάνιστη.
Τούτη η αίσθηση ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο, χαζεύοντας προχθές το βράδυ (ΕΤ3, στην εκπομπή του Πετρουλάκη) καμιά εκατοστή, οι περισσότερες πράγματι, γκολάρες που αυτό το... κάκιστο, και οπωσδήποτε δυσφημισμένο πρωτάθλημα πρόσφερε στο κοινό. Αν η διασκέδαση με το ποδόσφαιρο είναι μια συλλογή από στιγμές που μένουν κι όχι η καθημερινή («εξ επαγγέλματος» και εξαντλητική) γκρίνια για τους πάντες και για τα πάντα, τότε αυτή η στάνη δεν έβγαλε, εν τέλει, και τόσο χάλια τυρί.
Ολα, σκέπτομαι, καταλήγουν να εξαρτώνται από την προδιάθεση. Εάν είναι μαξιμαλιστική δίχως κανένα ρεαλιστικό υπόβαθρο, τότε η εικόνα έρχεται έως και αποκρουστική. Εάν δεν περιμένεις τι θα δεις, αλλά λίγο-πολύ ξέρεις τι πρόκειται να δεις, τότε η ίδια εικόνα μπορεί να φτάνει έως το όριο της... ευχάριστης έκπληξης.
Κι έπειτα, είν' η προτεραιότητα. Τι θέλεις, πρωτίστως, να δεις. Από τον περασμένο Αύγουστο, η θέση που σταθερά υπερασπίστηκα ήταν ότι, σ' ετούτο το πρώτο μετά Euro 2004 πρωτάθλημα, πιο πολύ κι από το τι θα δούμε μες στις τέσσερις γραμμές μετράει τι θα νιώσουμε ευρισκόμενοι έξω από (αλλά κοντά σε) αυτές τις γραμμές.
Σήμερα, εννέα μήνες αργότερα, εν πλήρει επιγνώσει ότι το καλύτερο πάντοτε υπάρχει και θα μπορούσε να επιτευχθεί, παρά ταύτα δεν έχω πολλές αναστολές να δηλώσω ικανοποιημένος. Το προηγούμενο 48ωρο, στο hangover μετά το κυριακάτικο όργιο ζάπινγκ με τα φανταστικά γκολ και τις συναρπαστικές διακυμάνσεις από λεπτό σε λεπτό μεταξύ οκτώ και δέκα το βράδυ, με... βασάνισε χιλιάδες φορές η σκέψη ότι αν αυτό το όργιο ήταν στην Πρέμιερσιπ ή στην Πριμέρα Ντιβιζιόν, θα μακαρίζαμε τη δική τους τύχη (των θεατών στην Αγγλία ή στην Ισπανία) και θα βλαστημούσαμε τη δική μας.
Τι βλέπουν οι άνθρωποι, τι βλέπουμ' εμείς! Κι όμως, δεν τα 'βλεπαν εκείνοι, οι... τυχεράκηδες, τα βλέπαμ' εμείς. Από τις δικές μας ομάδες. Του δικού μας πρωταθλήματος. Ξέρετε, του χειρότερου όλων των εποχών.