Έχω γράψει το κείμενο που διαβάζετε πριν από την αναμέτρηση της Λίβερπουλ με την Τσέλσι. Και χωρίς να γνωρίζω το αποτέλεσμα, πιστεύω ότι η Τσέλσι θα περάσει στον τελικό χωρίς να ηττηθεί. Η ομάδα του Μουρίνιο είναι μακράν η καλύτερη, τόσο στην Αγγλία όσο και στην Ευρώπη. Ώρες ώρες η απόδοσή της μέσα στο γήπεδο είναι εξαιρετική, σε βαθμό που μπορεί να κονιορτοποιήσει τον οποιοδήποτε αντίπαλο, τη στιγμή που θα επιλέξει ο προπονητής της να θέσει σε λειτουργία αυτή την εκπληκτική μηχανή. Πολύ πιθανόν να διαπιστώσουμε ότι οι θετικοί χαρακτηρισμοί και τα κοσμητικά επίθετα για την ομάδα του Αμπράμοβιτς επαναλαμβάνονται κάθε φορά που τη βλέπουμε στις οθόνες μας.
Ισως, ποτέ άλλοτε στην ιστορία του σύγχρονου ποδοσφαίρου μια ομάδα δεν μεταμορφώθηκε τόσο δραστικά σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Η έκταση της μεταμόρφωσής της μπορεί θαυμάσια να εντοπισθεί σε δύο ποδοσφαιριστές. Τον αμυντικό Τζον Τέρι, ο οποίος αναδείχθηκε ποδοσφαιριστής της χρονιάς στην Αγγλία από τους ίδιους τους συναδέλφους του και τον Φρανκ Λαμπάρντ, τον καλύτερο και πιο ολοκληρωμένο αμυντικό χαφ στον κόσμο. Σαν ένα μυστήριο βίντεο γκέιμ, η Τσέλσι έπειτα από κάθε ματς μοιάζει να γίνεται όλο και ισχυρότερη, να κερδίζει σε διάρκεια ζωής και αποτελεσματικότητα. Θα περίμενε κάποιος αυτή η εικόνα της Τσέλσι να έχει μαγέψει τα πλήθη και να έχει δημιουργήσει ένα μεγάλο κύμα συμπάθειας για την «μπλε» ταξιαρχία του Νότιο-δυτικού Λονδίνου. Κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί.
Το αντίθετο μάλιστα, παρά το γεγονός ότι ο Ρώσος ιδιοκτήτης της ομάδας έχει ξοδέψει γύρω στα 450 εκατομμύρια ευρώ για την επένδυσή του, νούμερο ασύλληπτο για την ποδοσφαιρική πραγματικότητα του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Ο εκτελεστικός διευθυντής της ομάδας, ο Πίτερ Κένιον, υποστηρίζει βέβαια ότι η ομάδα του διεύρυνε τη βάση των οπαδών της κατά 2,5%. Δεν γνωρίζω πώς μετριέται αυτή η διεύρυνση, αλλά υποψιάζομαι ότι αφορά κυρίως την περιοχή του Λονδίνου. Της ευρωπαϊκής πρωτεύουσας, που δεν έχει δει ακόμη μια ομάδα της να στέφεται πρωταθλήτρια Ευρώπης. Πιθανολογώ ότι αυτή η απουσία συμπάθειας οφείλεται στην απίστευτη οικονομική δυνατότητα του ιδιοκτήτη της ομάδας να αγοράζει οποιονδήποτε ποδοσφαιριστή θελήσει, ενός ανθρώπου που είναι και θα παραμείνει για πάντα ξένος με το χαρακτήρα του αγγλικού ποδοσφαίρου. Οφείλεται επίσης και στην τρομερή αλαζονεία του Πορτογάλου προπονητή της, του Μουρίνιο. Που μπορεί να κερδίσει οποιοδήποτε παιχνίδι, αλλά δεν μπορεί να κερδίσει ούτε έναν άνθρωπο, πράγμα που πιστεύω ότι δεν τον ενδιαφέρει διόλου. Ακόμη και στη θρυλούμενη ικανότητα του Πίτερ Κένιον να οργανώνει μηχανορραφίες με τρόπο που θα ζήλευε ακόμη και ο Ταλλεϋράνδος.
Στις διπλές συναντήσεις της Τσέλσι με τη Λίβερπουλ, η πλειοψηφία του κόσμου τάσσεται υπέρ της δεύτερης -τουλάχιστον στην Ελλάδα και την Αγγλία, πράγμα που δεν είναι καθόλου περίεργο. Η Λίβερπουλ ήταν η ομάδα που για χρόνια κυριάρχησε στο αγγλικό και το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. Είναι η ομάδα που θεωρείται υπεύθυνη για τις ωραιότερες ποδοσφαιρικές μνήμες σε πάρα πολλούς φιλάθλους σε όλον τον κόσμο. Είναι η ομάδα που είναι αουτσάιντερ σε αυτή τη σύγκρουση και ο κόσμος συχνά τάσσεται με τον αδύνατο, πόσο μάλλον που μια επικράτηση της ομάδας του Μπενίτεζ -που έχει δηλώσει θαυμαστής του τρόπου δουλειάς του Μουρίνιο- θα είναι ένα ηχηρότατο χαστούκι στην αλαζονεία των ανθρώπων της Τσέλσι, το οποίο όλοι θα ήθελαν να της δώσουν. Ομως, μπορεί η Λίβερπουλ να εκπροσωπεί τη λατρεία για ένα όμορφο παρελθόν, αλλά η Τσέλσι εκπροσωπεί ένα εξίσου όμορφο, θεαματικό και πέρα για πέρα αποτελεσματικό σήμερα. Και αυτό δεν μπορεί να της το αρνηθεί κανείς και με τον καιρό αναγκαστικά θα της το αναγνωρίσει.