Η ποδοσφαιρική Θεσσαλονίκη δεν άντεξε να σηκώσει το βάρος της συγκυρίας. Εφυγαν απ' τη σκηνή, άλλοι με γέλια και χαρά και ικανοποίηση και χαχανητά, άλλοι με θυμό και λύπη και κλάματα και αγανάκτηση, κι όλοι μαζί, στο τέλος της ημέρας, είχαν συνυπογράψει το ολοστρόγγυλο μηδενικό.
Την ολοκληρωτική απαξίωση. Σαν να τους βλέπεις μπροστά σου να εκλιπαρούν, Δευτέρα πρωί-πρωί, μη μας ξαναβάλετε τόσο δύσκολα! Δεν είμαστε για τέτοια, ο πήχης μπήκε πολύ ψηλά για μας, αφήστε μας στη μετριότητα, στη μιζέρια, στο βάλτο μας.
Ο ΠΑΟΚ παραμέρισε στην Καλαμαριά, το γεγονός αντιμετωπίστηκε περίπου ως «φυγείν αδύνατον» (αφού αυτό ήθελε ο, τουλάχιστον περίεργων κριτηρίων για την αξιοπιστία της ομάδας που υποστηρίζει, λαός!), στη λήξη της παρωδίας όλοι ήταν αδελφωμένοι κι ευχαριστημένοι.
Τις προάλλες εδώ, με εργαλείο την ιστορική καταγραφή της τελευταίας 15ετίας, είχαμε αποδείξει πως ούτ' ο «Δικέφαλος» κέρδισε κάτι, για την ακρίβεια έχασε πολλά, απ' την επιλεκτική... μεγαλοθυμία του (απέναντι σε Ξάνθη, Λεβαδειακό, Πανσερραϊκό, Εθνικό, Λάρισα, Γιάννενα κ.λπ.), αλλα ούτε οι εκ της μεγαλοθυμίας ευεργετηθέντες είδαν αληθινό χαΐρι.
Αντε, το πολύ-πολύ, να έσπρωξαν την αναπόφευκτη κατρακύλα τους ένα χρόνο μετά. Ηταν, την Κυριακή το βράδυ, η σκέψη που δεν με άφηνε να συμμεριστώ την ευκαιριακή χαρά των (όντως, απολύτως συμπαθητικών φυσιογνωμιών) φίλων του Απόλλωνα.
Στου Χαριλάου, πάλι, υπάρχει δίλημμα από πού ν' αρχίσει κανείς. Να εκπλαγεί με την ηλιθιότητα ή να εξοργιστεί με το καφριλίκι; Στην πόλη, με τα χρόνια και τις συχνές επαναλήψεις, το μπες-βγες στον αγωνιστικό χώρο δεν αντιμετωπίζεται (και τόσο) ως... όσο αντικανονικό είναι. Εδραιώθηκε (και στην Τούμπα και στου Χαριλάου αλλά και στο Καυταντζόγλειο) η ιδιαιτέρως ελαστική αντίληψη ότι, έλα μωρέ, και τι έγινε, μπήκαμε, βγήκαμε. Οι τιμωρίες ουδέποτε συνετέλεσαν στο να σωφρονίσουν. Μοιραία οι εισβολές έφτασαν να γίνουν (κάποτε του ΠΑΟΚ στην Ευρώπη) η καταδίκη, εν προκειμένω του Αρη.
Η ηλιθιότητα της στιγμής, στου Χαριλάου είναι αυταπόδεικτη. Οχι μόνον διότι εκείνη την ώρα ο ΠΑΟΚ, ακόμη, ήταν μπροστά (1-0) αλλά, πολύ περισσότερο, διότι οι παίκτες του «Γηραιού», πιθανότατα απηυδισμένοι παρά φοβισμένοι, έδειχναν πια ολοφάνερη διάθεση να παραμερίσουν. Το ματς, με νομοτελειακή βεβαιότητα, είχε ξεκινήσει να οδηγείται (απ' το 0-2) σε κάτι σαν τελικό 5-2, αλλά στο 1-2 το... διέκοψαν. Κατά πάσα πιθανότητα επειδή οι κάφροι, εκτός των άλλων, δεν βλέπουν καν το ματς!
Εκατοντάδες ανά την υφήλιο ομάδες, κάθε χρόνο τέτοια εποχή, χάνουν τη (μεγάλη) κατηγορία. Αλλες, επιπλέον χάνουν (εάν υποτεθεί ότι έχουν) το στυλ τους. Ορισμένες και την όποια αξιοπρέπειά τους. Αν τις κατατάξουμε ανάλογα με το τι χάνουν, ο Αρης μπαίνει πρώτος-πρώτος στη λίστα με τις χειρότερες. Μ' εκείνες που τα χάνουν όλα. Θα πάει στη Β' Εθνική, όπως τότε. Θα επανέλθει αμέσως, όπως τότε. Θα επιβιώσει, δεν γεννάται θέμα. Θέμα είναι, επιτέλους πότε θα «ζήσουν» ποδόσφαιρο. Γιατί είναι άλλο να επιβιώνεις και άλλο να ζεις.
Το δράμα του Αρη αναδεικνύει στο μεταξύ και το δράμα του επαγγελματικού φούτμπολ. Ο Αρης του χρόνου, με μπάτζετ Β' Εθνικής, θα εκπροσωπήσει την ελληνική λίγκα στο Κύπελλο... ΟΥΕΦA. Φτάσαμε να κατακτηθεί χάρη στη βιτρίνα του πρωταθλήματος, κυρίως χάρη στον «λούζερ της Ριζούπολης» Παναθηναϊκό, ο «εθνικός στόχος» της έκτης θέσης. Κι ύστερα, το πρωτάθλημα ανακάλυψε πως δεν παράγει ομάδες για τις θέσεις που κερδίσαμε! Με μαθηματική ακρίβεια, πλέον κατρακυλάμε... δέκατοι, ή κάπου εκεί. Επιστρέφουμε, δηλαδή, στα πράγματι συμβατά.