Οταν διαβάζεις σε μια εφημερίδα προτάσεις όπως «ο νεαρός και ταλαντούχος ποδοσφαιριστής μένει στην ομάδα», διαβάζεις μια κοινοτοπία όπως η κλασική δημοσιογραφική φράση του Οργουελ «μικρός σεισμός στη Χιλή. Οχι πολλοί νεκροί». Φυσικά, αν αλλάξει το περιβάλλον μέσα στο οποίο διατυπώνεται η συγκεκριμένη φράση για τον ταλαντούχο ποδοσφαιριστή, μπορεί από κοινοτοπία να αποτελεί έκπληξη. Και είναι έκπληξη όταν πρόκειται για ποδοσφαιριστή που προέρχεται από μια χώρα της Ανατολικής Ευρώπης ή των Βαλκανίων.
Ο Μπόσκο Γιάνκοβιτς είναι ένας 20χρονος ταλαντούχος χαφ του Ερυθρού Αστέρα Βελιγραδίου. Είναι ένα δυνατό, ψηλό παιδί, κοντρολαρισμένο, με καλή ντρίμπλα και εξαιρετικά χτυπήματα φάουλ. Ηταν μέλος της εθνικής ομάδας νέων της Σερβίας/Μαυροβουνίου που έφτασε στον τελικό του περσινού Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος νέων. Μια ομάδα που οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι έχει την ίδια ποδοσφαιρική ποιότητα με την ομάδα νέων της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας που κέρδισε το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1987. Ο Γιάνκοβιτς, λοιπόν, απέρριψε πρόταση 4 εκατομμυρίων ευρώ να μεταγραφεί στην Πόρτο. Βέβαια, το γιουγκοσλαβικό ποδόσφαιρο –ειδικά– είναι μία από τις μεγαλύτερες δεξαμενές ποδοσφαιρικών ταλέντων στην Ευρώπη και, με βάση τα όσα έχουμε δει μετά το 1989, όλοι οι ταλαντούχοι Γιουγκοσλάβοι ποδοσφαιριστές εκμεταλλεύονταν κάθε ευκαιρία που παρουσιαζόταν για να πάρουν μεταγραφή σε κάποια ομάδα της Δυτικής Ευρώπης. Μια μεταγραφή που σε κάποιες περιπτώσεις, αλλά όχι πάντα, σημαίνει αναγνώριση και πολλά χρήματα.
Μέχρι την πτώση του τείχους στην πρώην Γιουγκοσλαβία, όπου οι ποδοσφαιρικές ομάδες χρηματοδοτούνταν από το κράτος, κανείς ποδοσφαιριστής δεν μπορούσε να φύγει από τη χώρα αν δεν είχε συμπληρώσει τα 28 χρόνια. Μετά, το περιβάλλον που δημιούργησε ο νόμος Μποσμάν έκανε τις δυτικές ομάδες να αρχίσουν το «παιδομάζωμα». Ο πρώην τερματοφύλακας του Ερυθρού Αστέρα Στέφαν Στογιάνοβιτς, ο οποίος τώρα είναι μάνατζερ στο Βέλγιο, ομολογεί ότι υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον από πολλές ευρωπαϊκές ομάδες για τρεις ακόμα ποδοσφαιριστές της εθνικής νέων –εκτός από τον Γιάνκοβιτς– τους Βούξεβιτς, Πέροβιτς και Μπάστα. Ομως κανείς από τους τέσσερις πιτσιρικάδες δεν θέλει να φύγει για το εξωτερικό, τουλάχιστον τώρα. Και αυτό είναι ασυνήθιστο.
Είναι πιθανό οι ταλαντούχοι Σέρβοι να φύγουν αργότερα, όταν θα έχουν ωριμάσει περισσότερο και θα μπορέσουν να διεκδικήσουν περισσότερα χρήματα και αυτοί και οι ομάδες τους. Αλλά, ακόμα κι έτσι, φαίνεται ότι οι ταλαντούχοι ποδοσφαιριστές των Βαλκανίων και της Ανατολικής Ευρώπης δεν φεύγουν εύκολα για τη Δύση. Στη Ρωσία, μάλιστα, όπου άρχισαν να πέφτουν χρήματα στο ποδόσφαιρο και οι ομάδες να εισάγουν ποδοσφαιριστές, οι νεαροί ταλαντούχοι Ρώσοι έχουν ένα λόγο παραπάνω να μείνουν στην πατρίδα τους, γεγονός που μπορεί στο μέλλον να οδηγήσει και στην ισχυροποίηση της εθνικής ομάδας τους. Οι ταλαντούχοι ποδοσφαιριστές της Ανατολικής Ευρώπης φαίνεται πως έχουν καταλάβει ότι για καθεμία επιτυχημένη μεταγραφή και ποδοσφαιρική πορεία στη Δύση υπάρχουν πολλές αποτυχίες. Ετσι, προτιμούν να κάνουν το άλμα στη Δύση –όταν το κάνουν– σε μεγαλύτερη ηλικία.
Οι ιστορίες των ταλέντων που χάθηκαν στο δρόμο είναι πολλές. Η ιστορία του Ντιμίτρι Σίτσεφ είναι χαρακτηριστική. Εφυγε από τη Σπαρτάκ Μόσχας για τη Μαρσέιγ, όπου για δύο χρόνια έμενε τις περισσότερες φορές στον πάγκο και έβαλε μόνο 5 γκολ. Επέστρεψε στη Ρωσία και πέρυσι αγωνίστηκε για τη Λοκομοτίβ, σημειώνοντας 15 γκολ σε 26 παιχνίδια. Ομως τα δύο χρόνια στο γαλλικό πάγκο υπονόμευσαν την εξέλιξή του. Ηταν μία ακόμα ιστορία, από τις τόσες, που θα μπορούσε να είχε εξελιχθεί διαφορετικά.