«Eίναι δυνατόν η Ρεάλ να μην έχει ασχοληθεί με αυτόν τον παίκτη;» φέρεται να αναρωτήθηκε ο Φατίχ Τερίμ κατά την ώρα του σχολιασμού του αγώνα Τουρκία-Ελλάδα, στην τηλεοπτική μετάδοση, αναφερόμενος στον Κώστα Κατσουράνη. «Πώς είναι δυνατόν να παίζει ακόμα στην Ελλάδα ο Κατσουράνης;» θα μπορούσε να ρωτήσει ο Τούρκος προπονητής, προχωρώντας τον προβληματισμό του. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι πολύ απλή. Ο κορυφαίος Ελληνας παίκτης του τελευταίου πρωταθλήματος θα παραμείνει στην πατρίδα για δύο λόγους: επειδή οι Ελληνες ποδοσφαιριστές δεν έχουν γίνει ιδιαίτερα ελκυστικοί σε ευρωπαϊκό επίπεδο παρ' όλο που η Ελλάδα κατέκτησε το Euro και επειδή οι Ελληνες μάνατζερ δεν υπάρχουν στον ευρωπαϊκό χάρτη.
Ο θρίαμβος του περασμένου καλοκαιριού ανέβασε τον Ελληνα ποδοσφαιριστή στην εκτίμηση της κοινωνίας του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Οχι όμως όσο εμείς νομίζουμε. Το ελληνικό πρωτάθλημα παραμένει αδιάφορο ως τηλεοπτικό θέαμα και έτσι δεν προβάλλεται σε καμιά σοβαρή ευρωπαϊκή χώρα. Οσο για τους ποδοσφαιριστές που κατέκτησαν το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, ανέβασαν την αξία τους στο χρηματιστήριο, αλλά όχι θεαματικά. Οι περισσότεροι άλλωστε έπαιζαν στο εξωτερικό και έτσι δεν ήταν εντελώς άγνωστοι. Η αξία αυτών των ποδοσφαιριστών ανέβηκε, αλλά δεν στάθηκε καν αρκετή να τους καθιερώσει στην 11άδα των ομάδων τους. Οσο για τον Ελληνα ποδοσφαιριστή, αυτός δεν έγινε πιο ελκυστικός στην προηγμένη ποδοσφαιρική αγορά.
«Στα μάτια των Ευρωπαίων ο Ελληνας παίκτης παραμένει αναξιόπιστος», είναι το συμπέρασμα των Ελλήνων παικτών που παίζουν στο εξωτερικό. Το διαπιστώνουν στην πράξη όποτε προτείνουν είτε στις ομάδες που αγωνίζονται είτε στους ξένους ατζέντηδες που γνωρίζουν έναν Ελληνα παίκτη. Ακόμα και όταν προτείνουν έναν πρωταθλητή Ευρώπης, οι διεθνείς εισπράττουν ως απάντηση στερεότυπες ερωτήσεις: «Του έχεις εμπιστοσύνη; Πιστεύεις ότι μπορούμε να βασιστούμε σε αυτόν; Θα έχει διάρκεια; Εχει δουλέψει σωστά όταν ήταν μικρός; Εχει ποδοσφαιρική παιδεία, είναι δουλεμένο το σώμα του;».
Οι διεθνείς-μέλη της χρυσής ομάδας του Euro και ο Οτο Ρεχάγκελ (προτείνει συχνά παίκτες σε γερμανικούς συλλόγους) έχουν γίνει οι καλύτεροι «Ελληνες ατζέντηδες». Προτείνουν ο ένας τον άλλο σε ομάδες και ξένους μάνατζερ και καταφέρνουν συμφωνίες που δεν έχουν καταφέρει οι Ελληνες επαγγελματίες. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι οι περισσότεροι εξ αυτών είναι «free agent» και συνεργάζονται μόνο με όποιον τους φέρει μια πρόταση. Οι Ελληνες ποδοσφαιριστές δεν προωθούνται, δεν διαφημίζονται, αφού οι δυνατότητες των Ελλήνων ατζέντηδων είναι πολύ περιορισμένες. Οι μισοί από αυτούς δεν μιλούν ούτε μια ξένη γλώσσα. Πόσο συχνά ταξιδεύουν στο εξωτερικό: σπανίως έως ποτέ. Οι Ελληνες ατζέντηδες έχουν μεν πολλαπλασιαστεί τα τελευταία χρόνια (οι έχοντες τη σχετική άδεια της FIFA ανέρχονται πλέον σε 44), αλλά οι περισσότεροι εκπροσωπούν λίγους και «άσημους» ποδοσφαιριστές. Και μετριούνται στα δάχτυλα αυτοί που συνεργάζονται με μεγάλα και σοβαρά ευρωπαϊκά γραφεία ή με μεγάλους Ευρωπαίους ατζέντηδες, από αυτούς που κλείνουν μεγάλες δουλειές και συνεργάζονται με μεγάλους συλλόγους. Αντίθετα, είναι πολλοί οι «αεριτζήδες» και οι «τυχοδιώκτες» που κυκλοφορούν στην αγορά του ελληνικού ποδοσφαίρου, οι περισσότεροι δίχως άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος. Πόσοι επίσημοι ατζέντηδες δραστηριοποιούνται στα μεγάλα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα; Στην Αγγλία 281, στην Ιταλία 308, στην Ισπανία 247, στη Γερμανία 128, στη Γαλλία 149.
Αν έπαιζε σε μια μεσαία ομάδα του ισπανικού, του γερμανικού, του ιταλικού ή του αγγλικού πρωταθλήματος ένας παίκτης με τα προσόντα, το βιογραφικό και τη χρονιά του Κατσουράνη, θα διάλεγε στο τέλος της χρονιάς σε ποια από τις μεγάλες ευρωπαϊκές ομάδες θα μεταγραφεί. Τη χρονιά του Κατσουράνη όμως την αγνοούν οι Ευρωπαίοι, με εξαίρεση ίσως τα παιχνίδια της Εθνικής στο Euro. Και το όνομα του ατζέντη του δεν το ξέρει κανείς. Διότι δεν έχει, αφού ουδείς έχει καταφέρει να τον πείσει ότι τον διαφημίζει σωστά και επαρκώς στην ακριβή ευρωπαϊκή αγορά. Κι αν κάνει τη μεγάλη μεταγραφή, θα την κάνει μόνο από τύχη και όχι επειδή θα έχει καταφέρει ένας Ελληνας να τον πλασάρει σωστά.