Eύστοχες με την αλήθεια οι συγκρίσεις στις οποίες προχώρησαν οι δύο προπονητές μετά τον τρίτο τελικό των πλέι οφ της Α1. Ο Παναθηναϊκός θυμίζει πράγματι τον Μίχαελ Σούμαχερ της Φόρμουλα 1 ή τον κορυφαίο τενίστα Ρότζερ Φέντερερ. Ξεκινάει κάθε αγώνα (πόσο μάλλον σειρά αγώνων) με αβαντάζ και αναγκάζει τον αντίπαλο να μπαίνει στη μάχη με χάντικαπ. Ο ουδέτερος αναλυτής μοιραία βλέπει την αναμέτρηση από τη σκοπιά του αδυνάτου, παίρνοντας (χωρίς να το θέλει) το μέρος του.
Πώς θα μπορούσε να ηττηθεί ο «Σούμι»; Χρειάστηκαν σαρωτικές αλλαγές των κανονισμών για να βρεθούν σε μειονεκτική θέση οι Φεράρι. Πώς να νικήσει κάποιος τον Φέντερερ; Χρειάζεται αντίπαλος, ο οποίος θα βρεθεί σε ιδανική μέρα, θα ξεπεράσει τις δυνατότητές του και θα βρει και τον μεγάλο Ελβετό μπόσικο. Πώς να χάσει ο κυρίαρχος του ελληνικού μπάσκετ Παναθηναϊκός; Το «πενήντα πενήντα» καταργείται εξ ορισμού. Ψηλαφίζοντας κάποιος τις συντεταγμένες των τελικών, ψάχνει να βρει πώς το 70-30 μπορεί να εξισορροπηθεί.
Ωσπου οι περισσότεροι καταλήγουν σε εμφατική άρνηση: «Ο,τι και αν γίνει, θα το πάρει πάλι ο Παναθηναϊκός». Και αλλάζουν κανάλι. Ή κάθονται στο σπίτι. Οταν γνωρίζεις με σιγουριά τον νικητή, δεν έχει πλάκα ο αγώνας. Πας καλύτερα σινεμαδάκι.
H ΑΕΚ, ομολογουμένως, έκανε τεράστια προσπάθεια για να κατεβάσει τον Παναθηναϊκό στα μέτρα της. Βρήκε τρόπο να του καταστρέψει το παιχνίδι, με φανατική προσήλωση στις περιφερειακές παγίδες (όπου όμως οι ψηλοί της φορτώνονται με περιττά φάουλ στην προσπάθειά τους να κλείσουν το διάδρομο του Λάκοβιτς ή του Διαμαντίδη) και με έξυπνο μπλοκάρισμα του «transition game». Ολο και λιγότερους αιφνιδιασμούς βγάζει ο Παναθηναϊκός. Η αδυναμία του στο αμυντικό ριμπάουντ κάνει όλη την ομάδα να μοιάζει δυσκίνητη απέναντι στην ΑΕΚ με τις γρήγορες και έξυπνες επιστροφές.
Ωστόσο, η ομάδα που κερδίζει και απέχει πια ένα βήμα από τον τίτλο δεν είναι η ΑΕΚ. Μολονότι υστερεί στη μάχη των εντυπώσεων, ο Παναθηναϊκός προηγείται με 2-1 και είναι έτοιμος να πανηγυρίσει το έβδομο (σε οκτώ χρόνια) πρωτάθλημα. Οσες δυσκολίες κι αν έχει αντιμετωπίσει στο διάβα του, βρίσκει τρόπους για να τις ξεπερνάει. Με την επιδεξιότητα ενός Φέντερερ. Με τη σιγουριά ενός Σουμάχερ. Με την αδυσώπητη αγριάδα μιας λερναίας ύδρας, που γεννάει ένα καινούργιο κεφάλι κάθε φορά που ο αντίπαλος την πληγώνει. Ποιος περίμενε ότι θα έβαζαν την υπογραφή τους στον τρίτο τελικό ο Τσαρτσαρής με τον Χατζηβρέττα; Καλοί παίκτες, αλλά συμπληρωματικά εργαλεία στην «πράσινη» μηχανή. Οταν όμως βραχυκύκλωσαν τα υπόλοιπα γρανάζια, οι δύο Ελληνες διεθνείς όρθωσαν ανάστημα και έστειλαν κάθε κατεργάρη στον πάγκο του.
Μια ματιά στα φόρουμ (σωστότερα: «φόρα») των οπαδών της ΑΕΚ μαρτυρά ότι η ομάδα με τα κίτρινα γέμισε τους οπαδούς της με περηφάνια. «Ακόμα κι αν ηττηθούμε με 3-1, δείξαμε ποιοι είμαστε και ποιοι θα είμαστε στο μέλλον», λένε. Και θυμίζουν την απουσία του Μπέιλι αλλά και του Γλυνιαδάκη. Κατά κάποιον τρόπο, η ΑΕΚ είναι η πιο ξέγνοιαστη από τις δύο ομάδες. Δεν έχει πια τίποτε να χάσει και ασφαλώς δεν έχει τίποτε να αποδείξει. Συνεπώς είναι ακόμα επικίνδυνη. Αν πιστέψουμε τις ενδείξεις των πρώτων τριών αγώνων, θα εμφανιστεί και αύριο μεθοδική, καλοστημένη, αποφασισμένη. Το Γαλάτσι πιθανότατα θα γεμίσει και θα της δώσει πρόσθετη ώθηση για το 2-2.
Και εφόσον οι τελικοί φτάσουν σε πέμπτο, όλα ή τίποτα αγώνα, κανένας δεν θα μπορεί να βάλει το χέρι στη φωτιά για «στάνταρ άσο». Με την πλάτη τους στον τοίχο, ακόμα και ο Σουμάχερ με τον Φέντερερ νιώθουν την πίεση και ενίοτε λυγίζουν. Η ΑΕΚ γνωρίζει πια ότι μπορεί να κοιτάξει στα μάτια τον Παναθηναϊκό, ακόμα και μέσα στο σπίτι του. Σε πιθανό πέμπτο ματς, θα έχει στο πλευρό της και κόσμο. Μια πολυάνθρωπη εξέδρα φωνακλάδων, τρελαμένων «Ενωσιτών», οι οποίοι (θα θυμηθούν ξαφνικά το μπάσκετ και) θα πάνε στο ΟΑΚΑ για να σκοτώσουν τη λερναία ύδρα.
Γι' αυτό καλά θα κάνει ο ΠΑΟ να ψάξει το μαγικό αριθμό «3» από αύριο κιόλας. Το «vivere pericolozamente» δεν ταιριάζει στους ισχυρούς.