Για τον πρωταθλητή Ελλάδος στο μπάσκετ Παναθηναϊκό, πέντε μέρες ήταν αρκετές για να τα κάνει όλα. Να νικήσει, δηλαδή, την ΑΕΚ στο τέταρτο παιχνίδι των τελικών, να οργανώσει και να απολαύσει τη φιέστα του τίτλου, να ξενυχτήσει στα μπουζούκια γιορτάζοντας το 7ο και, πριν καλά καλά ξελαμπικάρει, να πάρει τις σημαντικότερες αποφάσεις για το μέλλον του.

Σε αντίθεση λοιπόν με αρκετές άλλες ομάδες που υποτίθεται ότι θέλουν να τον ανταγωνισθούν, ο Παναθηναϊκός γνωρίζει από την περασμένη Παρασκευή ποιος θα είναι ο προπονητής του και το υπόλοιπο τεχνικό επιτελείο, ποιοι παίκτες θα συνεχίσουν να αγωνίζονται με την πράσινη φανέλα του, ποιοι τον ενδιαφέρουν (και ποιοι όχι) από την ελληνική αγορά και προς το πού θα κινηθεί για τους ξένους παίκτες που θα θελήσει να αποκτήσει.

Στο μόνο που υστερεί, είναι ο προϋπολογισμός του για την επόμενη αγωνιστική περίοδο. Γιατί, σε αντίθεση με τις άλλες ομάδες, δεν γνωρίζει ποια ακριβώς θα είναι τα έξοδά του για τα συμβόλαια παικτών. Οχι γιατί δεν αποφάσισε αν θα ακολουθήσει το πνεύμα των ημερών (μειώσεις στο μπάτζετ) αλλά γιατί είναι διατεθειμένος να ξοδέψει όσα θα χρειαστούν ώστε του χρόνου να διεκδικήσει με μεγαλύτερες αξιώσεις τον ευρωπαϊκό τίτλο.

Οπως αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς, ο Παναθηναϊκός κινείται προς διαφορετική κατεύθυνση από τις άλλες ελληνικές ομάδες, με αναπόφευκτο αποτέλεσμα τη διεύρυνση της αγωνιστικής απόστασης που τον χωρίζει από αυτές. Μοναδική εξαίρεση ο Ολυμπιακός, ο οποίος, έπειτα από κάποια χρόνια αδράνειας, φέτος δείχνει αποφασισμένος να ξαναμπεί για τα καλά στο χορό. Ο στόχος του όσον αφορά στο να υποσκελίσει όλους τους άλλους μοιάζει εφικτός - αν όχι εύκολος. Οσον αφορά όμως στην αμφισβήτηση της κυριαρχίας του Παναθηναϊκού, φαντάζει εξαιρετικά δύσκολος, αν όχι ακατόρθωτος, όσα λεφτά κι αν διαθέσει…

Γιατί παρακαλώ; Μα πρώτα πρώτα επειδή ο Παναθηναϊκός έχει ήδη ξεφύγει πολύ από την ελληνική πραγματικότητα και με κάποιες προσθήκες που είναι αποφασισμένος να κάνει στο έμψυχο υλικό του θα ξεφύγει ακόμα περισσότερο. Οπως αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς, για τον Ολυμπιακό δεν θα είναι καθόλου εύκολο να φτάσει από την πρώτη χρονιά της αντεπίθεσης στο επίπεδο του «αιώνιου» αντιπάλου του.

Οι επιμέρους δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι «ερυθρόλευκοι» είναι οι εξής:
Πού θα βρουν τους Ελληνες παίκτες που απαιτούνται για να δημιουργήσουν τον σταθερό πυρήνα πάνω στον οποίο θα στηριχθεί η όλη προσπάθειά τους. Η ουσιαστική δύναμη του Παναθηναϊκού είναι οι Ελληνες παίκτες (Αλβέρτης, Διαμαντίδης, Τσαρτσαρής, Χατζηβρέττας, Παπανικολάου, Καλαϊτζής κ.ά.). Το ίδιο ακριβώς συνέβαινε και με τη μεγάλη ομάδα του Ολυμπιακού την προηγούμενη δεκαετία. Εξαίρεση δεν αποτέλεσε ούτε η ΑΕΚ, τη μοναδική χρονιά (2002) που έσπασε την κυριαρχία του Παναθηναϊκού. Ποιοι λοιπόν;

Στον τομέα αυτόν ο Ολυμπιακός ξεκινάει από μηδενικό σημείο, με συνέπεια να κοιτάζει ό,τι κινείται στην αγορά, γεγονός που τελικά μπορεί να αποβεί σε βάρος του. Γιατί πιεζόμενος από την ανάγκη να καλύψει πολλά κενά, είναι περίπου αναπόφευκτο να ενδώσει σε παίκτες που ουσιαστικά έχουν κάνει τον κύκλο τους ή έχουν καταφέρει να διαθέτουν στο χρηματιστήριο αξιών του μπάσκετ τιμές πολύ μεγαλύτερες από τις πραγματικές τους ικανότητες.

Η αναμφίβολα χρυσή επένδυση (από πλευράς ηλικίας, ταλέντου, χαρακτήρα και ανταγωνιστικού πνεύματος) για τον Ολυμπιακό είναι αυτή τη στιγμή ο Σπανούλης. Αν τον πάρει, θα έχει κάνει το πρώτο μεγάλο βήμα. Αν τον χάσει (και ειδικότερα αν ο νεαρός πάει στον Παναθηναϊκό), η προσπάθεια ανασυγκρότησης ουσιαστικά θα έχει αποτύχει για φέτος. Από τους υπόλοιπους που ακούγονται ή απλώς κινούνται στην αγορά, πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι αυτή του Βασιλόπουλου, γιατί είναι απαλλαγμένη από αμαρτίες του παρελθόντος και γιατί παρουσιάζει μια πολύ ισχυρή προοπτική.
Ενα άλλο πρόβλημα για τον Ολυμπιακό είναι ότι λόγω του κακού πρόσφατου παρελθόντος αλλά και του γνωστού διπολισμού (το μαγαζί είναι πάντα του Κόκκαλη, άσχετα αν εμφανίζεται να κάνει κουμάντο ο Π. Αγγελόπουλος) στη διοίκηση, δεν εμπνέει την απαραίτητη εμπιστοσύνη στην αγορά, με μάλλον αναπόφευκτη συνέπεια να χαθούν χρόνος, παίκτες και χρήμα...

Ισως, όμως, το χειρότερο απ' όλα είναι ότι οι «ερυθρόλευκοι» επέλεξαν να φτιάξουν μια καινούργια ομάδα με έναν προπονητή που όχι μόνο στο κρίσιμο διάστημα λείπει στην Κίνα ασχολούμενος με την εθνική της χώρας αυτής, αλλά και που ταυτόχρονα λόγω της περσινής παρουσίας του στον πάγκο του Ολυμπιακού έχει υποστεί φθορά, η οποία λειτουργεί αποτρεπτικά για ορισμένους παίκτες. Για παράδειγμα, όταν στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας ο Ολυμπιακός δημιουργούσε τη μεγάλη ομάδα που πήρε τα πέντε συνεχή πρωταθλήματα, ο τότε προπονητής Γιάννης Ιωαννίδης λειτουργούσε ως κράχτης των παικτών που ενδιέφεραν την ομάδα του. Αντίθετα ο Καζλάουσκας –όχι γιατί δεν είναι καλός προπονητής– προκαλεί τουλάχιστον ερωτήματα στη συνείδηση των υποψήφιων παικτών του Ολυμπιακού (τουλάχιστον εκείνων που δεν έχουν ως προτεραιότητα το βόλεμα και το χρήμα…).

Κάτω από τις συνθήκες αυτές, το πιθανότερο είναι ότι ο Παναθηναϊκός θα καταφέρει να αποκρούσει την αντεπίθεση που ετοιμάζει ο «αιώνιος» αντίπαλός του. Ομως ο διπολισμός, έτσι και αλλιώς, μοιάζει αναπόφευκτος. Με όλα τα αρνητικά, αλλά και τα θετικά του. Και εδώ που τα λέμε, το μεγαλύτερο καλό που μπορεί να προκύψει μέσα από αυτόν για το μπάσκετ είναι η άνοδος του αγωνιστικού στάτους των δύο ομάδων, η ανανέωση του ενδιαφέροντος του κόσμου, των διαφημιζόμενων, των χορηγών, των ΜΜΕ και η προσέλκυση νέων παραγόντων από άλλες ομάδες, οι οποίες μπορούν να παίξουν ένα ρόλο μεγαλύτερο από τον σημερινό.

Και ο κίνδυνος; Η αντιπαλότητα μεταξύ των «αιωνίων» να οδηγήσει σε ακραίες καταστάσεις, παρόμοιες μ' εκείνες της δεκαετίας του 1990 ή και χειρότερες. Κι εδώ τα πράγματα μπορεί να γίνουν πολύ επικίνδυνα αν κάποιος από τους δύο έχει την αίσθηση ότι το παιχνίδι δεν παίζεται επί ίσοις όροις ή απλώς το προβάλλει αυτό προς τα έξω για να καλύψει δικές του αδυναμίες, λάθη ή παραλείψεις.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube