H ιστορία είναι παλιά αλλά σταθερή. Επαναλαμβάνεται κάθε καλοκαίρι και δίνει ζωντάνια στις συζητήσεις μας. Οσο περνούν οι μέρες και ανακοινώνονται οι μεταγραφές των ομάδων τόσο περισσότερο όλους μάς πιάνει ο πυρετός του καταρτισμού της ενδεκάδας, που σχεδόν ποτέ δεν θεωρείται κατώτερη από αυτήν της προηγούμενης χρονιάς. Βέβαια, σε αυτή την ιστορία υπάρχει μια παράμετρος που έχει αλλάξει πολύ σε σχέση με τα παλιότερα χρόνια.
Κάποτε οι φίλαθλοι περίμεναν αποκλειστικά από τους δημοσιογράφους πληροφορίες για τα νέα αποκτήματα της ομάδας τους, τα οποία δεν είχαν δει να αγωνίζονται και δεν είχαν διαμορφωμένη εικόνα για τα αγωνιστικά προσόντα τους. Η επανάσταση στην επικοινωνία άλλαξε τα πάντα. Η δορυφορική τηλεόραση και το Διαδίκτυο επιτρέπουν σχεδόν σε όλους να έχουν μια εικόνα για αρκετούς από τους ποδοσφαιριστές που έρχονται στην Ελλάδα και δεν είναι ιδιαίτερα γνωστοί.
Ομως, ακόμα και έτσι, αυτή η πρώτη εικόνα ποτέ δεν είναι αρκετή για να βγουν ασφαλή συμπεράσματα για τις αγωνιστικές δυνατότητες ενός ποδοσφαιριστή. Αυτές οι δυνατότητες κρίνονται τελεσίδικα, πάντα, μέσα στον αγωνιστικό χώρο και ύστερα από κάμποσα παιχνίδια. Η πραγματικότητα έχει δείξει ότι οι βιαστικές κρίσεις είναι πάντα αποτυχημένες, μιας και ποδοσφαιριστές που ήρθαν με περγαμηνές ή με καλές συστάσεις ούτε καν «ακούμπησαν», ενώ άλλοι σχεδόν άγνωστοι έκαναν εντυπωσιακή καριέρα. Εδώ θα πρέπει να συνυπολογίσει κάποιος και το επικοινωνιακό παιχνίδι που θα παίξει η κάθε ΠΑΕ προκειμένου να τονώσει το ενδιαφέρον των φιλάθλων, γεγονός που συχνά θολώνει την αγωνιστική εικόνα κάποιου ποδοσφαιριστή.
Τα φιλικά του καλοκαιριού είναι πάντα το πιο ενδιαφέρον πρώτο πιάτο της νέας χρονιάς και από αυτά όλοι μπορούμε να διαμορφώσουμε μια πρώτη γνώμη. Μέχρι τότε δεν νομίζω ότι έχει κάποιο ενδιαφέρον να αγωνιούμε για τους ποδοσφαιριστές που θα έρθουν στην ομάδα μας. Από όσα ονόματα γράφονται σε αυτή την περίοδο μόλις το 15% έχει σχέση με την πραγματικότητα, αφού το υπόλοιπο ποσοστό είναι επιθυμίες ή επιδιώξεις ποδοσφαιριστών, μάνατζερ και επικοινωνιακά παιχνιδάκια δημοσιογράφων και ομάδων. Το σημείο που πραγματικά έχει ενδιαφέρον σε αυτή την ιστορία των μεταγραφών αφορά στον προγραμματισμό που έχουν κάνει οι ομάδες για το χτίσιμό τους εν όψει της νέας περιόδου.
Ενας προγραμματισμός όσον αφορά στους στόχους, που δεν γίνεται σε βάθος χρόνου αλλά ευκαιριακά, λίγο πριν από το τέλος της περιόδου ή μόλις τελειώσει το πρωτάθλημα και οριστικοποιηθεί η βαθμολογική θέση της ομάδας. Γίνεται έτσι φανερό ότι οι στόχοι δεν καθορίζονται σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, αλλά σε πολύ βραχυπρόθεσμο. Εναν ορίζοντα του οποίου του εύρος συχνά καθορίζεται από ένα σωρό ετερόκλητους παράγοντες, την πίεση των οπαδών και των ΜΜΕ, τις επιθυμίες του προέδρου, τις οικονομικές δυνατότητες, τις επιθυμίες του προπονητή –όχι πάντα– τους σχεδιασμούς της λίγκας ή της ΕΠΟ, που πολύ συχνά δείχνουν το «ταλέντο» τους στο μπάχαλο.
Η πολιτεία, λογικά, δεν θα έπρεπε να αποτελεί μέρος του όλου σκηνικού, εφόσον έχει κάνει εκείνο που πρέπει. Εφόσον δηλαδή έχει θέσει το θεσμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εκδηλώνεται η ποδοσφαιρική δραστηριότητα. Ολοι είμαστε, φυσικά, σε θέση να γνωρίζουμε αν και πόσο καλά η πολιτεία έχει κάνει τη δουλειά της. Πέρα από το αγωνιστικό πρόσωπο των ομάδων, που έχει έναν ολόκληρο μήνα περιθώριο για να διαμορφωθεί, εκείνο που νομίζω ότι πρέπει να μας απασχολεί περισσότερο είναι η εικόνα που θα έχει το καινούργιο πρωτάθλημα.
Μια εικόνα η ποιότητα της οποίας σε ένα μέρος θα κριθεί και από την ποιότητα του ποδοσφαίρου που θα παιχθεί, αλλά και από τη σωστή λειτουργία δύο ακόμα παραγόντων. Της διαιτησίας και του θεσμικού πλαισίου, το οποίο από ό,τι φαίνεται από τις τις πρόσφατες δηλώσεις του υφυπουργού Αθλητισμού, έστω και αργά, συμπληρώνεται και εκσυγχρονίζεται.