Πριν από μερικές ημέρες είχα γράψει ένα σημείωμα για τη νέα τάση που άρχισε να εμφανίζεται στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των αγγλικών ομάδων. Μια τάση την οποία εγκαινίασε ο Ρόμαν Αμπράμοβιτς με την αγορά της Τσέλσι, η οποία συνεχίστηκε με την εξαγορά της Γιουνάιτεντ από την οικογένεια Γκλέιζερ. Αυτή η τάση οδηγεί τις ομάδες που παρουσιάζουν ευκαιρίες κερδοφορίας στα χέρια ενός ιδιοκτήτη, είτε πρόκειται για φυσικό πρόσωπο είτε πρόκειται για επιχείρηση. Αποδείχθηκε ότι η εισαγωγή των ομάδων στο χρηματιστήριο τις βοήθησε πολύ οικονομικά, αφού μπόρεσαν να αντλήσουν κεφάλαια από τη χρηματιστηριακή αγορά και να χρηματοδοτήσουν –κατά πρώτο λόγο– τις εγκαταστάσεις τους.

Θυμίζω ότι με τη δημοσιοποίηση της περίφημης έκθεσης Τέιλορ, που άλλαξε το πρόσωπο και τη δυναμική του αγγλικού ποδοσφαίρου και ήρθε μετά την τραγωδία του Χίλσμπορο, στα βασικά συμπεράσματά της είχε τονιστεί η άμεση αναγκαιότητα της αναμόρφωσης των γηπέδων, που έπρεπε να κινηθούν στα πρότυπα των πολυχώρων διασκέδασης. Η δαπάνη για μια τέτοια αναμόρφωση ήταν τεράστια και δεν ήταν δυνατό να καλυφθεί ούτε από το κράτος ούτε από τους ιδιώτες, οπότε η μόνη λύση που απέμενε ήταν το χρηματιστήριο. Και το χρηματιστήριο του Λονδίνου είναι το μεγαλύτερο –και το αυστηρότερο όσον αφορά στους όρους εισαγωγής μιας επιχείρησης στον πίνακα διαπραγμάτευσης μετοχών- της Ευρώπης, ίσως γιατί βρίσκεται εκτός ευρωζώνης. Θεωρώ περιττό να κάνω σύγκριση της αγγλικής πραγματικότητας με την ελληνική, όπου επί της ουσίας οι ομάδες αποκτούν γήπεδα χάρη στην κρατική βοήθεια, διότι οι επιχειρηματίες δεν βάζουν το χέρι στην τσέπη και επειδή το Χρηματιστήριο Αθηνών σε επίπεδο οργάνωσης είναι σαν κατεδαφισμένο κτίριο της Βαγδάτης συγκρινόμενο με τα άλλα ευρωπαϊκά. Φυσικά, η οικονομική εικόνα των ελληνικών ομάδων που θα ήθελαν να μπουν στο χρηματιστήριο είναι ακόμα χειρότερη και από εκείνη του χρηματιστηρίου, οπότε οι συνθήκες ανάπτυξης του ελληνικού ποδοσφαίρου επαφίενται στον «πατριωτισμό» του κράτους, δηλαδή τη δική μας τσέπη. Ξεπερνώ την ανάγνωση της ελληνικής πραγματικότητας και επιστρέφω στην αγγλική. Σημείωσα λίγο νωρίτερα ότι οι ομάδες της Πρέμιερσιπ που έχουν σοβαρές πιθανότητες κερδοφορίας είναι 4-6.

Πρόκειται για ομάδες που έχουν μεγάλη οπαδική βάση –συχνά και εκτός Αγγλίας– ενώ είναι και εκείνες που διασφαλίζουν συχνότατα τη συμμετοχή τους στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις, με αποτέλεσμα να έχουν περισσότερα έσοδα. Κατά καιρούς έχει εκδηλωθεί το ενδιαφέρον διαφόρων για την αγορά της Λίβερπουλ και της Εβερτον. Στην τελευταία, μάλιστα, ένα επενδυτικό σχήμα στο οποίο συμμετέχει και ένας Ρώσος μεγιστάνας κατέχει το 29,2 % των μετοχών. Προχθές έγινε γνωστό από τον ίδιο τον μεγαλύτερο μέτοχο της Νιούκαστλ, τον σερ Τζον Χολ, πως δέχθηκε πρόταση από μια εταιρεία, τη Wynyard Limited, να πουλήσει το ποσοστό μετοχών που έχει, το οποίο ανέρχεται στο 28,5% και του οποίου η αξία –σύμφωνα με τα προχθεσινά δεδομένα- φτάνει τα 36 εκατομμύρια ευρώ.

Σύμφωνα με τους αγγλικούς νόμους, όταν κάποιο φυσικό πρόσωπο ή κάποιο επενδυτικό σχήμα αποκτήσει πάνω από το 30% των μετοχών ενός συλλόγου, υποχρεούται να καταθέσει μια προσφορά στους μετόχους για να πάρει στην κατοχή του ένα ποσοστό που θα του επιτρέψει να ελέγξει το 50%+1% από τις μετοχές του συλλόγου. Δεν είναι ξεκάθαρο αν η συγκεκριμένη εταιρεία στοχεύει να αποκτήσει την πλειοψηφία των μετοχών της Νιούκαστλ, δεδομένου ότι ο μεγαλύτερος μέτοχος της Νιούκαστλ ελέγχει άλλο ένα ποσοστό της τάξης του 13%, μέσω μιας εταιρείας του γιου του που εδρεύει στο Γιβραλτάρ.

Τη Δευτέρα, όταν και έγινε γνωστή στο χρηματιστήριο η πρόταση που είχε ο σερ Τζον Χολ, η μετοχή της Νιούκαστλ σημείωσε άνοδο 15%. Η κατάσταση, πάντως, σχετικά με το μέλλον της Νιούκαστλ παραμένει ασαφής, γιατί δεν είναι ξεκαθαρισμένη η στάση που θα κρατήσει ο σημερινός πρόεδρος της ομάδας, ο Φρέντι Σέπερντ, ο οποίος κατέχει το 27,6% των μετοχών του συλλόγου, όπως και ένα επενδυτικό σχήμα από τη Μαλαισία, που εξεδήλωσε το ενδιαφέρον του για τους «ανθρακωρύχους».

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube