To «τόξο» της καριέρας του Γιώργου Διαμαντόπουλου την τελευταία τριετία είναι μία από τις πιο θλιβερές ιστορίες του ελληνικού μπάσκετ. Θα έγραφα «η πιο θλιβερή από όλες», αλλά μόλις θυμήθηκα ότι κάπου μεταξύ Ελλάδας, Ιταλίας και «ραφιού με αζήτητα» βολοδέρνει ο Ευθύμης Ρεντζιάς. Οπότε, πάντοτε υπάρχουν και χειρότερα...
Οταν ο Διαμαντόπουλος ήταν τινέιτζερ, στου Παπάγου ακόμα, το ταλέντο του έβγαζε μάτια. «Μικρό Γκάλη» τον λέγαμε τότε. Κακό δικό μας και δικό του. Τα μεγάλα λόγια είναι συνήθως κούφια και γεμίζουν τα μυαλά με αέρα κοπανιστό. Στον Πανιώνιο, στον οποίο μετακόμισε στα 19 του χρόνια έναντι... μισού δισεκατομμυρίου δραχμών, το 1999, έγινε «ο άρχοντας της πλατείας». Κακό δικό του, μέρος δεύτερον. Διότι μέσα σ' αυτό το ψευδό-χαϊλίκι της γειτονιάς πνίγηκαν οι φιλοδοξίες του, μαζί με τις καλές συνήθειες που είχε από μικρός. Η δουλειά πέρασε σε δεύτερη μοίρα και έδωσε τη θέση της στους βεντετισμούς. Οι φανατικοί βέβαια είδαν στο πρόσωπό του τον παίκτη που πάνω απ' όλα βάζει «την Πανιωνάρα» και τον έβαλαν στις καρδιές τους, δηλαδή στο απυρόβλητο.
Ο Γιωργάκης βοήθησε τον Πανιώνιο να γίνει ανταγωνιστικός, έγινε ηγέτης, αρχηγός, έφτασε να αναδειχθεί κορυφαίος σκόρερ της Α1 την περίοδο 2002-2003, έπεισε ακόμα και τον δύσκολο Ιωαννίδη ότι άξιζε μία θέση στην Εθνική ομάδα, αυτή που υποτίθεται ότι θα συμβόλιζε την αντεπίθεση του ελληνικού μπάσκετ το 2003 (ο Διαμαντόπουλος «κόπηκε» λίγο πριν βγει η 12άδα για το Ευρωμπάσκετ της Σουηδίας).
Ωσπου τόλμησε να κάνει το μεγάλο βήμα, αυτό που ο ίδιος νόμιζε ότι ήταν αντάξιο του ταλέντου του. Και τότε φάνηκαν τα όριά του. Στον φιλόδοξο Ολυμπιακό του 2003-2004, ο μικρός ναυάγησε. Το συγκριτικά αγύμναστο κορμί του δεν άντεχε πολλά πολλά, ενώ το μπάσκετ που τόσα χρόνια έμαθε να παίζει, δεν ταίριαζε σε μία μεγαλύτερη του Πανιωνίου ομάδα. Ακόμα χειρότερα, η νοοτροπία του δεν ήταν τέτοια ώστε να τον κάνει «στρατιώτη» και «παίκτη συνόλου».
Οι «πλαταιείς» της Νέας Σμύρνης απαίτησαν την επιστροφή του στον Πανιώνιο. Με έκπληξη όμως είδαν έναν παίκτη, ο οποίος δεν θύμιζε σε τίποτα τον παλιό Διαμαντόπουλο. Περισσότερο με παλαίμαχο έμοιαζε ο 25χρονος Γιώργος πέρυσι, παρά με τον «μικρό Γκάλη» του Παπάγου ή με τον πρώτο σκόρερ (όχι και τόσο μακρινού δα) του 2003. Η παρακμή απεικονίζεται ανάγλυφα στη στατιστική. Οχι μόνο στον μέσο όρο πόντων, ο οποίος έπεσε από το 26,4 της προηγούμενης «κυανέρυθρης» θητείας του στο 15,8, αλλά και στον αριθμό των ελευθέρων βολών που εκτελεί και των φάουλ που κερδίζει. Αυτοί είναι οι αριθμοί που απεικονίζουν ανάγλυφα τη μετάλλαξή του από τον ατρόμητο, διεισδυτικό και εφευρετικό γκαρντ του παλιού καλού καιρού στον «μη μου άπτου» άτολμο και βαριεστημένο σουτέρ της σήμερον ημέρας. Την περίοδο 2002-2003, ο Διαμαντόπουλος πήγαινε στη γραμμή μία φορά κάθε 4,3 λεπτά. Τη σεζόν που μόλις τελείωσε, η συχνότητα έπεσε στο 6,4. Η δε ευστοχία από το 80% στο 62%.
Το ότι ο Διαμαντόπουλος αποδεσμεύτηκε από τον Πανιώνιο χωρίς να ακουστεί «κιχ» από τους «Πάνθηρες» λέει πολλά. Το ότι καμία ελληνική ομάδα δεν θέλησε να πληρώσει ένα αξιοπρεπές μεροκάματο για να τον ντύσει στα χρώματά της, λέει ακόμα περισσότερα. Το ότι ο Γιωργάκης δηλώνει πανευτυχής, επειδή μετακομίζει στο... Ροζέτο, τα λέει όλα. Πριν από 2-3 χρόνια, δεν θα καταδεχόταν καν να συνομιλήσει με σύλλογο κατώτερο της Ρεάλ ή της Μπολόνια. Tώρα δέχεται να παίξει σε ένα κλαμπ επιπέδου Πανιωνίου και να ζήσει σε μία πόλη, όπου «διασκέδαση» σημαίνει «φαγητό σε μια τρατορία και μετά ύπνος».
Μακάρι αυτή η περιπέτεια να αποτελέσει καινούργια αρχή. Να τον κάνει καλύτερο μπασκετμπολίστα και να γεννήσει έναν Γιώργο Διαμαντόπουλο πιο ταπεινό, πιο προσγειωμένο, πιο «γήινο». Το ελληνικό μπάσκετ θα τον υποδεχθεί πίσω στους κόλπους του με ανοιχτές αγκάλες.