Συμπαθάτε με, αλλά μετά βίας συγκρατώ τον ενθουσιασμό μου. Η ολοκαίνουργια και αστραφτερή Εθνική μας ομάδα τα 'βαλε χθες με την πρωταθλήτρια Κόσμου (και γκραν φαβορί για τον τίτλο της πρωταθλήτριας Ευρώπης 2005) και τη μετέτρεψε σε θλιβερό σωρό από συντρίμμια. Το 91-72 έκανε τον κόσμο να χορεύει και τους δημοσιογράφους να ψάχνουν τα κιτάπια τους. Μα ναι, είναι η μεγαλύτερη νίκη στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ απέναντι στη Γιουγκοσλαβία ή Σερβία/Μαυροβούνιο ή όπως αλλιώς θέλετε να τη βαφτίσετε. Το συν 14 που κρατούσε από τα Χριστούγεννα του 1986, ένα ξεχασμένο 98-84 σε Βαλκανιάδα στη Σόφια, την εποχή του Γκάλη, παραπέμφθηκε πλέον στις καλένδες.
Τότε, ακολούθησε το ελληνικό θαύμα του '87. Για την Εθνική του 2005 τι ξημερώνει άραγε;
Ηταν μαγευτικό το χθεσινό θέαμα για εμάς τους αμετανόητους εραστές της «επίσημης αγαπημένης». Οταν σου χαρίζει τέτοια ευχαρίστηση η επίσημη, τι τις θες τις εξωσυζυγικές περιπέτειες;
Τώρα που την είδα να μετρά τις δυνάμεις της απέναντι σε πανίσχυρο αντίπαλο (και, επαναλαμβάνω, να τον κάνει κομμάτια), ομολογώ ότι αυτή την Εθνική την πιστεύω και την απολαμβάνω. Πρώτα πρώτα, παίζει μοντέρνο μπάσκετ, βγαλμένο όχι από το 1995 (όταν οι παίκτες είχαν αυστηρώς καθορισμένους ρόλους και οι ομάδες χρειάζονταν ντε και καλά «ηγέτες»), αλλά από το... 2015, όταν θα κυριαρχεί απόλυτα το πρότυπο του αθλητή-ορχήστρα και το ολοκληρωτικό μπάσκετ. Πώς λέμε Διαμαντίδης;
Κάθε φορά που έσκυβα στο χαρτί μου για να σημειώσω ένα ελληνικό καλάθι, σήκωνα τα μάτια και έβλεπα την μπάλα ξανά στα χέρια του Δημητράκη! Την έκλεβε από τους Σέρβους, λες και είχε μαγνήτη στα χέρια. Αλλά ο Διαμαντίδης ήταν μόνο η αιχμή του δόρατος. Εμπαιναν, έβγαιναν οι διεθνείς και δεν καταλάβαινες διαφορά. Ακόμα και ο χθεσινός Βασιλόπουλος (που τόσο ταιριάζει στην αγωνιστική φυσιογνωμία της ομάδας) έπαιξε σαν βετεράνος.
Τα χέρια λύθηκαν στη β' περίοδο, όταν άπλωσαν τα πλοκάμια τους απέναντι στην απίστευτα φτωχή περιφερειακή γραμμή των Σέρβων τρεις κοντοί μαζί: Παπαλουκάς, Ζήσης, Διαμαντίδης. Και τα μαγικά ξεκίνησαν στην αρχή του δευτέρου ημιχρόνου, όταν η Εθνική βάλθηκε να αποδείξει ότι η άμυνα ΚΑΙ θέαμα χαρίζει ΚΑΙ εισιτήρια θα κόψει (απόψε, με την Ιταλία). Μόλις είδαν τον αργό και ξεπερασμένο Μποντίρογκα σε ρόλο πλέι μέικερ, οι δικοί μας «διάβολοι» ακόνισαν τα... νύχια τους και ξεχύθηκαν στο παρκέ σαν αρπακτικά.
Το εύκολο τρίποντο (10/23) έλυσε τα υπόλοιπα προβλήματα και ξεσήκωσε ακόμα περισσότερο το κοινό. Στην τρίτη περίοδο, η Εθνική μας πέτυχε 29 πόντους με 16 σουτ όλα κι όλα, χωρίς να εκτελέσει ούτε μία ελεύθερη βολή! Και δέχθηκε μόνο 17. Ωρες ώρες έτριβα τα μάτια μου για να πιστέψω όσα έβλεπα. Αν επαναληφθεί αυτό το χθεσινό σε επίσημο αγώνα, θα κρεμάσω πένα και μικρόφωνο την ίδια στιγμή κιόλας.
Τα τρίποντα βέβαια κάποια στιγμή θα στερέψουν και το μέσο σκοράρισμα θα πέσει κοντά στους 75 πόντους, αλλά όλα τα υπόλοιπα μοιάζουν δεδομένα: άμυνα, ριμπάουντ (26-22 ο τελικός απολογισμός απέναντι σε ομάδα με 3 σέντερ από το ΝΒΑ), ρυθμός, τρέξιμο, πλουραλισμός, ομοιογένεια, αδελφοσύνη. Οι 6.000 φίλαθλοι αποχώρησαν με πλατιά χαμόγελα στα χείλη, την ίδια ώρα που από τα μεγάφωνα ακουγόταν ευθεία προσταγή: «Και σήκωσέ το».
«Φέρτε μας το Ευρωπαϊκό», ήταν ο τίτλος που ανέβηκε λίγα λεπτά αργότερα σε ειδησεογραφική ιστοσελίδα. Για να μη τρελαθούμε τελείως, καλό θα μας έκανε μια ωραία ήττα απόψε από τους Ιταλούς! Ή έστω μία νίκη με κακή εμφάνιση. Και το λυσάρι με τα κοσμητικά επίθετα θα τα βάλω από τώρα στο πορτοφόλι για να τα έχω σε πρώτη ζήτηση στο Βελιγράδι. Αρχίζω και πιστεύω ότι θα μου χρειαστεί.