Ηταν η βραδιά της προσγείωσης η χθεσινή για την Εθνική ομάδα. Δέκα λεπτά μετριότητας απέναντι στους πολύπειρους Ιταλούς αποδείχθηκαν αρκετά για να καταδείξουν όλες τις αδυναμίες της. Το σουαρέ ολοκληρώθηκε με χαμόγελα, αφού το τρίποντο του Ζήση έδωσε τη νίκη στην ελληνική ομάδα, αλλά αυτή η νίκη ήλθε συμπτωματικά. Στο τελευταίο τρίλεπτο (για να μην πω δεκάλεπτο, για να μην πω δεκαπεντάλεπτο), οι επιλογές της Εθνικής ήταν η μία χειρότερη από την άλλη. Τυφλές πάσες στο πουθενά, αψυχολόγητα σουτ πάνω σε καλά διαβασμένη άμυνα, καθυστέρηση στην κυκλοφορία της μπάλας, δυστοκία σε όλα.
Αν είναι να πάει μπροστά η ομάδα στο Ευρωμπάσκετ, δεν θα το κάνει με τζαμπ-σουτ του Παπαλουκά στο τελευταίο δίλεπτο. Ούτε με το Χατζηβρέττα να κρατάει την μπάλα 24 δευτερόλεπτα και μετά να σουτάρει από τα 8 μέτρα. Το οργανωμένο μπάσκετ των πρώτων 25-30 λεπτών πήγε περίπατο στο τέλος, μαζί με το καθαρό μυαλό, την ομοιογένεια και την αλληλοβοήθεια. Ηταν σαν να έβλεπα την Εθνική των χαμένων προημιτελικών, με την Ιταλία στη Στοκχόλμη και την Αργεντινή πέρυσι τέτοιες μέρες στο ΟΑΚΑ.
Τόσο το καλύτερο, θα μου πείτε, ήταν ένα χρήσιμο μάθημα. Και θα 'χετε δίκιο. Εάν το «Ακρόπολις» τελείωνε στο 30ό λεπτό του χθεσινού αγώνα, θα πηγαίναμε για ύπνο πιστεύοντας ότι έχουμε Ντριμ-Τιμ. Μια ομάδα που, ακόμα και στις μέτριες βραδιές της, ξέρει να διορθώνει τα κουσούρια της μέσα από την πορεία ενός αγώνα και να κάνει τον αντίπαλο σκόνη. Εμ, δεν είναι έτσι. Χθες είδαμε (για πρώτη φορά στο τουρνουά) το πρόβλημα στο σκοράρισμα, είδαμε την αδυναμία του Παπαδόπουλου στο «κορ-α-κορ» (ξαφνικά ο Μπουρούσης είναι πιο κοντά στη 12άδα από τον Παπαμακάριο), είδαμε έλλειψη αυτοσυγκέντρωσης στην άμυνα, είδαμε και τα λεγόμενα «teething problems», τις παιδικές ασθένειες αυτής της νεανικής Εθνικής.
Από την πρώτη μέρα, ο Παναγιώτης Γιαννάκης επισημαίνει την έλλειψη εμπειρίας. Και έχει δίκιο. Η ελληνική ομάδα δεν έχει διαμορφώσει ακόμα χαρακτήρα πρωταθλήτριας, ούτε διαθέτει τη σιγουριά για να πει στον αντίπαλο: «Κρύψτε τα γυναικόπαιδα, ήρθαμε για να σας τσακίσουμε και να σας κάψουμε και το σπίτι». Στις πλάτες της (είναι λογικό να) νιώθει βαριά την κληρονομιά των αποτυχιών των τελευταίων 5-6 ετών. Δεν μιλάμε βέβαια για εθισμό στην ήττα, αλλά, όπως και να το κάνουμε, δεν νικιέται εύκολα τέτοιο σύμπλεγμα.
Στο Βελιγράδι, θα χρειαστεί να ορθώσουν ανάστημα παίκτες με ελάχιστη πείρα μεγάλων αγώνων. Στις ομάδες τους, άλλωστε, σπανίως αναλαμβάνουν το τελευταίο σουτ. Με την Εθνική, ουδέποτε υπήρξαν πρωταγωνιστές οι περισσότεροι από τους δέκα στους οποίους στηρίζεται η τωρινή ομάδα. Ο αρχηγός του 2005 (Κακιούζης) ήταν πρόπερσι 12ος παίκτης της ομάδας, σχεδόν τουρίστας στη Σουηδία. Και έχει μόλις 70 συμμετοχές στην Εθνική. Το σίγουρο βλέμμα που θα ψάχνουν οι νεαροί παίκτες όταν η μπάλα θα καίει θα το βρουν μόνο στον πάγκο, στο πρόσωπο του Παναγιώτη Γιαννάκη. Αλλά στο παρκέ, δεν υπάρχει Γιαννάκης. Δεν υπάρχει καν Σιγάλας. Να γιατί αυτή η Εθνική είναι «ομάδα του προπονητή» όσο ποτέ άλλοτε.
Αλήθεια, δεν θα ήταν χρήσιμη η παρουσία του Γιώργου Σιγάλα στον πάγκο σε ρόλο «μεγάλου αδελφού»; Δεν ξέρω όμως πόσο στέρεες είναι πια οι γέφυρες ανάμεσα στον Γιαννάκη και τον άλλοτε κάπτεν της Εθνικής.