H πρώτη αγωνιστική των ελληνικών ομάδων στα ευρωπαϊκά παιχνίδια, τόσο του Τσάμπιονς Λιγκ όσο και του ΟΥΕΦΑ, ήταν κάτι περισσότερο από μια απογοήτευση. Ηταν, για να ακριβολογούμε, μια τραγωδία. Μπορεί να υπάρχουν κάποιες δικαιολογίες ή, μάλλον, να εφευρίσκουμε κάποιες, που συχνά συρρικνώνονται σε μία μόνον, αυτή που υποστηρίζει ότι οι αντίπαλοι των ελληνικών ομάδων είναι πιο έτοιμοι να ανταποκριθούν στις αγωνιστικές τους υποχρεώσεις και γι' αυτό τα βρίσκουμε κομματάκι μπαστούνια.

Αυτό το παραμύθι, που κοιμίζει με σιγουριά τον οπαδικό εγωισμό, πρέπει κάποτε να σταματήσει. Τα παιχνίδια στην Ευρώπη δεν μας προκύπτουν αιφνιδιαστικά. Ξέρουμε τις ημερομηνίες και μπορούμε να προετοιμαστούμε ανάλογα. Και αν δεν τα καταφέρνουμε να πετύχουμε καλύτερες εμφανίσεις, τότε θα πρέπει να μάθουμε να προετοιμαζόμαστε καλύτερα. Αν το πρόβλημα των ελληνικών ομάδων είναι, όντως, η προετοιμασία. Ο γράφων όμως πιστεύει ότι το πρόβλημα είναι πολύ σημαντικότερο και έχει να κάνει με το επίπεδο του ελληνικού ποδοσφαίρου. Ενός ποδοσφαίρου που απέχει ακόμη από το ευρωπαϊκό, όσο και αν είναι λίγο δύσκολο να δεχτεί κάτι τέτοιο ο εθνικός μας εγωισμός, αφού στα γονίδιά μας, σύμφωνα με τη Φανή Χαλκιά, είναι καταχωρισμένη η συνταγή της νίκης.
Και στον γιγαντισμό αυτής της ψευδαίσθησης συνέβαλε και η περσινή μεγάλη επιτυχία της Πορτογαλίας, που είναι οπωσδήποτε μια λαμπρή στιγμή, πλην όμως δεν ήλθε ως αποτέλεσμα ενός μακροχρόνιου σχεδιασμού και υπερβολικής συγκέντρωσης ταλέντων.
Ηταν περισσότερο αποτέλεσμα πολλών ευτυχών συγκυριών, που σπάνια εμφανίζονται όλες ταυτόχρονα. Ποτέ η πολιτεία και οι παράγοντες του ποδοσφαίρου στην Ελλάδα δεν ασχολήθηκαν με σοβαρότητα, συνέπεια, όραμα και επιμονή για να βελτιώσουν τις συνθήκες μέσα στις οποίες αναπνέει και αναπτύσσεται το ελληνικό ποδόσφαιρο.

Οι μεν παράγοντες νοιάζονται για τις καρέκλες τους και την περιφορά της μικροεξουσίας τους, οι δε πολιτικοί για τις ψήφους τους και την απρόσκοπτη λειτουργία του πελατειακού συστήματος. Φυσικά, όλα αυτά θα ξεχαστούν με το πρώτο θετικό αποτέλεσμα, για να αποδειχτεί πόσο εύκολα γινόμαστε δέσμιοι της συγκυρίας. Το ελληνικό ποδοσφαιρικό πρωτάθλημα δεν είναι καθόλου ανταγωνιστικό, ενώ ακόμη έχει σοβαρότατες ελλείψεις στις υποδομές και τα οργανωτικά.

Ολυμπιακός και ΠΑΟ, οι δύο κατά τεκμήριο ισχυρότερες ομάδες του πρωταθλήματος, είναι ζήτημα αν δίνουν περισσότερα από 5 δυνατά παιχνίδια κάθε χρόνο. Ετσι, οι ποδοσφαιριστές τους, τουλάχιστον ψυχολογικά, προσαρμόζονται σε ένα αγωνιστικό πλαίσιο ελάχιστα ανταγωνιστικό. Οι πρόεδροι και των δύο μεγάλων, που ανακάλυψαν τα τελευταία χρόνια τα θετικά της ομάδας, επιχείρησης, έχουν δώσει προτεραιότητα στην εδραίωση των εμπορικών χαρακτηριστικών εις βάρος των αγωνιστικών.

Ομως αυτά για να έρθουν, χρειάζεται υπομονή, την οποία οι ιδιοκτήτες των δύο μεγάλων δεν διαθέτουν. Και όταν έρχεται το ευρωπαϊκό χαστούκι, παραμυθιάζουν τον κόσμο με τις εγχώριες επιτυχίες, με τη διαφορά ότι οι φίλαθλοι και οι οπαδοί ζητούν πλέον περισσότερα πράγματα, έχουν μεγαλύτερες απαιτήσεις. Επίσης, ένα ακόμη χαρακτηριστικό της εξόφθαλμης μετριότητας του ελληνικού πρωταθλήματος οφείλεται στην υπερβολική παρουσία μέτριων ή κακών ξένων ποδοσφαιριστών, που έχουν το πλεονέκτημα ότι είναι φθηνοί.

Και όσο πιο φθηνοί είναι οι ξένοι ενός πρωταθλήματος, τόσο χαμηλότερα βρίσκεται αυτό το πρωτάθλημα στην κλίμακα της ποιότητας. Η ελληνική εκπροσώπηση στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις αντιμετωπίζει πλέον τον ορατό κίνδυνο της υποβάθμισης. Τα θετικά αποτελέσματα μπορούν να απομακρύνουν αυτόν τον κίνδυνο, αρκεί να μην είναι αποτελέσματα συγκυριακά. Κάτι τέτοιο όμως δεν φαίνεται. Αναρωτιέμαι μήπως χρειάζεται το ελληνικό ποδόσφαιρο να περάσει τα δικά του πέτρινα χρόνια, για να γίνει καλύτερο. Εκτός και αν πιστεύουν κάποιοι ότι το ελληνικό ποδόσφαιρο θα γνωρίσει ημέρες δόξας με την ένταξη των ελληνικών ομάδων στο στοίχημα. Αν αυτή η εξέλιξη συνιστά αισιόδοξη προοπτική, δεν θα ποντάρω ούτε ένα ευρώ πάνω της.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube