Είναι πολύ πιθανόν, αν στο ελληνικό πρωτάθλημα δεν είχαμε τις τιμωρίες «κεκλεισμένων των θυρών», ο μέσος όρος των εισιτηρίων να ήταν μεγαλύτερος. Πόσο μάλλον που δύο ομάδες χρησιμοποιούν το «Σπύρος Λούης», ο Ολυμπιακός έχει το «Γ. Καραϊσκάκης», ενώ υπάρχουν ακόμη γήπεδα, όπως το Καυταντζόγλειο ή το Παγκρήτιο. Βραχυπρόθεσμα βέβαια, ο μέσος όρος των εισιτηρίων θα παρουσίαζε πτώση, αν η ποιότητα του θεάματος δεν ήταν η αναμενόμενη, αν τα παιχνίδια μεταδίδονταν από την τηλεόραση και ειδικά από ελεύθερη συχνότητα και αν η τιμή του εισιτηρίου διαμορφωνόταν σε υψηλά για την αγοραστική δυνατότητα του φιλάθλου επίπεδα. Οταν οι αγγλικές ομάδες έφτιαξαν τα γήπεδά τους, μπήκαν στο χρηματιστήριο και άντλησαν μεγάλο όγκο κεφαλαίων, τα οποία χρησιμοποίησαν για να ενισχύσουν τις ομάδες τους με πρώτης γραμμής ποδοσφαιριστές, τα γήπεδα της Πρέμιερσιπ άρχισαν να γεμίζουν.
Με την πάροδο του χρόνου και τις αλλαγές που έγιναν στις πηγές εσόδων των ομάδων –με την κατάρρευση της τηλεοπτικής αγοράς και την αλλαγή στον τρόπο με τον οποία διαμορφώνονταν οι τιμές των τηλεοπτικών δικαιωμάτων-, οι ομάδες έριξαν ιδιαίτερο βάρος στα σταθερά έσοδα που μπορούσε να προσφέρει το γήπεδο. Σταδιακά, οι τιμές των εισιτηρίων άρχισαν να αυξάνουν, τη στιγμή που όλο και περισσότερες ομάδες προσπαθούσαν -για προφανείς λόγους- να διαθέσουν όλο και μεγαλύτερο αριθμό εισιτηρίων διαρκείας.
Ομως, η διαρκώς αυξανόμενη τηλεοπτική κάλυψη των αγώνων και η στροφή των ομάδων σε ένα κλειστό και αμυντικογενές ποδόσφαιρο, που βοηθούσε στην αποφυγή της ήττας, άρα διασφάλιζε ένα θετικό αποτέλεσμα και συνάμα κέρδη, άρχισε να απομακρύνει σιγά-σιγά τον κόσμο από τα γήπεδα. Φέτος, η τρύπα στις κερκίδες των αγγλικών γηπέδων άρχισε να γίνεται εμφανής. Και τα αίτια είναι με τη σειρά, οι υψηλές τιμές των εισιτηρίων, το μέτριο έως κακό θέαμα και η εκτεταμένη τηλεοπτική κάλυψη.
Η υπεροπλία της Τσέλσι, που οφείλεται στην τεράστια οικονομική δύναμη του ιδιοκτήτη της, αρχίζει να κάνει το αγγλικό πρωτάθλημα προβλέψιμο και εν πολλοίς βαρετό. Ο προπονητής της Τσέλσι, ο Ζοσέ Μουρίνιο, απαντώντας στις κατηγορίες κάποιων ότι οι νίκες με 1-0 δεν προσφέρουν θέαμα, απάντησε ότι «δουλειά μου δεν είναι να προσφέρω θέαμα, αλλά να κάνω την ομάδα να κερδίζει για να πετύχει τους στόχους της». Και όταν μία ομάδα αυτού του επιπέδου πετυχαίνει τους στόχους της, γεμίζει το ταμείο της με αρκετά εκατομμύρια. Ο στόχος πλέον είναι η κερδοφορία και ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.
Μέσα όμως που οι φίλαθλοι μπορεί να τα θεωρούν ακριβά. Στο παιχνίδι της Τσέλσι με αντίπαλο την Αντερλεχτ για το Τσάμπιονς Λιγκ κόπηκαν μόλις 29.570 εισιτήρια, σε ένα γήπεδο χωρητικότητας 44 χιλιάδων θέσεων. Ηταν αποτέλεσμα της διαμαρτυρίας των φίλων της Τσέλσι, που είδαν την ομάδα τους να ορίζει το φθηνότερο εισιτήριο στις 49 λίρες, δηλαδή κοντά στα 75 ευρώ, πράγμα που σημαίνει ότι ένας πατέρας με τον γιο του θα πλήρωναν 150 ευρώ για να δουν το παιχνίδι.
Για να κάνει κάποιος συγκρίσεις, ορίστε το κόστος δύο εισιτηρίων, ένα για ενήλικο και ένα για παιδί. Στη Νιούκαστλ το κόστος φθάνει τα 89,6 ευρώ, στην Μπέρμιγχαμ τα 97 ευρώ, στην Πόρτσμουθ τα 82, στην Εβερτον τα 73, στη Ρεάλ τα 46,5, στην Μπόλτον τα 42, στη Βαλένθια τα 41,5, στη Χέρεφορντ τα 35,2, στη Ρόμα τα 34,4, στη Γιουβέντους τα 33,5, στην Αστον Βίλα τα 32, στη Γουόκινγκ τα 32, στην Μπάγερν τα 23,5, στην Μπορούσια Ντόρτμουντ τα 19,2, πάντα σε ευρώ, ενώ στη Σάλκε το κόστος για ενήλικο και παιδί φθάνει στα 15,4.
Πείτε μου λοιπόν, με ποια οικονομική ή άλλη λογική δύο άτομα την περασμένη Κυριακή θα πλήρωναν 60 ευρώ για να δουν το παιχνίδι Ακράτητος-Λάρισα, την ώρα που δύο ενήλικοι –όχι ένας ενήλικος και ένα παιδί- πληρώνουν 40 ευρώ για να δουν Νέντβεντ, Ιμπραΐμοβιτς και Βιεϊρά να αγωνίζονται με τη φανέλα της Γιουβέντους ή το ίδιο ποσό για να δουν με το φθηνότερο εισιτήριο ένα παιχνίδι της Ρεάλ στο «Μπερναμπέου»;
Μήπως οι Ελληνες «επενδυτές», που πιστεύουν ότι μόνο ένα καινούργιο γήπεδο νομιμοποιεί τις παλαβές –για την αγοραστική δύναμη του Ελληνα- τιμές των εισιτηρίων, πρέπει να αναθεωρήσουν τις απόψεις τους; Γιατί υπάρχουν και τα άδεια γήπεδα.