Είναι από εκείνες τις συνηθισμένες ποδοσφαιρικές κουβέντες που κάνεις με φίλους και που τελικά βγάζουν θέμα. Την πρώτη αγωνιστική του Τσάμπιονς Λιγκ, παρακολουθώντας το παιχνίδι της Λιόν με τη Ρεάλ γύρω από κάτι σουβλάκια και μία μεγάλη οθόνη τηλεόρασης, ένας της παρέας, σπουδασμένος στη Γαλλία και παραδοσιακός γαλλόφιλος –περισσότερο λόγω του κρασιού και λιγότερο λόγω του ποδοσφαίρου-, είπε τη μεγάλη κουβέντα: «Οι δικοί μου Βραζιλιάνοι είναι καλύτεροι από τους δικούς σας». Κράτησα την παρατήρηση στη μνήμη μου και με την πρώτη ευκαιρία υποσχέθηκα στον εαυτό μου να την ψάξω λίγο παραπάνω.
Το πρώτο ενδιαφέρον στοιχείο έχει να κάνει με τον αριθμό των Βραζιλιάνων που αγωνίζονται στις ομάδες που μετέχουν στους ομίλους του Τσάμπιονς Λιγκ. Είναι η δεύτερη σε αριθμό εθνικότητα (από τις 71 που υπάρχουν στις ομάδες των ομίλων) που συναντούμε σε ομάδες του Τσάμπιονς Λιγκ, με 67 ποδοσφαιριστές, αν έχω μετρήσει σωστά, πίσω από τους Ισπανούς. Αλλωστε, οι Ισπανοί μετέχουν με τις περισσότερες ομάδες, τέσσερις ή τεσσερισήμισι, αν υπολογίσουμε και τη Λίβερπουλ, και συνάμα η Ισπανία είναι η χώρα που εξάγει τους περισσότερους ποδοσφαιριστές. Το αξιοσημείωτο με τους Βραζιλιάνους είναι ότι είναι περισσότεροι από Γάλλους, Αγγλους, Γερμανούς, Ιταλούς και Ολλανδούς. Από την άλλη, η Λίβερπουλ είναι η πρώτη ομάδα που κέρδισε το Κύπελλο, από το 1999 που το σήκωσε η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, χωρίς Βραζιλιάνο στο ρόστερ της. Μήπως λοιπόν η συνταγή της επιτυχίας στο Τσάμπιονς Λιγκ λέει ότι πρέπει να έχεις Βραζιλιάνο στο ρόστερ σου;
Οι περισσότερες ομάδες, η Μίλαν, η Ιντερ, η Μπάρτσα, η Αρσεναλ, έχουν. Ακόμη και η σταχτοπούτα Τουν έχει μία πεντάδα Βραζιλιάνων. Δεύτερης σειράς βέβαια, αλλά Βραζιλιάνους. Νομίζω ότι άνετα θα μπορούσε κάποιος να χωρίσει ποδοσφαιρικά την Ευρώπη στις ομάδες που έχουν Βραζιλιάνους και σε εκείνες που δεν έχουν, αν και γενικά οι Βραζιλιάνοι προτιμούν τη Μεσόγειο. Ο μόνος Βραζιλιάνος όμως που υπάρχει στους εκπροσώπους των Αγγλων είναι ο Τζιλμπέρτο της Αρσεναλ. Ενας κακεντρεχής θα μπορούσε να παρατηρήσει ότι γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο η Αρσεναλ δεν μπορεί να πετύχει κάτι στη διοργάνωση, μιας και οι Βραζιλιάνοι δεν ταιριάζουν στη βρετανική νοοτροπία. Αλλά δεν είναι μόνο θέμα νοοτροπίας. Για τη μεταγραφή σε αγγλική ομάδα ποδοσφαιριστή που προέρχεται από χώρα εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης ισχύουν πολύ αυστηροί περιορισμοί, που έχουν να κάνουν με τις συμμετοχές του στην εθνική του ομάδα. Και όσο περισσότερες είναι οι συμμετοχές ενός Βραζιλιάνου στην εθνική της χώρας του, τόσο πιο ψηλά εκτοξεύεται η τιμή του.
Ενα παράδειγμα είναι η περίπτωση του Φρεντ, του 22χρονου Βραζιλιάνου που εντάχθηκε στο δυναμικό της Λιόν. Πέτυχε 40 γκολ σε 43 παιχνίδια με την Κρουζέιρο, αλλά και να ήθελε μία αγγλική ομάδα να τον αποκτήσει δεν θα μπορούσε, μιας και δεν έχει συμπληρώσει έναν συγκεκριμένο αριθμό συμμετοχών με την εθνική ομάδα των «καριόκας». Οταν θα φτάσει τον συγκεκριμένο αριθμό, μόνο ο Αμπράμοβιτς θα μπορεί να τον αγοράσει ή η Ρεάλ. Αν αυτός ο περιορισμός μειώνει την ανταγωνιστικότητα των αγγλικών ομάδων, που δεν μπορούν να εντάξουν στο δυναμικό τους τον αφρό του ποδοσφαιρικού ταλέντου από την Αφρική και τη Λατινική Αμερική, από την άλλη τις προφυλάσσει από την εισαγωγή μέτριων ή κακών και συνάμα υπερεκτιμημένων ποδοσφαιριστών.
Παρ' όλα αυτά, οι σκάουτερ των αγγλικών ομάδων θα μπορούσαν να κατηφορίσουν στο Περού, όπου γίνεται το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα των Παίδων, για να εντοπίσουν ταλέντα που θα μπορούσαν να «μεγαλώσουν» ποδοσφαιρικά στα δικά τους φυτώρια στην Αγγλία. Το ερώτημα είναι: Η ένταξη ενός ταλαντούχου Λατινοαμερικανού πιτσιρικά στο ευρωπαϊκό σύστημα ποδοσφαιρικής ανάπτυξης, ένα σύστημα που βασίζεται στην πειθαρχία και τον προγραμματισμό, θα επιτρέψει στο «άρωμα» της ποιητικής αναρχίας που υπάρχει στα γονίδια του ποδοσφαιρικού ταλέντου του να πλημμυρίσει το γήπεδο ή θα το καταστρέψει;