Ο Φίλιππος Συρίγος, κάνοντας μία από τις πιο εύστοχες παρατηρήσεις που έχουν γίνει ποτέ για άνθρωπο του ελληνικού αθλητισμού, τόνισε την Κυριακή το βράδυ στο δελτίο ειδήσεων του ΜΕGA πως το καταπληκτικό στην περίπτωση του Γιαννάκη είναι ότι ως κόουτς είναι εντελώς διαφορετικός από αυτό που ήταν ως αθλητής. Ο Συρίγος, που τον παρακολουθεί είκοσι και πλέον χρόνια, έχοντας καταγράψει την πορεία του, έχει την πολυτέλεια του εύστοχου της παρατήρησης. Οι πιο πολλοί Ελληνες προπονητές είναι δύσκολο να «σκοτώσουν» τον αθλητή, δηλαδή να ανταγωνιστούν τον εαυτό τους.

Με το βλέμμα να γυαλίζει

Ο Παναγιώτης Γιαννάκης είναι ένας δικαιωμένος άνθρωπος. Ανεξάρτητα από το κοουτσάρισμά του (την ωριμότητα του οποίου έκριναν άλλοι, περισσότερο αρμόδιοι από εμένα), αυτό που έχει σημασία είναι ότι κατάφερε να διαχειριστεί άψογα μια ομάδα που πήγε στη Σερβία με τον τίτλο του φαβορί και τον τίμησε, κερδίζοντας τη διοργάνωση. Είναι η πρώτη ελληνική ομάδα που πετυχαίνει κάτι τέτοιο. Στην προκειμένη περίπτωση, ο κόουτς Γιαννάκης βοηθήθηκε πολύ από τον ασυμβίβαστο με την ήττα αθλητή Γιαννάκη -κυρίως γιατί δεν τρόμαξε από το βάρος της αποστολής. Μη έχοντας λόγια να περιγράψω το σπάνιο του χαρακτήρα του συγκεκριμένου ανθρώπου, δημοσιεύω την επιστολή ενός φίλου αναγνώστη, μπασκετόφιλου, του Ανδρέα Τσαούση, ο οποίος μιλά για τον Γιαννάκη καλύτερα από ό,τι θα μπορούσα να το κάνω εγώ, επικαλούμενος ένα ματς από τη μυθολογία του μεγάλου Αρη.

Νίκαια

«Μερικές από τις πιο έντονες αναμνήσεις μου που αφορούν στον αθλητισμό έχουν συνδεθεί με τον Γιαννάκη και τον Γκάλη. Μία από αυτές θέλω να τη μοιραστώ μαζί σου, διότι θεωρώ πως το φαινόμενο Γιαννάκης είναι μοναδικό. Ακόμα πιο μοναδικό ήταν το πόσο ταίριαξε με τον Γκάλη, αν σκεφτεί κανείς από πού ερχόταν ο καθένας. Ο ένας ήταν από το Νιου Τζέρσεϊ και ήταν ποτισμένος με την προτεσταντική αμερικάνικη νοοτροπία της αδιάκοπης δουλειάς και της προσήλωσης στον στόχο. Ο άλλος, όμως, πού στο διάολο τη βρήκε αυτή τη νοοτροπία στη Νίκαια της δεκαετίας του '70, κανένας στα σοβαρά δεν μπορεί να το εξηγήσει.

Ενίσχυση

Ας πάω στην ιστορία μου. Πρέπει να ήταν 1991, στην τελευταία χρονιά του μεγάλου Aρη, λίγο πριν ο Γκάλης κατηφορίσει στην Αθήνα. Aν θυμάσαι, η χρονιά εκείνη ξεκίνησε με έναν ξένο προπονητή και τον Γουόλτερ Μπέρι ως μοναδική σοβαρή ενίσχυση. Υστερα από δύο μήνες είχαν καταστραφεί όλα λόγω του οικονομικού ανοίγματος και της αδυναμίας της διοίκησης να βρει χρήματα. Ο Aρης είχε μια ανεκδιήγητη ομάδα, μιας και είχαν φύγει όλοι εκτός από τους δύο. Ξένοι δεν υπήρχαν και η ομάδα είχε αρχίσει να χάνει και στην Ελλάδα. Κάπου μετά τα Χριστούγεννα η διοίκηση κάπως τα βόλεψε και ως συνέπεια βρέθηκαν κάτι ξένοι για να βοηθήσουν στο ελληνικό πρωτάθλημα, οι οποίοι όμως στην Ευρώπη δεν είχαν δικαίωμα συμμετοχής. Ετσι, έγινε το εξής παράδοξο: να υπάρχει ένας Αρης στην Ευρώπη με τέσσερις ουσιαστικά παίκτες, αλλά σοβαρός στην Ελλάδα, που είχε ξαναρχίσει να νικά.

Διαφορά

Στο τελευταίο παιχνίδι του ομίλου παιζόταν θεωρητικά η τέταρτη θέση, την οποία αν ο Αρης έπαιρνε, θα μπορούσε να προκριθεί στους οκτώ. Επρεπε όμως να νικήσει στο Πέζαρο την πολύ δυνατή τότε Σκαβολίνι και μάλιστα με σημαντική διαφορά πόντων για να περάσει. Η ομάδα που κατέβηκε ήταν εμφανώς για γέλια. Αν θυμάμαι καλά, μόνο έξι παίκτες ήταν αξιόμαχοι και νομίζω βασικός έπαιζε ο Βαγγέλης Βουρτζούμης, που στο πρωτάθλημα συμπλήρωνε τον πάγκο. Το ματς έχει φτάσει στο 30' και η ομάδα διασύρεται. Από εκείνη τη στιγμή ξεκινά κάτι που δεν το έχω ξαναδεί στη ζωή μου.

Θυμωμένος

Αποφασίζουν οι δύο γίγαντες πως δεν μπορεί να τελειώσουν έτσι την ευρωπαϊκή σεζόν. Κι αρχίζουν μια τρελή κούρσα όχι απλά για να καλύψουν τη διαφορά, αλλά για να νικήσουν στο ματς! Οι δυο τους αρχίζουν και πιέζουν σαν τρελοί. Θυμάμαι τον Γιαννάκη να είναι τόσο θυμωμένος, ώστε να τραβάει και να ουρλιάζει σε όποιον ήταν δίπλα του και φορούσε κίτρινα. Το καταπληκτικό γινόταν στην εξέδρα: ένα ολόκληρο γήπεδο, συνεπαρμένο από όσα έβλεπε, άρχισε να παροτρύνει τον Αρη εναντίον της δικής του ομάδας! Ο κόσμος έβλεπε ένα σόου δύο απίστευτων παικτών: ό,τι έφευγε από τα χέρια τους, έμπαινε.

Αμυνα

Ο Γιαννάκης, με το μάτι να γυαλίζει, έπαιζε άμυνα για τρεις παίκτες. Το ματς γύρισε με ένα τρομερό σερί και χάθηκε για λίγο στο τελευταίο λεπτό, όταν ο Αρης είχε ξεμείνει εντελώς από παίκτες. Αυτό που έγινε στο τέλος δεν μπορεί να περιγραφεί. Το γήπεδο όρθιο, να χειροκροτεί τον Αρη και οι παίκτες της Σκαβολίνι να έχουν παραταχθεί σε σειρά και να αποδίδουν τιμές ένας-ένας στους δύο μεγάλους παίκτες, σφίγγοντάς τους με θαυμασμό το χέρι.

Χρονιά

Δεν ήταν η ελπίδα της πρόκρισης που τους έδωσε δύναμη. Ετσι κι αλλιώς, ο μοναδικός στόχος εκείνη τη δραματική χρονιά ήταν να σωθεί το πρωτάθλημα στην Ελλάδα. Η ομάδα είχε πάει στην Ιταλία σχεδόν μόνη και πρέπει εκείνο το ματς να το είδαν οι λιγότεροι που θα μπορούσα να φανταστώ. Κανένας από την τότε παρέα μου δεν ήθελε να το δει, διότι πολύ απλά δεν άντεχε να βλέπει τον διασυρμό μιας ομάδας που αγαπήθηκε όσο καμία.

Δύναμη

Πού τη βρήκε τη δύναμη ο Γιαννάκης; Νομίζω ότι αυτό που δεν άντεξε ήταν τα βλέμματα της λύπησης που είδε από την εξέδρα. Το βλέμμα του εκείνο το βράδυ, θα το θυμάμαι για όλη μου τη ζωή. Αυτό το ματς που σου λέω δεν πρέπει να υπάρχει καν σε βιντεοκασέτα. Αν υπάρχει, ας τη δείξουν στον Μπάουερμαν, ο οποίος παραιτήθηκε τρία λεπτά πριν από το τέλος».

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube