Η μάχη εναντίον της νομοτέλειας είναι, εξ ορισμού, άνιση. Η Εθνική, αύριο στην Κοπεγχάγη, παίζει (ό,τι μοιάζει σαν) το τελευταίο χαρτί σε τούτη τη μάχη. Ποια είναι η νομοτέλεια-εχθρός; Ότι, όταν η δύναμη από το μέσον της αγοράς εκτοξεύεται στην κορυφή, αμέσως μετά η φυσιολογική πορεία είναι η επιστροφή. Η υποχώρηση. Η κατιούσα.
Η επανάληψη, μήτηρ μαθήσεως, ουδένα έβλαψε. Άλλη μία φορά, λοιπόν:
•Η Τσεχοσλοβακία, πρωταθλήτρια Ευρώπης το '76 στο Βελιγράδι, το '78 δεν πήγε στο Μουντιάλ της Αργεντινής.
•Η Δανία, πρωταθλήτρια Ευρώπης το '92 στο Γκέτεμποργκ, το '94 δεν πήγε στο Μουντιάλ των Ηνωμένων Πολιτειών.
•Η Τσεχία, φιναλίστ του EURO '96 στο Ουέμπλεϊ, το '98 δεν πήγε στο Μουντιάλ της Γαλλίας.
Κι από την ανάποδη (διαδρομή):
•Η Τουρκία, τρίτη του Μουντιάλ 2002, το 2004 δεν πήγε στο Ευρωπαϊκό της Πορτογαλίας.
•Η Κροατία, τρίτη του Μουντιάλ '98, το 2000 δεν πήγε στο Ευρωπαϊκό των Κάτω Χωρών.
•Η Σουηδία, τρίτη του Μουντιάλ '94, το '96 δεν πήγε στο Ευρωπαϊκό της Αγγλίας.
•Η Πολωνία, τρίτη του Μουντιάλ '82, το '84 δεν πήγε στο Ευρωπαϊκό της Γαλλίας.
Αυτή είναι η νομοτέλεια, απέναντι (τώρα) στην Ελλάδα. Η ιστορία διδάσκει ότι οι back-to-back εμφανίσεις στα μεγάλα τουρνουά είναι το συνήθως (όχι πάντοτε) εφικτό, μονάχα για την «πρώτη ταχύτητα» του παιγνιδιού στην Ευρώπη. Για την ελίτ. Τις Ολλανδίες, τις Γαλλίες, τις Ιταλίες, τις Αγγλίες. Κυρίως, και πρωτίστως, τη (Δυτική ή ενωμένη) Γερμανία. Για τους υπόλοιπους, λίγο ως πολύ ισχύει η λογική των σποραδικών ευκαιριών. Η διαδικασία των κύκλων και των γενεών.
Για τόσο εκ των προτέρων άνιση μάχη, οι ελληνικές πιθανότητες στην τρέχουσα συγκυρία είναι ανέλπιστα πολλές. Πόσες; Όσες αντιστοιχούν (εφόσον δεχθούμε ότι η ισοπαλία δεν μας κάνει) στο ενδεχόμενο νίκης. Τριάντα τρεις, και κάτι, στις εκατό. Πιο απλά, μία στις τρεις. Εφόσον, μάλιστα, δεχθούμε ότι η νίκη της Τουρκίας την Τετάρτη στα Τίρανα δεν είναι ήδη δεδομένη, τότε αυτομάτως οι ελληνικές πιθανότητες διπλασιάζονται. Εξήντα έξι, και κάτι, στις εκατό. Δύο στις τρεις.
Ποτέ δεν ξέρεις. Εάν αποδειχθεί ανέφικτο να 'χουμε στα χέρια ολόκληρη την τύχη μας εν όψει της τελευταίας αγωνιστικής, δεν θα είναι ασήμαντο να 'χουμε, τουλάχιστον, τη μισή. Η ισοπαλία, στο «Πάρκεν», εξουδετερώνει το να ενδιαφερόμαστε και για το τι θα κάνουν, μετά, οι Δανοί στο Αλμάτι. Ας έχουμε μόνο την αγωνία για το «Κεμάλ Στάφα».
Η πρόκριση στο Μουντιάλ 2006, η οποία (ακόμη και στο ιδεατό σενάριο) δεν θα κριθεί πριν από τα πλέι-οφ του Νοεμβρίου, δεν νοείται να είναι ο αυτοσκοπός του ελληνικού ποδοσφαίρου. Τι θα 'ναι; Το γλυκύτατο φινάλε του κύκλου των «ηρώων της Πορτογαλίας». Θα χαρώ να πάμε στη Γερμανία, μονάχα γι' αυτούς. Για την ομογένεια, επίσης. Και για το κομμάτι του κόσμου που έχει κιόλας πάρει εισιτήριο να πάει με τους Γεωργιανούς στο Καραϊσκάκη, (σ' ένα τελευταίο «ευχαριστώ») δίχως να περιμένει, πρώτα, το αποτέλεσμα στη Δανία.
Ουδείς άλλος στο ευρύτερο περιβάλλον, μόνον η ομάδα κι ο κόσμος που περιγράψαμε, αξίζει (διότι, απλούστατα, σε ουδένα άλλον αρμόζει) να ζήσει τούτη τη χαρά. Ο Ρεχάγκελ περιγράφεται «από μέσα» ανόρεκτος, αν η ομάδα αποκλειστεί, να μείνει και να κτίσει κάτι νέο με ορίζοντα το 2008. Ένας λόγος είναι, οπωσδήποτε, ο βιολογικός. Το 2008, θα 'ναι ακριβώς 70 ετών. Παρά ταύτα, εάν έβλεπε κάτι ν' αξίζει τον κόπο των επιπλέον δύο χρόνων, θα έμενε.
Η ουτοπία είναι να προσμένουμε ότι αύριο η Εθνική θα παίξει «όπως στην Πορτογαλία». Δεν θα παίξει όπως στην Πορτογαλία. Δεν γίνεται ν' αναπαραχθούν οι συνθήκες εκείνων των 23 ημερών, ν' αναπαραχθεί το πνεύμα, η αύρα, το momentum. Συνεπώς, πώς ν' αναπαραχθεί κι η απόδοση; Δεν αρκούν οι ίδιοι (ή περίπου οι ίδιοι) έντεκα ποδοσφαιριστές, με το ίδιο επιτελείο γύρω τους. Η Ιταλία ποτέ δεν ξανάπαιξε «όπως στο Μουντιάλ '82», μάλιστα στο EURO '84 δεν πήγε καν. Ούτε οι Αγγλοι ξανάπαιξαν ποτέ «όπως στο Μουντιάλ '66».
Πώς, λοιπόν, μπορεί ρεαλιστικά η ομάδα να υπερασπιστεί αυτές τις (μία, ή δύο, στις τρεις) πιθανότητες; Με κάτι καλύτερο, απ' ό,τι έως σήμερα υπήρξε το καλύτερό της ματς σ' αυτήν την προκριματική καμπάνια. Ποιο είναι, μέχρι στιγμής, το καλύτερό της ματς; Δεν υπάρχει, ανάμεσα στα προηγούμενα δέκα. Δεν υπάρχει και... πρόβλημα, γι' αυτό. Στις προκριματικές φάσεις οι ομάδες δεν αγωνίζονται (μία ή δύο φορές, στο τόσο) για να κάνουν καλά παιγνίδια. Αγωνίζονται, για να μαζέψουν καλούς πόντους. Με την προσδοκία ότι τα καλά παιγνίδια θα τα κάνουν, διαδοχικά ένα κάθε τρεις-τέσσερις ημέρες και με το κίνητρο υψηλό, στο τουρνουά. Όχι πριν από το τουρνουά.
Στις προκριματικές διαδρομές, υπάρχουν μόνον καλά διαστήματα. Το καλύτερο ελληνικό τέτοιο ήταν το α' ημίχρονο κατά της Δανίας (πριν αποσυρθούν εξαντλημένοι στο β', με υψηλό πυρετό, ο Ζαγοράκης κι ο Καραγκούνης) τον Φεβρουάριο στο Νέο Φάληρο. Ένα τέτοιο όπως τότε, αλλά σε α'+β' μέρος, ακούγεται σήμερα το μάξιμουμ εφικτό. Θα 'ναι το ιδανικό. Όσο πιο γρήγορα βάλουμε τους, εύθραυστης (τούτη τη στιγμή) ψυχολογίας, Δανούς σε κακές σκέψεις, τόσο το καλύτερο. Αν θα 'ναι κι αρκετό, ποιος να το πει;