Ο πάγκος μιας εθνικής ομάδας είναι τελείως διαφορετική υπόθεση από τον πάγκο ενός συλλόγου. Ο προπονητής μιας εθνικής ομάδας, παρ' ότι δεν δοκιμάζεται αγωνιστικά στον ίδιο βαθμό με τον προπονητή ενός συλλόγου, αντιμετωπίζει πολύ μεγαλύτερη πίεση, μιας και η ομάδα που προπονεί αντιπροσωπεύει μια χώρα.

Οι επικριτές ενός ομοσπονδιακού προπονητή είναι, θεωρητικά, όλοι οι ποδοσφαιρόφιλοι μιας χώρας. Οι επικριτές του προπονητή ενός συλλόγου είναι κυρίως οι φίλοι της ομάδας. Ο ομοσπονδιακός προπονητής, πέρα από τις προφανείς δυσκολίες που έχει στη δουλειά του, πολλές φορές έρχεται αντιμέτωπος και με τους προπονητές των συλλόγων, όταν επιλέγει ποδοσφαιριστές για τη στελέχωση της εθνικής ομάδας. Οι προπονητές των συλλόγων –ιδιαίτερα των μεγάλων- συχνά δυσανασχετούν για την κλήση των ποδοσφαιριστών τους στις εθνικές ομάδες, μιας και οι ομάδες έχουν επενδύσει μεγάλα χρηματικά ποσά στους παίκτες και ένας πιθανός τραυματισμός θα τους στοιχίσει οικονομικά και αγωνιστικά.
Η σύγκρουση των μεγάλων και πλούσιων συλλόγων με τις εθνικές ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες είναι μια σύγκρουση που βράζει κάτω από τη λαμπερή επιφάνεια του σύγχρονου ποδοσφαίρου και όταν αναδυθεί, αυτό θα γίνει με πολύ μεγάλη ένταση. Το κοινό χαρακτηριστικό που έχει ο προπονητής μιας εθνικής ομάδας με τον προπονητή ενός συλλόγου είναι ότι και οι δύο κρίνονται με βάση τα αποτελέσματα. Βέβαια, για έναν ομοσπονδιακό προπονητή η κρίση γίνεται συνήθως ανά διετία και ανάλογα με το αν έχει επιτύχει τον στόχο της πρόκρισης στην τελική φάση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος (ή των ανάλογων διοργανώσεων στις άλλες Ηπείρους) ή στα τελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου.

Όπως πολύ εύκολα καταλαβαίνει κάποιος, η πίεση σε έναν προπονητή και οι απαιτήσεις για διακρίσεις διαφοροποιούνται ανάλογα με το προφίλ της κάθε εθνικής ομάδας. Στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της Πορτογαλίας, για παράδειγμα, ήταν τελείως διαφορετική η πίεση που είχαν να αντιμετωπίσουν ο Ολλανδός Ντικ Αντβοκαατ και ο Γερμανός Ρούντι Φέλερ από την πίεση που είχαν να αντιμετωπίσουν ο Στάρκοβς της Λετονίας και ο Οτο Ρεχάγκελ (παρ' ότι ο Οτο μετά την κατάληψη της πρώτης θέσης ανέβασε τον πήχη των προσδοκιών).

Δεν είναι να απορεί κανείς για το ότι μετά το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της Πορτογαλίας επτά από τους προπονητές των ομάδων που βρέθηκαν εκεί δεν συνέχισαν με τις ομάδες τους, είτε γιατί παραιτήθηκαν είτε γιατί δεν τους ανανεώθηκε το συμβόλαιο. Κι αυτοί που πλήρωσαν τη νύφη ήταν εκείνοι που δεν μπόρεσαν να επιτύχουν τη διάκριση των δυνατοτήτων τους, με δεδομένη τη δυναμική της ομάδας τους. Η παγκοσμιοποίηση στο ποδόσφαιρο, πέρα από τις όποιες αλλαγές επέφερε στα χαρακτηριστικά του παιχνιδιού –αγωνιστικά και εξωαγωνιστικά- επηρέασε σε επίπεδο οργάνωσης και φυσιογνωμίας και τις εθνικές ομάδες.

Τα τελευταία χρόνια είναι όλο και πιο συνηθισμένο το φαινόμενο στον πάγκο των εθνικών ομάδων να κάθονται προπονητές διαφορετικής εθνικότητας. Η τάση αυτή μπορεί να ήταν διαδεδομένη κάποτε για τις αναπτυσσόμενες χώρες, αλλά τώρα διευρύνεται και στις εθνικές των ανεπτυγμένων ποδοσφαιρικά χωρών. Μπορείτε να το δείτε να συμβαίνει στην Ευρώπη, κάτι που μπορεί να οδηγήσει και στην ομογενοποίηση των ποδοσφαιρικών χαρακτηριστικών. Οι αθλητικογράφοι συχνά χρησιμοποιούμε στερεότυπα όταν μιλούμε για τα αγωνιστικά χαρακτηριστικά των εθνικών ομάδων, π.χ. «η γαλλική φινέτσα», «η γερμανική αποφασιστικότητα», «η αμυντική δεινότητα» των Ιταλών, «οι χορευτές Βραζιλιάνοι».
Τώρα πια βλέπουμε αυτά τα χαρακτηριστικά να διαχέονται ή να αδυνατίζουν. Κάποτε ο όρος «Βραζιλιάνος αμυντικός» ήταν για γέλια, ενώ πριν από τέσσερα χρόνια αν κάποιος υποστήριζε ότι η Εθνική Ελλάδας θα αποκτούσε χαρακτηριστικά του γερμανικού ποδοσφαίρου -συμπεριλαμβανομένης της πάλαι ποτέ αποτελεσματικότητας των Τευτόνων- , θα τον παίρναμε με τις πέτρες.

Το ίδιο θα κάναμε και με κάποιον που θα υποστήριζε ότι οι Κινέζοι θα μπορούσαν να παίξουν σαν Ολλανδοί, επειδή στον πάγκο της εθνικής τους κάθισε ο Χάαν. Αν κάποιος παρατηρήσει προσεκτικά τα χαρακτηριστικά των εθνικών ποδοσφαιρικών ομάδων, θα διαπιστώσει ότι όλες αρχίζουν να δίνουν ιδιαίτερο βάρος στον σχεδιασμό του μάρκετινγκ και τη μεγιστοποίηση των εσόδων τους από τα τηλεοπτικά δικαιώματα και τους χορηγούς.
Οι αλλαγές αυτές δεν προκαλούν κραδασμούς σε ομάδες χωρών που είναι οργανωμένες, σχεδιάζουν προσεκτικά και –κυρίως- το ποδοσφαιρικό τους οικοδόμημα πατάει σε γερές βάσεις. Κάτι που δεν μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι ισχύει για το ελληνικό ποδόσφαιρο. Η προσπάθεια της Εθνικής ομάδας για πρόκριση στην τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2006 απέτυχε.

Και αυτή η αποτυχία κλείνει την παρένθεση που άνοιξε με τον ερχομό του Ρεχάγκελ στον πάγκο της Εθνικής. Ίσως γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο οι Έλληνες φίλαθλοι που θα βρεθούν το βράδυ της Τετάρτης στο γήπεδο «Γ. Καραϊσκάκης» πρέπει με το χειροκρότημά τους να τιμήσουν και να ευχαριστήσουν όλους εκείνους που πρωταγωνίστησαν στο θαύμα της Πορτογαλίας. Αν δεν κλείσουμε τα μάτια, πρέπει να ομολογήσουμε ότι το βασικό συμπέρασμα που προκύπτει από τον απολογισμό της προσπάθειας που ξεκίνησε την επομένη της κατάκτησης του Ευρωπαϊκού Κυπέλλου είναι πως δεν καταφέραμε να κεφαλαιοποιήσουμε την περσινή επιτυχία.

Και θα πρέπει να αναρωτηθούμε για ποιον λόγο δεν τα καταφέραμε, διότι η πραγματική δοκιμασία για το ελληνικό ποδόσφαιρο και την Εθνική ομάδα θα ξεκινήσει την επομένη του παιχνιδιού με τη Γεωργία. Στο χρονικό διάστημα που θα ακολουθήσει θα ανακαλύψουμε αν το ελληνικό ποδόσφαιρο μπορεί να αλλάξει προς το καλύτερο. Είτε στον πάγκο της Εθνικής βρίσκεται ο Ρεχάγκελ είτε όχι.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube