Τα προμηνύματα της αντιπαράθεσης των συλλόγων με τις εθνικές ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες και τη ΦΙΦΑ τα είχαμε εντοπίσει οι περισσότεροι πριν από τρία χρόνια περίπου. Λίγο πριν και μετά το Μουντιάλ του 2002. Και πολλοί ήταν σίγουροι ότι η διαφαινόμενη σύγκρουση που θα ξεσπούσε κάποια στιγμή αργότερα, θα ήταν τόσο σοβαρή που θα μπορούσε ν' αλλάξει το πρόσωπο του σύγχρονου ποδοσφαίρου το ίδιο δραστικά όσο το άλλαξε και η υπόθεση Μποσμάν. Η G-14 έχει κατ’ επανάληψη επιτεθεί στη ΦΙΦΑ για το ζήτημα που αποτελεί το αγκάθι ανάμεσα στους συλλόγους και τις εθνικές ομοσπονδίες και τη ΦΙΦΑ.

Το δικαίωμα ν' αποζημιώνονται οι σύλλογοι που επιτρέπουν σε ποδοσφαιριστές τους ν' αγωνίζονται με τις εθνικές ομάδες των χωρών τους, αλλά ν' αποζημιώνονται από τη ΦΙΦΑ κι όχι από τις εθνικές ομοσπονδίες. Η G-14, μάλιστα, έχει καταθέσει εδώ και ένα περίπου χρόνο επίσημο αίτημα ικανοποίησης των απαιτήσεών της στην επιτροπή ανταγωνισμού του ελβετικού υπουργείου Εμπορίου. «Το γεγονός είναι ότι οι εθνικές ομοσπονδίες κερδίζουν πολύ μεγάλα χρηματικά ποσά από τα τηλεοπτικά δικαιώματα και το σπόνσορσιπ, εκμεταλλευόμενες ένα περιουσιακό στοιχείο που δεν κατέχουν. Αυτή η κατάσταση πρέπει να σταματήσει», δήλωσε πριν από λίγο καιρό ο γ.γ. της G-14, Τόμας Κουρτ, πρώην εκτελεστικός διευθυντής της ΟΥΕΦΑ.

Σύμμαχο στις επιδιώξεις της η G-14 βρήκε τελευταία και στην ένωση των επαγγελματικών ποδοσφαιρικών ενώσεων της Ευρώπης, που δια στόματος του προέδρου της, Ντέιβ Ρίτσαρντς, διεκδικεί το δικαίωμα της αποζημίωσης των ποδοσφαιριστών, όταν καλούνται στις εθνικές τους ομάδες. Το θέμα της κλήσης των ποδοσφαιριστών στις εθνικές και οι κίνδυνοι που προκύπτουν για τις ομάδες, είναι σοβαρά ζητήματα. Ένας πιθανός τραυματισμός ενός μεγάλου ποδοσφαιριστή –ή και περισσότερων, καθώς οι μεγάλες ομάδες έχουν πολλούς διεθνείς στη σύνθεσή τους- σημαίνει μεγάλες απώλειες για την ομάδα. Το αίτημα των συλλόγων γι' αποζημίωση σε περίπτωση τραυματισμού μοιάζει λογικό, με δεδομένο ότι ο σύλλογος έχει επενδύσει ορισμένες φορές ένα τεράστιο ποσό, αγοράζοντας τον ποδοσφαιριστή.

Το αίτημα της αποζημίωσης για τη χρησιμοποίηση του ποδοσφαιριστή από την εθνική ομάδα είναι μάλλον υπερβολικό κι αν θεσπιστεί, θα πλήξει τις λιγότερο ισχυρές ομάδες, που έχουν και μικρότερες οικονομικές δυνατότητες. Αν θα μπορούσε να λυθεί το πρόβλημα της ασφαλιστικής αποζημίωσης της ομάδας σε περίπτωση τραυματισμού ενός ποδοσφαιριστή καθώς και το ποιος θα πληρώνει τα ασφάλιστρα, η σύγκρουση θα ήταν δυνατό ν' αποφευχθεί. Η αλήθεια είναι ότι, προς το παρόν, οι δύο πλευρές αρκούνται σε αψιμαχίες, σ' έναν κλεφτοπόλεμο, αποφεύγοντας την κατά μέτωπο αντιπαράθεση.

Κι αυτό συμβαίνει, γιατί ακόμη δεν έχουν μπει στον χορό οι δικηγόροι. Αν υπάρξει δικαστική εμπλοκή, μετά το αποτέλεσμα –όποιο κι αν είναι- κανείς από τους δύο δεν θα μπορεί να κάνει πίσω. Αν οι σύλλογοι δικαιωθούν από το δικαστήριο, το οποίο θα προτιμήσουν να είναι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και όχι ένα ελβετικό δικαστήριο –η ΦΙΦΑ έχει έδρα της τη Γενεύη-, ο δρόμος δεν θα έχει επιστροφή για τις εθνικές ομοσπονδίες και τη ΦΙΦΑ. Αν η απόφαση είναι ευνοϊκή για την παγκόσμια ομοσπονδία, οι σύλλογοι θα το σκεφθούν πολύ αν θα δώσουν συνέχεια. Είναι πιθανό να επιδιώξουν μία συνέχεια, αν η υπόθεση οδηγηθεί σ' ελβετικό δικαστήριο και η απόφαση είναι εναντίον τους. Όμως, οι νομικοί εκπρόσωποι των συλλόγων, δηλαδή της G-14, εξετάζουν όλες τις πτυχές της υπόθεσης, που είναι πολύ μπερδεμένη και η οποία μπορεί -υπό προϋποθέσεις- να φτάσει μέχρι και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Η προσφυγή στην επιτροπή ανταγωνισμού του ελβετικού εμπορίου από την G-14 είναι μία κίνηση διερευνητικής μάλλον μορφής. Ο Σεπ Μπλάτερ έχει υιοθετήσει μία τελείως αρνητική στάση απέναντι στην G-14 και αποφάσισε να κόψει τελείως τις επαφές μαζί της, γεγονός που μαρτυρά ότι η κόντρα των δύο πλευρών οδηγείται στα άκρα.

Μόλις προχθές, ο Μπλάτερ κατηγόρησε τους ισχυρούς συλλόγους ότι έχουν δημιουργήσει συνθήκες ενός «καπιταλισμού της άγριας δύσης», που μπορεί να σκοτώσει το ποδόσφαιρο, καταστρέφοντας πρώτα απ' όλα τους μικρότερους συλλόγους. Ο Μπλάτερ, στις δηλώσεις του, δεν έκρυψε την ανησυχία του για τις τιμές των εισιτηρίων, που ακριβαίνουν συνέχεια, την αυξανόμενη τηλεοπτική κάλυψη των αγώνων, τον ρόλο των μάνατζερ στις μεταγραφές και τις προκλητικές αμοιβές των ποδοσφαιριστών. Βέβαια, αυτές οι ανησυχίες του Μπλάτερ, παρά το γεγονός ότι βασίζονται σε αληθείς διαπιστώσεις, είναι υποκριτικές, μιας και φοβάται μήπως οι μεγάλες ομάδες πάρουν το παιχνίδι στα χέρια τους, παρακάμπτοντας τη ΦΙΦΑ. Πρόκειται για ένα παιχνίδι εξουσίας μ' έπαθλο το ίδιο το ποδόσφαιρο.

Ο Μπλάτερ, που ανακάλυψε τον «καπιταλισμό της άγριας δύσης» στο ποδόσφαιρο, ξεχνά ότι αυτός ο καπιταλισμός του επέτρεψε να πουλήσει τα τηλεοπτικά δικαιώματα του Μουντιάλ του 2006 αντί 975 εκατομμυρίων ευρώ, δεκαπέντε φορές περισσότερο απ' όσο πουλήθηκαν τα δικαιώματα του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1990. Ο Μπλάτερ αγνοεί ή κάνει ότι αγνοεί πως από τρεις μόνο σπόνσορες -Coca Cola, McDonalds και την αεροπορική εταιρεία Emirates- η παγκόσμια ομοσπονδία ποδοσφαίρου έβαλε στο ταμείο της για το Μουντιάλ της Γερμανίας 350 εκατομμύρια ευρώ. Σε αυτή τη σύγκρουση είναι δύο τα πράγματα που θ' άξιζε να προσέξουμε.
Το γεγονός ότι ο επαγγελματίας ποδοσφαιριστής θεωρείται ένα «περιουσιακό στοιχείο», κάτι σαν έπιπλο για τους μεγάλους συλλόγους. Θυμίζω ότι μιλούμε για ανθρώπους. Το δεύτερο στοιχείο αφορά στον χαρακτήρα αυτής της σύγκρουσης, που μοιάζει –αν δεν είναι κομμάτι της- με τη σύγκρουση των μεγάλων πολυεθνικών με το κράτος-έθνος, του οποίου τα χαρακτηριστικά και οι νόμοι –σύμφωνα με τις επιχειρήσεις- εμποδίζουν την ανάπτυξη.

Και τα δύο αυτά στοιχεία γεννούν έναν προβληματισμό, όχι μόνο για τα χαρακτηριστικά του παιχνιδιού στο μέλλον, αλλά και των εργασιακών σχέσεων στον χώρο του παγκόσμιου ποδοσφαίρου.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube