Όσοι υποστήριζαν ότι το Μουντιάλ του 2002 θα το ξεχνούσαμε γρήγορα, νομίζω ότι το έκαναν διότι στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Απω Ανατολής δεν είδαμε ιδιαίτερα θεαματικό ποδόσφαιρο και δεν είχαμε την ευκαιρία να θαυμάσουμε το ταλέντο των πολύ μεγάλων ποδοσφαιριστών να ξεδιπλώνεται στο πράσινο χαλί. Θα συμφωνήσω με τις εκτιμήσεις περί θεαματικού ποδοσφαίρου και παρουσίας μεγάλων ποδοσφαιριστών. Όμως δεν νομίζω ότι το Μουντιάλ θα το ξεχάσουμε πολύ γρήγορα.
Έχω την εντύπωση ότι όσο απομακρυνόμαστε χρονικά από την 30ή Ιουνίου 2002, τόσο περισσότερο θα αναφερόμαστε σε αυτό το Παγκόσμιο Κύπελλο. Μια διοργάνωση που νομίζω ότι στο μέλλον θα αναφέρεται ως σημείο καμπής στην εξέλιξη του ποδοσφαίρου. Πέραν τούτων, η μνήμη είναι πολύ μυστήρια. Ας πούμε, θυμάμαι πολύ καλύτερα τα Μουντιάλ του 1990 και του 1998 –παιχνίδια των οποίων είχα την τύχη να δω από κοντά- παρά τα Μουντιάλ του 1982 και του 1986, στα οποία παίχθηκε πολύ καλύτερο ποδόσφαιρο. Από το Μουντιάλ των ΗΠΑ θυμάμαι το πέναλτι του Μπάτζιο. Ευτυχώς, όχι χάρη στη διαφήμιση του Ιωάννη του Βαδιστή.
Μεγάλωσα βλέποντας μπάλα τις δεκαετίες του '70 και του '80 κυρίως και διατηρώ μια αμυδρή τηλεοπτική ανάμνηση από το Μουντιάλ του '70. Διαπαιδαγωγήθηκα ποδοσφαιρικά με την αντίληψη ότι το Παγκόσμιο Κύπελλο είναι η κορυφή του ποδοσφαίρου. Εκεί που παίζουν και αναδεικνύονται οι πραγματικά μεγάλοι ποδοσφαιριστές. Πούσκας, Κοπά, Γκαρίντσα, Εουσέμπιο, Πελέ, Μπανκς, Μπεκενμπάουερ, Σιρέα, Μίλερ, Κρόιφ, Μαραντόνα. Σήμερα δεν είμαι τόσο σίγουρος ότι η άποψη με την οποία διαπαιδαγωγήθηκα ισχύει.
Οι εκπλήξεις που σημειώθηκαν σε αυτό το Παγκόσμιο Κύπελλο δεν θα το αφήσουν να ξεχαστεί. Όμως αυτό το Μουντιάλ του 2002, το οποίο όλοι παρακολουθήσαμε, δεν πιστεύω ότι ήταν η κορυφή του ποδοσφαίρου. Υπάρχουν πολλοί λόγοι που εξηγούν την πτώση της ποιότητας του ποδοσφαίρου που παίχθηκε και οι οποίοι έχουν αναφερθεί από πολλούς συναδέλφους και έχουν αναλυθεί ικανοποιητικά. Νομίζω όμως ότι αυτή η εικόνα που έχω για την πτώση της ποιότητας του ποδοσφαίρου που παίζεται πλέον στα Μουντιάλ έχει να κάνει με κάτι άλλο. Σχεδόν κάθε εβδομάδα μετά το πρώτο δεκαπενθήμερο του Σεπτεμβρίου παρακολουθώ στην τηλεόραση από δύο έως έξι ματς για το Τσάμπιονς Λιγκ που είναι σε μεγάλο βαθμό πολύ καλύτερης ποιότητας από τα παιχνίδια του Μουντιάλ, με τα οποία αναπόφευκτα γίνονται συγκρίσεις.
Θα μου πει κάποιος «άλλο οι εθνικές ομάδες και άλλο οι σύλλογοι». Συμφωνώ, αλλά το ζήτημα είναι η ποιότητα του ποδοσφαίρου. Νομίζω, επίσης, ότι το Κύπελλο Πρωταθλητριών ομάδων Ευρώπης με την τωρινή μορφή του έκανε το ποδόσφαιρο γρηγορότερο, περισσότερο ανταγωνιστικό και ποιοτικό, σε βαθμό τέτοιο που δύσκολα μπορεί να το πλησιάσει ένα τουρνουά σαν το Παγκόσμιο Κύπελλο. Ένα τουρνουά που, συν τοις άλλοις, έχει το μειονέκτημα ότι οι ποδοσφαιριστές που συμμετέχουν σε αυτό είναι ήδη ταλαιπωρημένοι από τα σκληρά και δύσκολα παιχνίδια που έχουν δώσει με τους συλλόγους τους. Σκέφτομαι και κάτι ακόμα που έχει να κάνει με την ιδέα περί της ποδοσφαιρικής διαπαιδαγώγησής μου, την οποία ανέφερα λίγο πριν.
Κάποτε θεωρούσαμε ότι το ζευγάρι των ομάδων του τελικού ήταν μια σύγκρουση ανάμεσα στους 22 καλύτερους ποδοσφαιριστές του κόσμου. Αυτή η αντίληψη τώρα μοιάζει αστεία. Η Βραζιλία του '70 θεωρείται η καλύτερη ομάδα που έπαιξε ποτέ στα γήπεδα, η πιο πλήρης, ενώ η Ολλανδία του '74, η Βραζιλία του '82 και η Ουγγαρία του '54 είναι οι άλλες επιλογές που συμπληρώνουν την τετράδα. Δεν θα μπω στη λογική των συγκρίσεων μεταξύ αυτών των τεσσάρων ομάδων, αλλά θυμηθείτε το ζευγάρι του τελικού της Γιοκοχάμα. Δεν πιστεύω ότι η Βραζιλία και η Γερμανία, το ζευγάρι του τελικού του 2002, περιλαμβάνεται στις δέκα καλύτερες ομάδες του κόσμου όλων των εποχών. Με τίποτα. Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει ότι ο Μπάλακ, ο Καν ή ο Ρονάλντο με τον Ριβάλντο δεν είναι παίκτες παγκόσμιας κλάσης. Απλώς οι εποχές έχουν αλλάξει. Καμία εθνική ομάδα, όσο καλή κι αν είναι, δεν έχει περισσότερους από πέντε ή έξι παίκτες παγκόσμιας κλάσης στη σύνθεσή της.