Έγραφα χθες ότι η ποιότητα του Τσάμπιονς Λιγκ κάνει την ποδοσφαιρική ποιότητα του Παγκοσμίου Κυπέλλου να φαίνεται πολύ φτωχή.

Όχι ότι η Βραζιλία και η Γερμανία, οι ομάδες του τελικού του 2002, δεν είχαν στη σύνθεσή τους κάποιους παίκτες παγκόσμιας κλάσης, αλλά είναι σχεδόν αδύνατο να έχουν παίκτες παγκόσμιας κλάσης σε όλες τις θέσεις της ενδεκάδας. Καμία ομάδα –είτε εθνική είτε σύλλογος- δεν μπορεί να έχει παίκτες παγκόσμιας κλάσης σε όλες τις θέσεις.

Ακόμα και η ομάδα που θεωρήθηκε μία από τις πληρέστερες στην Ευρώπη, η Ρεάλ του 2002, είχε τους αδύναμους κρίκους της. Μπορεί στην άμυνα ο Ελγέρα να ήταν ποδοσφαιριστής επιπέδου, ο Ιέρο όμως ήταν ήδη ξεπερασμένος ποδοσφαιρικά και ηλικιακά, ενώ πολύ δύσκολα μπορεί να θεωρήσει κανείς ότι ο Κάμπο ή ο Καράνκα βρίσκονταν στο ύψος του Ελγέρα.

Ο Ζιντάν και ο Φίγκο ήταν στην καλύτερη εποχή τους, αλλά ο Σέζαρ δεν ήταν του ιδίου επιπέδου. Βέβαια, οι ομάδες του Τσάμπιονς Λιγκ, συγκρινόμενες με τις εθνικές ομάδες έχουν μεγαλύτερο βάθος, μιας και μπορούν να έχουν στη σύνθεσή τους παίκτες από πέντε ή έξι διαφορετικές χώρες. Αυτό είναι που τις κάνει καλύτερες. Οι Βραζιλιάνοι, που δεν φημίζονται για τους αμυντικούς τους, αν θέλουν παίκτες παγκόσμιας κλάσης πρέπει να τους δημιουργήσουν. Και αυτό θέλει χρόνο. Η Μπάγερν, η Ρεάλ ή η Τσέλσι, όμως, όταν χρειαστεί, αγοράζουν κάποιον. Απλή ιδέα, αλλά λειτουργεί. Η Λίβερπουλ του Ζεράρ Ουγέ, ας πούμε, μπορεί να είχε στη σύνθεσή της μερικούς από τους καλύτερους Νορβηγούς, Γερμανούς, Τσέχους, Σενεγαλέζους, Φινλανδούς και Αγγλους ποδοσφαιριστές, αλλά δεν περιλαμβανόταν καν στις τέσσερις κορυφαίες ομάδες της Ευρώπης.

Το βάθος της ήταν πολύ καλύτερο από εκείνο που είχε η εθνική Αγγλίας στο Μουντιάλ, που τρόμαξε να βρει ένα αριστερό χαφ, την ώρα που ομάδες όπως η Ρεάλ, η Αρσεναλ ή η Μπάγερν έχουν δύο ή τρεις επιλογές, τουλάχιστον για τη συγκεκριμένη θέση. Πρακτικά, αυτό φανερώνει ότι ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους παίκτες ενός συλλόγου είναι πολύ πιο σκληρός. Ο Ελ Χατζί Ντιούφ πήγε στη Λίβερπουλ με τα διαπιστευτήρια ενός εκ των μεγαλύτερων αστεριών της Σενεγάλης και του αφρικανικού ποδοσφαίρου, αλλά όσο κι αν πάλεψε θέση βασικού στην ομάδα του «Ανφιλντ» δεν κέρδισε.

Η προσπάθεια που καταβάλλει ένας ποδοσφαιριστής για να κερδίσει μία θέση στην ενδεκάδα ενός συλλόγου, στον οποίο υπάρχει μεγαλύτερος ανταγωνισμός, είναι το «κλειδί» που κάνει μια ομάδα να παίζει καλύτερα. Η πίεση που είχε, για παράδειγμα, ο Ντιούφ στην εθνική Σενεγάλης ήταν πολύ μικρή, μιας και μέχρι πέρυσι θεωρείτο ο καλύτερος –ίσως– ποδοσφαιριστής της χώρας του και ανεξαρτήτως της απόδοσής του πολύ δύσκολα καθόταν στον πάγκο. Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις ομάδες, αλλά και ανάμεσα στους παίκτες της ίδιας ομάδας έχει ανεβάσει το επίπεδο του Τσάμπιονς Λιγκ.

Στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το '92 ανάμεσα στην Μπάρτσα και τη Σαμπντόρια δεν είδαμε καλύτερης ποιότητας μπάλα από ό,τι στο Μουντιάλ της Ιταλίας το 1990. Όμως το 2005 το επίπεδο του Κυπέλλου Πρωταθλητριών έχει ανέβει κατά πολύ, συγκρινόμενο με εκείνο που είχε 10 χρόνια πριν. Ακόμα και σε επίπεδο τακτικής, το Τσάμπιονς Λιγκ είναι πολύ πιο μπροστά από το Παγκόσμιο Κύπελλο. Πολλοί από τους προπονητές των εθνικών ομάδων του Μουντιάλ είναι αμφίβολο αν θα κατάφερναν να τα βγάλουν πέρα στον πάγκο κάποιων εκ των κορυφαίων ευρωπαϊκών ομάδων. Θυμάμαι κάτι που είχε πει ο Μπερλουσκόνι, ως πρόεδρος της Μίλαν, το 1993. Είχε πει ότι οι σύλλογοι θα είναι πλέον οι εθνικές ομάδες της νέας εποχής στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο.

Υπό μία έννοια, αυτό ήδη συμβαίνει. Ο Ροναλντίνιο ανήκει και αντιπροσωπεύει την Μπαρτσελόνα όσο και τη Βραζιλία, όπως ο Ανρί την Αρσεναλ αλλά και τη Γαλλία. Αυτή η διαπίστωση, όμως, σκεπάζει σαν καλοκαιρινό σεντόνι την επόμενη μεγάλη σύγκρουση, που ήδη έχει ξεκινήσει. Μια σύγκρουση ανάμεσα στους συλλόγους και τις εθνικές ομάδες. Μια σύγκρουση που θα διαμορφώσει σε μεγάλο βαθμό το πρόσωπο του ποδοσφαίρου στο άμεσο μέλλον.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube