Από τις αρχές της δεκαετίας του '90, οι ποδοσφαιρικές ομάδες, κυρίως στην Ευρώπη, άρχισαν να υιοθετούν και να ενσωματώνουν στη φυσιογνωμία τους στοιχεία διοίκησης και λειτουργίας των επιχειρήσεων. Σε άλλες χώρες με περισσότερη επιτυχία, σε άλλες με λιγότερη. Η επιτυχία της επιχειρηματικής πρακτικής σε ποδοσφαιρικό επίπεδο σχετίζεται συχνότατα με το μέγεθος μιας ομάδας και με το θεσμικό πλαίσιο που καθορίζει την ποδοσφαιρική δραστηριότητα, η οποία είναι πλέον και οικονομική, για να μην πω πρωτίστως οικονομική. Από την ώρα που το ποδόσφαιρο πέρασε στην οικονομική σφαίρα χάρη κυρίως στην τηλεόραση και σε λίγο το διαδίκτυο, είναι προφανές ότι οι νόμοι που διέπουν τη λειτουργία των επιχειρήσεων θα καθορίζουν και τις τύχες των ομάδων όλο και περισσότερο.
Εξετάζοντας κάποιος την οικονομική δραστηριότητα του πλανήτη, διαπιστώνει αυτό που οι οικονομολόγοι ονομάζουν «κυριαρχία της τριάδας», τα τρία δηλαδή κορυφαία –γεωγραφικά- κέντρα οικονομικής δραστηριότητας όπου υπάρχει και η μεγαλύτερη συγκέντρωση κεφαλαίου: τις ΗΠΑ, την Ευρώπη και την Ιαπωνία. Το γεγονός αυτό αντανακλάται και στην κυριαρχία των τριών νομισμάτων των περιοχών αυτών στην οικονομική ζωή του πλανήτη. Το 97% των παγκόσμιων συναλλαγών γίνονται σε δολάρια, ευρώ ή γιέν. Από αυτές τις τρεις περιοχές του πλανήτη διαρρέει και ο μεγαλύτερος όγκος κεφαλαίων για επενδύσεις σε τρίτες χώρες. Και μιλώ για τις επενδύσεις εκτός χρηματιστηρίων. Είναι προφανές ότι ο κάθε επενδυτής, όταν πραγματοποιεί μία επένδυση, ενδιαφέρεται να πετύχει απόδοση πολλαπλάσια του κεφαλαίου που επένδυσε, διασφαλίζοντας παράλληλα το κεφάλαιό του.
Οι επενδύσεις εκτός χρηματιστηρίων χρειάζονται σχεδόν πάντα πολύ περισσότερο χρόνο για να αποδώσουν κέρδη. Η τύχη επίσης -της εκτός χρηματιστηρίου- επένδυσης εξαρτάται από επί μέρους παράγοντες, όπως η πολιτική σταθερότητα ή οι διευκολύνσεις που παρέχει μία χώρα στο ξένο κεφάλαιο (φορολογικές απαλλαγές, συναλλαγματικές διασφαλίσεις, κ.α). Ας αφήσουμε προς το παρόν τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία εκτός συζήτησης όσον αφορά στις αθλητικές επενδύσεις, ιδιαίτερα τις επενδύσεις των ποδοσφαιρικών εταιρειών, για να επικεντρώσουμε την αναφορά μας στην Ευρώπη, όπου εδρεύουν και οι πλουσιότερες ποδοσφαιρικές εταιρείες. Η ευρωπαϊκή ήπειρος είναι για πολλούς λόγους μία ήπειρος, όπου η παραγωγή ποδοσφαιρικού ταλέντου στερεύει.
Και μιλώ για νεαρούς ταλαντούχους ποδοσφαιριστές, που έχουν τη δυνατότητα να εξελιχθούν σε πολύ μεγάλους παίκτες. Η περίπτωση της Γερμανίας είναι χαρακτηριστική. Θυμηθείτε μόνο τι έλεγαν στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα ποδοσφαίρου του 2000 για το μέλλον της εθνικής τους Γερμανοί παράγοντες, όπως ο Φραντς Μπεκενμπάουερ ή ο Ρουμενίγκε. Η έλλειψη ταλέντων έχει γίνει αισθητή και για έναν επιπρόσθετο λόγο. Την ένταση του ποδοσφαιρικού ανταγωνισμού. Είναι πλέον πολλές οι ομάδες που επιζητούν ταλαντούχους και εξελίξιμους ποδοσφαιριστές, οι οποίοι δεν είναι δυνατόν να βρεθούν όλοι στη γηραιά ήπειρο για πάρα πολλούς λόγους. Ετσι, ένα μεγάλο μέρος των κεφαλαίων των ποδοσφαιρικών εταιρειών κατευθύνεται στην Αφρική και τη Λατινική Αμερική.
Εκεί δηλαδή όπου η οργάνωση του ποδοσφαίρου δεν έχει ακόμη εξορθολογιστεί και όπου οι περισσότερες χώρες ανήκουν σε αυτό που κομψά ονομάζεται «αναπτυσσόμενος κόσμος», ενώ στην πραγματικότητα είναι υπανάπτυκτος. Πριν από τρία περίπου χρόνια, Ευρωπαίοι ήταν αυτοί που πρότειναν τη διεξαγωγή του AFRICA CUP κάθε τέσσερα χρόνια, με τη σημείωση ότι η διοργάνωση θα μπορούσε να λειτουργήσει και με τη μορφή προκριματικών για το Παγκόσμιο Κύπελλο. Και αυτή η πρόταση των Ευρωπαίων δεν έγινε από ανησυχία για το μέλλον του αφρικανικού ποδοσφαίρου, αλλά για έναν άλλο λόγο, καθαρά οικονομικό, μιας και έτσι υπολογίζεται ότι οι Αφρικανοί ποδοσφαιριστές που αγωνίζονται σε ευρωπαϊκές ομάδες θα πραγματοποιούν 8 ταξίδια λιγότερα τον χρόνο για να αγωνιστούν με τις ομάδες των χωρών τους. Ετσι, η επένδυση κεφαλαίου στο ταλέντο ενός Αφρικανού ποδοσφαιριστή, από υψηλού ρίσκου που είναι τώρα, θα γίνει περισσότερο ασφαλής και «αποδοτική».