Όσο το σκέφτομαι τόσο καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η παθογένεια του ελληνικού ποδοσφαίρου δεν είναι ένα μεμονωμένο φαινόμενο, αλλά αντανάκλαση της παθογένειας που για χρόνια ενδημεί στην ελληνική κοινωνία. Στον χώρο του ποδοσφαίρου αναπαράγονται καταστάσεις, συμπεριφορές και νοοτροπίες που έχουν δοκιμαστεί με επιτυχία σε πολύ δυσκολότερα πεδία, όπως εκείνο της πολιτικής.
Αλλωστε, το ποδόσφαιρο και η πολιτική, έχοντας έναν κοινό σύνδεσμο –τις μάζες–, είχαν πάντα πολλά κοινά σημεία. Η πλειονότητα των οπαδών/φιλάθλων δεν αγαπά το ποδόσφαιρο, αλλά την ομάδα τους. Στον κόσμο του ποδοσφαίρου εκείνο που τους ενδιαφέρει είναι η νίκη της ομάδας τους επί των αντιπάλων. Μια νίκη που αντανακλάται και στους ίδιους, με ένα πρωτόγονο και αφαιρετικό σκεπτικό. «Αφού η ομάδα μου είναι καλύτερη από τις άλλες και εγώ είμαι καλύτερος από τους οπαδούς των άλλων».
Η ζωή έχει γίνει πάρα πολύ δύσκολη και το ποδόσφαιρο είναι ένας χώρος που μπορεί να προσφέρει επιβεβαίωση –με τις νίκες της ομάδας που υποστηρίζουμε– και να κάνει τις δυσκολίες υποφερτές. Μάλιστα, στο ποδόσφαιρο οι επιβεβαιώσεις μπορεί να είναι τόσο συχνές όσο οι Κυριακές. Η νίκη γεννά ευχάριστα συναισθήματα –σε αντίθεση με την ήττα– και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο όταν την υφίσταται η ομάδα της επιλογής μας αναζητούμε εξωγενείς παράγοντες για να εξηγήσουμε το ατυχές αποτέλεσμα. Σχεδόν πάντα, η ήττα είναι αποτέλεσμα αδικίας που έγινε εις βάρος μας. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει, αφού αν παραδεχθείς την αγωνιστική ανωτερότητα του αντιπάλου αποδέχεσαι αυτόματα την αγωνιστική κατωτερότητα της δικής σου επιλογής; Υπόθεση που δεν είναι ευχάριστη, μιας και πληγώνει τον εγωισμό μας. Μόνο έτσι η ήττα, που μπορεί να αποδοθεί στην αδικία, γίνεται αποδεκτή.
Αν και η αδικία γίνεται περισσότερο αποδεκτή ως ένα είδος συνωμοσίας που κάποιοι απεργάζονται για να μας νικήσουν, αφού «στα ίσα» δεν μπορούν να το κάνουν, διότι είμαστε οι καλύτεροι. Αν προσέξει κάποιος λίγο περισσότερο τα πράγματα, θα ανακαλύψει πάμπολλες ομοιότητες του ποδοσφαίρου με την πολιτική.
Η νίκη του κόμματος που υποστηρίζουμε στις εκλογές είναι αυτόματα και δική μας νίκη, που δικαιώνει την επιλογή της ιδεολογίας μας. Οσο κι αν ακούγεται παράταιρο να μιλά κάποιος για ιδεολογίες σε μια εποχή που η πολιτική φιλοσοφία των δύο μεγαλύτερων κομμάτων έχει συγκλίνει σε απίστευτο βαθμό. Σε αντίθεση με το ποδόσφαιρο, οι επιβεβαιώσεις στην πολιτική είναι πιο σπάνιες –έρχονται κάθε τέσσερα χρόνια σχεδόν–, αλλά διαρκούν περισσότερο.
Για όλη τη χρονική περίοδο κατά την οποία το κόμμα που υποστηρίζουμε έχει τη νομή της εξουσίας, αφού θεωρείται ότι στην εξουσία βρισκόμαστε εμείς, ο κυρίαρχος λαός, που έχει διαμορφώσει την εκλογική πλειοψηφία. Μια ενδιαφέρουσα ομοιότητα αφορά στα ποσοστά των δύο μεγάλων κομμάτων και στους οπαδούς των μεγάλων ομάδων. Τα μεγάλα κόμματα έχουν τις περισσότερες πιθανότητες να κερδίσουν τις εκλογές, όπως ακριβώς οι μεγάλες ομάδες το πρωτάθλημα. Ελάχιστοι ενδιαφέρονται να ενταχθούν σε χώρους που δεν κερδίζουν, είτε πρόκειται για μικρά κόμματα είτε πρόκειται για μικρές ομάδες.
Σε αυτή την επισήμανση παίζει μεγάλο ρόλο και η ασφάλεια που παρέχει το πλήθος του μεγάλου κόμματος και της μεγάλης ομάδας. Ενα πλήθος που μπορεί να υποφέρει και την πίεση της ευθύνης. Οταν η ευθύνη επιμερίζεται σε πολλούς, γίνεται υποφερτή.
Οπως στην πολιτική, έτσι και στο ποδόσφαιρο το λάθος βαρύνει τον πολιτικό ή τον ποδοσφαιριστή και όχι εμάς, που έχουμε επιλέξει να τους υποστηρίζουμε. Τέλος, μάλλον κοινότοπο θα ήταν να υπενθυμίσω τη διαβρωτική δύναμη της διαφθοράς στο ποδόσφαιρο και την πολιτική. Και αν στο ποδόσφαιρο το σχέδιο με την υπό δημιουργία Σούπερ Λίγκα θα μπορέσει να συμβάλει αποφασιστικά στη σωτηρία του, γιατί κάτι ανάλογο δεν θα μπορούσε να συμβεί και στην πολιτική; Μήπως γιατί το ποδόσφαιρο είναι πολύ πιο σοβαρή υπόθεση από την πολιτική;