Η αθλητικογραφiα, με την παραδοσιακή έφεση στην παραγοντολαγνεία, ήταν πανέτοιμη να αντιμετωπίσει το ματς Κυπέλλου ΠΑΣ-ΑΕΚ σαν μεσημεριανάδικο της τηλεόρασης: Αλέξης Κούγιας εναντίον Ντέμη Νικολαΐδη. Η μοναδική (και... πάλι καλά) διαφορά από τα αληθινά μεσημεριανάδικα είναι ότι οι εφημερίδες δεν έφτασαν να το δουν, όσο προχωρημένο θα το 'βλεπε μια αυθεντική Τατιάνα, σαν Εύη Βατίδου εναντίον Δέσποινας Βανδή! Ποτέ δεν είναι, πάντως, αργά.
Γνησιο παιδί της εποχής της τηλε-κυριαρχίας, ο Κούγιας, διόλου παράξενο, επένδυσε σε τούτο τον αγώνα πάρα πολλά. Εμφανίσεις το βράδυ στα παράθυρα της TV, συνεντεύξεις το επόμενο πρωινό στα αθλητικά φύλλα, «έτσι νίκησα τον Ντέμη», ακόμα ένα προσωπικό ρεσιτάλ. Ο αγώνας, παρά ταύτα, κύλησε νορμάλ. Συνέβησαν, απλώς, τα αυτονόητα. Η ΑΕΚ προηγήθηκε 3-0, προτού λήξει το ημίχρονο. Δεν έφταιγε ο αγώνας. Δεν έφταιγε η πεζή πραγματικότητα. Δεν έφταιγε κανείς. Η φαντασία (του), μόνο, τα 'φταιγε.
Τότε, με το 3-0 ήδη στο ταμπλό, με τους δέκα γηπεδούχους απέναντι στους έντεκα φιλοξενούμενους, πάει να πει με το φάσμα της συντριβής απειλητικό, οι ντόπιοι ποδοσφαιριστές είχαν δύο επιλογές. Είτε να παρακαλέσουν τους συναδέλφους τους, είτε να τους πλακώσουν στα κλοτσίδια, ώστε (και στη μία περίπτωση και στην άλλη) να φρενάρουν. Επέλεξαν, μεταξύ καλού και άγριου, το δεύτερο. Όχι ακριβώς ανεξήγητο, για παίκτες (στην πλειονότητά τους) στην παρακμή της διαδρομής τους στην μπάλα.
Με το 3-0 ήδη στο ταμπλό, με τους δέκα γηπεδούχους απέναντι στους έντεκα φιλοξενούμενους, πάει να πει με το φάσμα της συντριβής απειλητικό, ο Κούγιας (σε αντίθεση με τους ποδοσφαιριστές) είχε μία και μοναδική επιλογή. Έναν, μόνον, εναλλακτικό δρόμο προς τη δημοσιότητα. Αυτό, το ομολογουμένως πρωτότυπο, που έπραξε. Πήρε την ντουντούκα και προέτρεψε τον κόσμο, που είχε πληρώσει εισιτήριο για να δει 90 λεπτά, να φύγουν. Τόση αδικία, όντως... δεν αντέχεται.
Ο κόσμος, στα Γιάννενα, έχει στερηθεί. Εχει υποφέρει. Εχει διψάσει. Εχει πονέσει. Τόσο που μπορεί να αγκαλιάσει έως και τον... Κούγια, εάν του τάξουν επιστροφή στα παλαιά μεγαλεία. Αλλά ο ίδιος κόσμος, στα ίδια Γιάννενα, δεν έχει υποστεί, δα, λοβοτομή. Φυσικό ήταν, λοιπόν, ότι τον πήραν στον μεζέ. Έμειναν μέσα στους «Ζωσιμάδες» και φώναζαν χαρούμενοι «είναι τρελός ο πρόεδρος». Χάρμα. Αργότερα, έμαθαν ότι κι ο προπονητής πήγε σπίτι του. Δεν βαριέστε, το μοναστήρι (και οι άνεργοι!) να 'ναι καλά, θα τους φέρει άλλον.
Είναι κλασική περίπτωση ανθρώπου που έχει ανάγκη το ποδόσφαιρο, ενώ το ποδόσφαιρο δεν έχει καμία ανάγκη τον άνθρωπο. Ο Κούγιας, καταπώς αποδεικνύει το οδοιπορικό του σε διοικητικά αξιώματα ομάδων της Αττικής, της Πελοποννήσου, της Μακεδονίας και της Ηπείρου, έχει ανάγκη το ποδόσφαιρο. Το ποδόσφαιρο δεν έχει καμία ανάγκη τον Κούγια. Δεν τον έχει, καν, ανάγκη ο ΠΑΣ. Αλλά αυτό είναι δικό τους, κατ' αρχήν, θέμα.
Εκείνο που μένει από τα χθεσινά, ως χρήσιμη εικόνα, είναι η ιδέα τι μπορεί να τραβάνε (δίχως, έστω, τον «έλεγχο» της TV) οι διάφορες ομαδούλες του Βορρά, εφόσον ταξιδεύουν εκεί και δεν κάθονται φρόνιμες, στο πρωτάθλημα Γ' Εθνικής. Και οι άβγαλτοι διαιτητές, επίσης. Εν ονόματι του «υπέροχου λαού» και της... αύρας της περιφέρειας.