Ο Σόλιντ, ύστερα από μία ακόμη απογοητευτική εμφάνιση του Ολυμπιακού, μας θύμισε ότι η Ρώμη δεν κτίστηκε μέσα σε μία μέρα. Η φράση αυτή θα μπορούσε να είχε σχέση με τον Ολυμπιακό, αν είχαμε πεισθεί ότι ο Σόλιντ κτίζει μια ομάδα με το μέγεθος της Ρώμης. Και κυρίως αν είχαμε πεισθεί ότι ο Σόλιντ είναι ένας οραματιστής και ικανός Καίσαρας. Όμως ούτε γι' αυτό μας έχει πείσει ακόμη, αν κρίνουμε από τον τρόπο που έχει κοουτσάρει την ομάδα σε ορισμένα παιχνίδια ή από κάποιες δηλώσεις του, που συχνά είναι αντικρουόμενες και προκαλούν σύγχυση. Για τις ικανότητες του Νορβηγού προπονητή είναι πεπεισμένος ο πρόεδρος του Ολυμπιακού, ο οποίος φαίνεται να είναι πεπεισμένος και για την ποιότητα του υλικού που έχει στα χέρια του ο Σόλιντ για να κτίσει τη «Ρώμη». Όπως φαίνεται λοιπόν, για κάμποσο καιρό ακόμη θα πρέπει να είμαστε συνηθισμένοι να βλέπουμε την υπό ανέγερση «Ρώμη» να τρώει κάποιες σφαλιάρες ή να κερδίζει με δυσκολία τις μάχες με τις επαρχίες που θέλει να κατακτήσει.
Η όγδοη αγωνιστική δεν μας έδωσε κάποια έκπληξη, όπως οι προηγούμενες, αλλά είχε τις συγκινήσεις της. Το ντέρμπι της Δ. Αθήνας δεν είχε ούτε νικητή ούτε και θέαμα, γεγονός που δεν ξαφνιάζει, αφού ο τρόπος που έστησαν στο γήπεδο τις ομάδες τους, τόσο ο Βαζάκας όσο και ο Παράσχος, έδειχνε ότι ήθελαν να διασφαλίσουν πρώτα από όλα το μηδέν στην άμυνα. Νομίζω ότι ο Ατρόμητος είναι περισσότερο διψασμένος από το Αιγάλεω, το οποίο μετά τις πολύ καλές παρουσίες των τελευταίων τριών χρόνων δείχνει να είναι κορεσμένο και χρειάζεται ένα καινούργιο κίνητρο, καινούργιους στόχους.
Στο μεγάλο ντέρμπι της αγωνιστικής, ο ΠΑΟΚ έχασε από τους «πράσινους» ένα παιχνίδι που είχε τις ευκαιρίες και τη δυνατότητα να κερδίσει. Σε άλλες χρονιές, μετά τον αποκλεισμό από το Κύπελλο και μια ήττα από τον ΠΑΟ, η ομάδα της Θεσσαλονίκης θα μαστιγωνόταν από τα μπουρίνια. Αυτό, τώρα, δεν συμβαίνει ίσως διότι το υλικό του «Δικέφαλου» φέτος είναι καλύτερο από άλλες χρονιές και διότι στον πάγκο κάθεται ένας δικός του άνθρωπος, που ξέρει τις ιδιομορφίες και τις δυσκολίες της Τούμπας. Κυρίως όμως, διότι η ομάδα προσπαθεί και δεν τα παρατάει όπως άλλες χρονιές. Ο Παναθηναϊκός, στο προχθεσινό παιχνίδι είχε περισσότερες και καλύτερες λύσεις. Ο Μαλεζάνι περνάει σιγά σιγά στα γονίδια της ομάδας του την ιταλική ποδοσφαιρική νοοτροπία. Το μηδέν στην άμυνα είναι η αρχή του ταξιδιού, το οποίο μπορεί να είναι ένα μικρό ταξίδι του 1-0, αλλά κι αυτό δεν φέρνει λιγότερους από τρεις βαθμούς. Η σφιχτή άμυνα των «πρασίνων» και η ποιότητα της μεσαίας τους γραμμής ήταν αρκετή για τη νίκη. Μια υποδειγματική μπαλιά του Γκονζάλες, η απέριττη εκτέλεση του Μάντζιου, ο καλύτερος ίσως Κονσεϊσάο –μέχρι τώρα- και ένας πολύ καλός Γκαλίνοβιτς μείωσαν τους πονοκεφάλους του Μαλεζάνι κατά έναν. Παρ’ όλα αυτά, οι «πράσινοι» δεν έχουν διαμορφώσει μέχρι τώρα μια σταθερή ενδεκάδα ή τουλάχιστον έναν κορμό και, ειδικά στην επίθεση, μέχρι τώρα δεν έχει καταλήξει ο Μαλεζάνι σε μια σταθερή επιλογή. Ίσως είναι θέμα τραυματισμών, τιμωριών, φόρμας ή και rotation, αλλά ο τρόπος που διαχειρίζεται το υλικό του ο Ιταλός προπονητής είναι ασυνήθιστος για την ελληνική πραγματικότητα, αλλά φαίνεται να αποδίδει, επειδή κρατά σε εγρήγορση τους ποδοσφαιριστές, που διαγκωνίζονται για μια θέση στην ενδεκάδα, γνωρίζοντας ότι ο κόουτς δεν θα αδικήσει κάποιον ποδοσφαιριστή.
Ο ΟΦΗ, χάρη στο πείσμα και την ικανότητα του Βλάχου να παίρνει το μάξιμουμ από τους ποδοσφαιριστές του, παλεύει περισσότερο από όσο έδειχνε στην αρχή του πρωταθλήματος, αλλά, αν λείψει ο Μαχλάς, ποιος θα βάζει την μπάλα στα δίχτυα;
Τέλος, μια αναφορά στη φετινή μεγάλη έκπληξη του πρωταθλήματος. Την Ξάνθη. Ο γράφων δεν αντιλαμβάνεται γιατί η τωρινή βαθμολογική θέση της θρακιώτικης ομάδας είναι έκπληξη, με δεδομένη τη δουλειά που γίνεται εκεί σε οργανωτικό και αγωνιστικό επίπεδο. Επίσης, θεωρώ υποκριτική την «ευχαρίστηση» που εκφράζουν κάποιοι οπαδοί -δημοσιογράφων συμπεριλαμβανομένων- για τη φετινή πορεία της Ξάνθης. Οταν οι δικές τους ομάδες ξεπεράσουν στη βαθμολογία την ομάδα του Μαντζουράκη, τότε όλα θα πάρουν την κανονική τους θέση. Αυτή είναι η πρόκληση της Ξάνθης. Να δείξει κυρίως διάρκεια και, στα παιχνίδια με τους «μεγάλους» στην Αθήνα, να αποδείξει ότι είναι προετοιμασμένη για τον ρόλο της ουσιαστικής «έκπληξης».