Ο Παναθηναϊκός πριν από την περασμένη Τετάρτη είχε ταξιδέψει για τελευταία φορά στη Βαρκελώνη στις 10 Απριλίου 2002. Την Ελλάδα την κυβερνούσε ο Κώστας Σημίτης, ένας σκληρός «λογιστής», που παιδευόταν να βάλει τάξη στα οικονομικά της. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες δεν είχαν γίνει και η ΔΟΕ έβγαζε συνεχώς κίτρινες κάρτες στην οργανωτική επιτροπή της Γιάννας, από φόβο ότι η γεμάτη τρύπες Αθήνα δεν θα είναι έτοιμη. Η δημοτικότητα του Χριστόδουλου ήταν στα ύψη. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι κάποια μέρα θα τον ξεπερνούσε ο Οτο Ρεχάγκελ. Από τότε η Ελλάδα άλλαξε πάρα πολύ. Και μαζί με την Ελλάδα άλλαξε και ο Παναθηναϊκός. Όχι απαραίτητα προς το καλύτερο.
Στις 10 Απριλίου 2002 ο ΠΑΟ κατέβηκε στο «Καμπ Νου» για να διεκδικήσει το δικαίωμά του να αγωνιστεί στον ημιτελικό του Τσάμπιονς Λιγκ. Τερματοφύλακας έπαιζε ο Νικοπολίδης, δεξιά στην άμυνα αγωνιζόταν ο αναπληρωματικός Ντάνιελ Σάριτς, αριστερά ο Φύσσας, στόπερ ο Γκούμας και ο Κυργιάκος και πίσω τους ο Ρενέ Χένρικσεν. Στη μεσαία γραμμή υπήρχαν ο Μπασινάς, ο Καραγκούνης και ο Κόλκα. Στην επίθεση, ο Λυμπερόπουλος και ο Κωνσταντίνου. Συνολικά, στη σύνθεση του ΠΑΟ υπήρχαν οκτώ Ελληνάκια και αν έπαιζε και ο τραυματίας Σεϊταρίδης θα ήταν εννέα. Μαζί τους τρεις ξένοι, που την παρουσία τους στη χώρα μας την έβλεπαν σαν ένα σκαλί για την καριέρα τους.
Μπάρτσα
Απέναντι σε αυτή την ομάδα είχε παραταχθεί μια Μπαρτσελόνα λίγο καλύτερη από αυτή που συνέτριψε τον ΠΑΟ την Τετάρτη το βράδυ. Τερματοφύλακάς της ήταν ο Μπονάνο, ασταθής, όπως είναι πάντα ο γκολκίπερ της Μπάρτσα. Μπροστά του ο εγκεφαλικός Ντε Μπουρ και οι πολλά υποσχόμενοι Πουγιόλ και Κόκο, μαζί με τον σκληρό της άμυνας Αμπελάρδο. Ο Τσάβι κι ο Φιλίπ Κοκού έτρεχαν για τον Σαβιόλα και τον Κλάιφερτ, ενώ στα πλάγια έδιναν ποιότητα και ταχύτητα ο Λουίς Ενρίκε και ο Οφερμαρς. Όλους αυτούς τους κατηύθυνε με ξεχωριστή μαεστρία ο κάτοχος της «Χρυσής Μπάλας» Ριβάλντο. Στον πάγκο ο Αντερσον, ο Γκάμπρι, ο Ρόσενμπακ, ο Ντάνι, ο Ζέντεν, ο Γκαρσία Λόπες, ήταν αστέρια που περίμεναν τη σειρά τους.
Εκείνη η Μπάρτσα είχε νικήσει δύο φορές τη Λιόν, είχε συντρίψει στο «Ανφιλντ» τη Λίβερπουλ, είχε προλάβει να περάσει πρώτη στα προημιτελικά: κι όμως, για να αποκλείσει τον Παναθηναϊκό των εννέα Ελλήνων πιτσιρικάδων έφτυσε αίμα.
Θυμάστε;
Το τελικό 3-1 πιθανότατα το θυμάστε. Το γκολ του Κωνσταντίνου στο ξεκίνημα είμαι βέβαιος ότι το έχετε στο μυαλό σας. Το πέναλτι που δεν δόθηκε από τον Μέιερ στην ανατροπή του Ολισαντέμπε ίσως να μην το έχετε ξεχάσει. Όμως θέλω να σας θυμίσω και κάποια άλλα πράγματα. Να σας θυμίσω ότι ο Καραγκούνης έμεινε είκοσι λεπτά στο γήπεδο με το γόνατό του να κρέμεται, γιατί είχε πάθει ρήξη χιαστών. Να σας θυμίσω ότι ο Πουγιόλ ζήτησε στο τέλος του ματς τη φανέλα του Κωνσταντίνου. Να σας θυμίσω ότι ο Λυμπερόπουλος επιτέθηκε στο ημίχρονο στο Σέρτζιο Μαρκαριάν γιατί τράβηξε την ομάδα πίσω μετά το 0-1 –τόσο ήθελε να νικήσει, που δεν άντεξε τον αποκλεισμό, με ψηλά το κεφάλι, και ξέσπασε στον προπονητή του. Ηταν αρχηγός ο «Λύμπε». Αρχηγός ενός Παναθηναϊκού με βαριά φανέλα.
Συνείδηση
Ξέρετε τι κάνει τελικά μια φανέλα βαριά; Η συνείδηση του ποδοσφαιριστή που τη φοράει. Αυτή η συνείδηση (που περιέχει πολλή ευθύνη, πολλή γνώση της παράδοσης, πολλή υπερηφάνεια και πολύ σεβασμό) είναι ο μαγικός ιστός που συνδέει χρόνια τώρα ιστορίες τόσο διαφορετικών ανθρώπων. Ο Δομάζος και ο Καραγκούνης, ο Φυλακούρης και ο Μπασινάς, ο Αντωνιάδης και ο Κριστόφ Βαζέχα, ο Σαραβάκος και ο Δώνης, ο Καμάρας και ο Γκούμας είχαν, χάρη στη συνείδηση, βαθιά επίγνωση της αποστολής τους: η εποχή άλλαζε, η προσέγγιση όμως στον στόχο ήταν πάντοτε ίδια. Όπως ίδια ήταν η φανέλα που φορούσαν ο Γκάραχερ και ο Σούνες, ο Μπεκιριστάιν και ο Ροναλντίνιο, ο Ντι Στέφανο και ο Ραούλ, ο «Σέβα» και ο Φαν Μπάστεν.
Κανόνας
Ο ΠΑΟ κατέβηκε την Τετάρτη το βράδυ στο «Καμπ Νου» με επτά ξένους. Χρυσά παιδιά όλοι τους, αλλά αν τους ζητούσες να παίξουν το ματς στο Στοίχημα πρόπερσι, που για τον ΠΑΟ απλώς κάτι είχαν ακούσει, θα σου απαντούσαν «πούλα το σπίτι σου και παίξ' το "άσο" από το ημίχρονο». Δεν τους κατηγορώ. Κανένας δεν είναι υποχρεωμένος να γνωρίζει την ιστορία της επιχείρησης για την οποία εργάζεται. Μπορεί με τον καιρό να μάθει να την αγαπάει, αλλά δεν είναι υποχρεωμένος. Το παράδοξο –ή αν προτιμάτε το σπάνιο και το δύσκολο– είναι να βρεις ποδοσφαιριστές με συνείδηση της φανέλας που φοράνε. Το αντίθετο, δηλαδή οι γυρολόγοι, οι καλοί επαγγελματίες, τα παλικάρια που κουβαλάνε μαζί τους μάνατζερ και οικονομικούς συμβούλους (γιατί πιο πολύ και από ποδοσφαιριστές είναι μικρές επιχειρήσεις), στο ποδόσφαιρo των καιρών μας είναι κανόνας.
Μετάλλαξη
Παρακολουθώ με προσοχή τη μετάλλαξη του Παναθηναϊκού σε κάτι που δυσκολεύομαι να καταλάβω. Φέτος βλέπω μια ομάδα που στα τρία εκτός έδρας ευρωπαϊκά ματς δέχεται 11 γκολ, που χάνει δύο ντέρμπι με ένα συνολικό 5-0, που νικά τον ΠΑΟΚ με καλύτερο παίκτη της τον τερματοφύλακα, που θεωρεί πρόοδο το 1-0 με τον Ακράτητο. Αυτή η ομάδα αποτελεί αναμφίβολα μια ενδιαφέρουσα πρόταση: σε προκαλεί να την καταλάβεις, αλλά όχι να την αγαπήσεις. Προσπαθεί να μη σε ενθουσιάσει ποτέ, έχει την απαίτηση να την κρίνεις με επιείκεια γιατί δεν θα μπορούσε να ήταν καλύτερη, αλλά ταυτόχρονα θέλει και να τη θεωρείς αποτέλεσμα προγραμματισμού! Κυρίως διεκδικεί το δικαίωμα να μην τη συγκρίνεις με τίποτα προηγούμενο, σαν να προέκυψε από παρθενογένεση και δεν έχει ιστορία και παρελθόν.
Περίσταση
Είναι χωρίς αμφιβολία μια ομάδα που δεν αφήνει κανέναν ουδέτερο να πλήξει, αλλά δεν είναι ο Παναθηναϊκός: όχι γιατί δεν έχει καλούς παίκτες, αλλά γιατί οι πιο πολλοί από αυτούς στους οποίους στηρίζεται αμφιβάλλω αν ξέρουν ποιος είναι ο Δομάζος, ο Αντωνιάδης, ο Σαραβάκος, ο Βαζέχα, ο «Κάρα» και τι θαύματα έχουν κάνει στην Ευρώπη…
Σημειώνει συνέχεια
«Η Μπαρτσελόνα», είπε ο Τότης Φυλακούρης στη «Σούπερ Μπάλα», «είναι η πιο προβλέψιμη ομάδα στην Ευρώπη». Ο καλός Τότης, με το πιο αθώο χαμόγελο στην Ελλάδα, έχει δίκιο. Μόνο που είναι ακριβώς αυτή η προβλεψιμότητα που την καθιστά την πιο ελκυστική ομάδα στον κόσμο αυτή τη στιγμή. Στην πραγματικότητα, η Μπάρτσα μάς δίνει τον ορισμό της μεγάλης ομάδας: «Μεγάλη ομάδα είναι αυτή που δεν κρύβεται, που δεν έχει μυστικά, που δεν φοβάται να σου δείξει πώς παίζει, που αναλαμβάνει την πρωτοβουλία, που κάνει στο γήπεδο ό,τι ακριβώς σου υπόσχεται, που έχει ένα παιχνίδι πολύ δικό της, που τελειοποιεί μέσω της επανάληψης τους τρόπους της, που έχει αρτίστες που θέτουν το ταλέντο τους στην υπηρεσία του συνόλου, που δεν σταματά να τρέχει, να πιέζει και να μοχθεί ούτε στις βραδιές που η διαφορά της από τον αντίπαλό της είναι τεράστια. Μεγάλη ομάδα είναι αυτή που παίζει για το κοινό της, που παίζει για να κερδίζει φίλους και όχι εχθρούς και σηκώνει κούπες όταν είναι πραγματικά καλύτερη και όχι γιατί τη βοηθούν οι διαιτητές κατά παραγγελία. Μεγάλη ομάδα είναι αυτή που έχει συνείδηση της ιστορίας της, βαριά φανέλα, παίκτες που δεν κρύβονται στα δύσκολα και δεν έχουν γνώμη για τα συστήματα του προπονητή, αλλά τα εφαρμόζουν γιατί έχουν ποιότητα, θέληση και πίστη. Και κυρίως γιατί γνωρίζουν ότι μια ομάδα την κάνουν αληθινά μεγάλη οι παίκτες που την αποτελούν με τον ιδρώτα της απόδοσής τους».
Το ποδόσφαιρο της Μπαρτσελόνα στην Ελλάδα δεν θα είχε γίνει κατανοητό. Στον Ράικαρντ θα έπρεπε να γίνει κριτική γιατί δεν χρησιμοποιεί τον Ροναλντίνιο πίσω από τους δύο κυνηγούς, γιατί παίζει με έναν κυνηγό στην κορυφή, γιατί δεν παίζει με δύο κόφτες, γιατί κρατάει τόσο ψηλά την άμυνα, γιατί δεν ζητάει από τον πρόεδρο να του αγοράσει δύο μπακ και ένα λίμπερο, να κουμπώσει την άμυνα. Επίσης, μπορεί ο πρόεδρός της να κατηγορείτο γιατί ποντάρει σε πιτσιρικάδες (τι είναι αυτός ο Μέσι, ο Ινιέστα, ο Ολεγέρ κι από πού προκύπτει ότι κάνουν για την Μπαρτσελόνα;). Τέλος, στην Ελλάδα θα ήταν πρόβλημα και το ότι ο Ράικαρντ αργεί να κάνει αλλαγές. Άσε που αυτός ο άθλιος ο Τεν Χιεν Κάτεν, που είναι ο πραγματικός προπονητής της ομάδας και κάθεται δίπλα του, σημειώνει συνέχεια…