Το μεγαλύτερο λάθος που έχουν κάνει οι σύλλογοί μας τα τελευταία χρόνια, προσπαθώντας να κατανοήσουν τον κατήφορο που έχει πάρει το ελληνικό ποδόσφαιρο στις ευρωπαϊκές διασυλλογικές οργανώσεις, είναι ότι δεν έχουν αναλύσει ποτέ τους λόγους μιας πιθανής επιτυχίας. Στις αποτυχίες το ξέρουμε ότι στην Ελλάδα ακούγονται μόνο μηδενιστικές φωνές, οπότε είναι μάλλον δύσκολο κάποιος να κάνει ανάλυση. Στις επιτυχίες, που όλα είναι πιο ήρεμα, το πράγμα θα έπρεπε να είναι ευκολότερο. Αλλά δεν γίνεται εξίσου…
Το συμπέρασμα που βλέπω να βγαίνει μετά τις σφαλιάρες που δέχτηκαν στο διήμερο του Τσάμπιονς Λιγκ ο Ολυμπιακός και ο ΠΑΟ είναι, πρώτον, πως από τους δύο αυτούς συλλόγους λείπουν οι μεγάλοι παίκτες και, δεύτερον, για να φτιάξουν ομάδες, πρέπει τα αφεντικά τους να βάλουν λεφτά. Δεν διαφωνώ. Αν υπήρχαν ακόμα μεγαλύτεροι παίκτες, το ελληνικό ποδόσφαιρο θα είχε ακόμα μεγαλύτερη πλάκα, γιατί θα είχε ακόμα μεγαλύτερες εντάσεις, απαιτήσεις και υπερβολές. Επιτυχίες δεν θα είχε, αλλά έτσι κι αλλιώς τέτοιες δεν έχει και τώρα.

Αβάντα
Το «πρόεδρε, πάρε μεγάλους παίκτες» είναι αβανταδόρικο. Ο πρόεδρος που το ακούει δεν πρέπει να θυμώνει, διότι όποιος του το ζητεί, του πιστώνει και τη δυνατότητα να το κάνει. Ο οπαδός χαίρεται να το ακούει ή να το βλέπει γραμμένο. Αν είχα μια εφημερίδα, θα το έβαζα κάθε μέρα στην πρώτη σελίδα. Δεν θα πουλούσα περισσότερα φύλλα (αφού το πολύ το κύριε ελέησον... κ.λπ.), αλλά όποτε οι ομάδες έχαναν, θα είχα έτοιμο το πρωτοσέλιδο: «Κύριοι, σας τα 'λεγα»!

Μύθος
Στην Ελλάδα, ο μύθος του μεγάλου παίκτη που θα 'ρθει και θα φέρει τα πάνω κάτω είναι της μόδας όσο και το σουβλάκι με τζατζίκι και πίτα: μόνο που και τα δύο βρομάνε. Οποιος νομίζει ότι μπορεί να φτιάξει στην Ελλάδα την Τσέλσι του Αμπράμοβιτς, σαφώς κοροϊδεύει τον κόσμο ή τον εαυτό του. Οποιος πάλι ευαγγελίζεται ότι δύο ή τρεις ποδοσφαιριστές επιπέδου μπορούν να κάνουν μία ομάδα να κερδίσει το Τσάμπιονς Λιγκ, πάλι ψέματα λέει. Δεν έχει συμβεί ποτέ αυτό: ούτε στην Ελλάδα ούτε σε καμία άλλη χώρα του κόσμου.

Ερωτηματικά
Στην Ελλάδα ήρθαν τα τελευταία χρόνια πολλοί και αξιόλογοι μεγάλοι παίκτες. Δεν μιλάω για τον Βαζέχα, τον Χένρικσεν, τον «Τζόλε» -παίκτες που ήρθαν σχεδόν από το πουθενά και βρήκαν εδώ το Ελ Nτοράντο τους- τέτοιοι πάντα έρχονταν. Μιλάω για φίρμες που ακριβοπληρώθηκαν και φεύγοντας άφησαν την πικρή γεύση της ελάχιστης προσφοράς -ελάχιστης σε σύγκριση με την προσδοκία. Ο Ντέταρι έφερε τον πεθερό του για να παριστάνει τον τεχνικό. Ο Ζάχοβιτς πλακώθηκε με όλους τους προπονητές. Ο Ζιοβάνι έφυγε χωρίς να παίξει ούτε το 40% αυτού που μπορούσε. Ο Ριβάλντο τσακώθηκε με τον Μπάγεβιτς πριν γνωριστούν. Ο Ζε Ελίας αναχώρησε 13 κιλά υπέρβαρος. Ο Σόουζα βασικά μουρμούραγε. Ο Τσίριτς ανακάλυψε, πριν από τον δρόμο για το σπίτι του, αυτόν για το καζίνο του Λουτρακίου. Ο Μπερμούδες ξέχασε το ποδόσφαιρο που ήξερε. Οι λίγες εξαιρέσεις (Γκαμάρα, Καρεμπέ, Ζάετς) απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα.

Μπλέξαμε
Οι ελληνικές ομάδες δεν ξέρουν να διαχειρίζονται τους μεγάλους παίκτες. Δεν ξέρουν τι τρέλα κουβαλάει μια πριμαντόνα, δεν γνωρίζουν πώς να συμπεριφερθούν όταν αρχίζει τα καπρίτσια, δεν έχουν συλλέξει σχεδόν ποτέ από πριν στοιχεία που αφορούν τον χαρακτήρα και την ψυχοσύνθεση. Η προσφορά ενός ξένου μεγάλου ποδοσφαιριστή εξαρτάται αποκλειστικά από τον επαγγελματισμό του και τα μυαλά που κουβαλάει στο κεφάλι του. Επειδή έχω γνωρίσει κάμποσους μεγάλους ξένους παίκτες, έχω καταλάβει ότι ένα παιδί (κατά βάση απαίδευτο...) που βρίσκεται με τρία εκατομμύρια δολάρια στον τραπεζικό λογαριασμό του πριν γίνει 25 χρόνων, είναι δύσκολο να κουλαντρίσει το μυαλό του. Αν η συμπεριφορά του εξαρτάται αποκλειστικά από τον ίδιο τον παίκτη, μπλέξαμε!
Μίλαν
Η Μίλαν, όταν είχε πριν από τρία χρόνια πέντε Βραζιλιάνους, προσέλαβε τον παλιό της ποδοσφαιριστή Λεονάρντο για να ασχολείται αποκλειστικά μαζί τους. Οι παίκτες αυτοί ήταν ο Ριβάλντο, ο Σερζίνιο, ο Καφού, ο Κακά και ο Ντίντα: οι τέσσερις στους πέντε ήταν πιο μεγάλοι από τριάντα χρόνων και όπως είχε πει ο Μπράιντα: «Φέραμε τον Λεονάρντο για να τους πείσει ότι δεν τα ξέρουν όλα και πρέπει λίγο να μας ακούν». Στην Μπαρτσελόνα οι μισοί διοικητικοί υπάλληλοι (από τις τηλεφωνήτριες μέχρι τους συνοδούς) είναι Ολλανδοί: όταν τριάντα πέντε χρόνια τώρα η Καταλωνία ποδοσφαιρικά έχει γίνει προάστιο του Αμστερνταμ, έτσι πρέπει να συμβαίνει.

Παλμαρέ
Το χειρότερο είναι ότι οι πιο πολλοί από τους μεγάλους ξένους που ήρθαν στην Ελλάδα δεν συνέδεσαν το όνομά τους με καμία επιτυχία -δεν άλλαξαν τίποτα. Ακόμα και τα καλά παιδιά στα διεθνή ματς απλώς έχουν στο παλμαρέ τους κάποιες σπουδαίες ατομικές performances. Ο Καρεμπέ ήταν κύριος, αλλά επί των ημερών του ο Ολυμπιακός δεν έκανε περισσότερους από 5 βαθμούς στο Τσάμπιονς Λιγκ. Με τον Πουρσανίδη κόφτη πήρε 11. Ο Σόουζα χτύπησε ένα υπέροχο φάουλ με τη Γιούβε, αλλά όταν βγήκε από το ματς εκείνο, το σκορ ήταν 1-1 και τελικά καθάρισε ο Λυμπερόπουλος. Ο Γκαμάρα ήταν άριστος στη θέση του, αλλά η ΑΕΚ τις ισοπαλίες στο «Μπερναμπέου» και στο «Ολίμπικο» της Ρώμης τις πήρε με τον Νίκο Κωστένογλου. Φέτος δεν νομίζω ότι αμφιβάλλει κανείς πως τη μικρότερη προσφορά στον Ολυμπιακό και τον ΠΑΟ την έχουν ο Ριβάλντο, ο Ντάνι, ο Κονσεϊσάο και ο Μπίσκαν, που στο εξωτερικό είναι οι πιο αναγνωρίσιμοι ποδοσφαιριστές, οι μεγάλες φίρμες.

Ελληνες
Ο Ολυμπιακός που προκρίθηκε στα προημιτελικά του Τσάμπιονς Λιγκ στηριζόταν σε 9 Ελληνες, τον «Τζόλε» και τον Γκόγκιτς. Ο ΠΑΟ του «Καμπ Νου» (σας το θύμισα χθες) είχε επίσης 8 Ελληνάκια. Και οι δύο εκείνες ομάδες ήταν αποτέλεσμα σχεδιασμού, προσοχής, σωστής επιλογής ποδοσφαιριστών και απαρτίζονταν από παίκτες που κάλυπταν τις όποιες τεχνικές αδυναμίες με μεγάλο αγωνιστικό πάθος. Εκείνες οι ομάδες δεν είχαν μεγάλους ξένους. Τώρα έχουν. Να τους χαίρονται…

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube