Η ζωή είναι ένα παιχνίδι με δύο ημίχρονα. Και όπως σημειώνει ο Μάμπατ, αν στο «πρώτο ημίχρονο» οι ποδοσφαιριστές παίζουν μαζί με άλλους, στο «δεύτερο ημίχρονο» πρέπει να παίξουν μόνοι τους, όπως τόσοι άνθρωποι στον κόσμο
Πάντα, περιδιαβάζοντας τις αθλητικές στήλες των εφημερίδων του εξωτερικού ανακαλύπτει κάποιος άρθρα που να αναφέρονται στη σκοτεινή πλευρά των σπορ. Και μιλώ για τη σκοτεινή πλευρά που καλύπτει άλλες πληγές, πέρα από το ντόπινγκ ή τα οικονομικά σκάνδαλα. Ίσως κάτι τέτοιο να μοιάζει λογικό, αφού τα δυσάρεστα πράγματα δεν πουλάνε.
Την περασμένη Κυριακή, εκμεταλλευόμενος το γεγονός της απουσίας αγωνιστικής κίνησης, προσπάθησα να βάλω τάξη σε αυτό που ονομάζω «αρχείο». Ενα χάος, ετερόκλητων συχνά, σημειώσεων, άρθρων ή δημοσιευμάτων που υποτίθεται ότι με βοηθούν να κάνω καλύτερα τη δουλειά μου. Αν καταφέρω να βρω έναν τρόπο να «κυκλοφορήσω» ανάμεσα σε αυτούς τους «πλίνθους και τους κεράμους» που είναι «ατάκτως εριμμένοι».
Τακτοποιώντας λοιπόν το «χάος», μία απασχόληση που ταιριάζει μόνο στον Θεό, ανακάλυψα ένα παλιότερο άρθρο του παλιού ποδοσφαιριστή της Τότεναμ και της εθνικής Αγγλίας, του Γκάρι Μάμπατ, που είχε δημοσιευθεί στην αγγλική εφημερίδα «Guardian».
Ενα Αρθρο που μιλούσε γι' αυτό ακριβώς που έδωσε τον τίτλο στο σημερινό κείμενο. Για μία ζωή με δύο ημίχρονα. Αυτή η ζωή, σύμφωνα με τον Μάμπατ, είναι η ζωή του επαγγελματία ποδοσφαιριστή σήμερα. Το πρώτο ημίχρονο διαρκεί όσο ο ποδοσφαιριστής βρίσκεται στην ενεργό δράση. Το δεύτερο ημίχρονο είναι το πιο δύσκολο. Είναι το χρονικό διάστημα που ακολουθεί μετά τη λήξη της καριέρας του. Και είναι δύσκολο, γιατί αποτελεί μία λίγο-πολύ βίαιη και αναγκαστική προσαρμογή σε τελείως διαφορετικούς ρυθμούς ζωής. Μιας ζωής με άλλες, μεγαλύτερες και πιεστικότερες, ίσως, απαιτήσεις.
Τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, ιδίως των αγγλικών, συχνά καταλαμβάνουν ιστορίες παλιών ποδοσφαιριστών που συλλαμβάνονται για επιθετική συμπεριφορά ή σοβαρές παραβιάσεις του κώδικα οδικής κυκλοφορίας, αποτέλεσμα της υπερβολικής και καθ’ έξιν κατανάλωσης αλκοόλ. Ή ακόμη πιο θλιβερές ιστορίες, όπως αυτή που ήταν πρωτοσέλιδο πριν από δύο χρόνια και αφορούσε τη σύλληψη του παλιού διεθνή ποδοσφαιριστή της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, Πωλ ΜακΓραθ, ο οποίος ήταν άστεγος και κοιμόταν μεθυσμένος στον δρόμο. Ο αλκοολισμός και η βίαιη συμπεριφορά είναι τα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι πρώην ποδοσφαιριστές και ακολουθούν οι συνέπειες του τζόγου και της χρήσης ναρκωτικών.
Ο Μάμπατ υποστηρίζει –και μάλλον έχει δίκιο- ότι όταν τα media εστιάζουν το ενδιαφέρον τους σε τέτοιες ιστορίες, δημιουργείται η εντύπωση στην κοινή γνώμη ότι η ζωή των ποδοσφαιριστών που αποσύρθηκαν από την ενεργό δράση μεταβάλλεται σε ναυάγιο. Παλιότερα, όταν οι ποδοσφαιριστές δεν κέρδιζαν τα εκατομμύρια που κερδίζουν σήμερα, μία τέτοια άποψη είχε δόση αλήθειας, παρ' όλο που ακόμη και σήμερα μόνο μία μειοψηφία των επαγγελματιών ποδοσφαιριστών έχει καταφέρει να εξασφαλίσει το οικονομικό της μέλλον, όταν αποφασίσουν να κρεμάσουν τα ποδοσφαιρικά τους παπούτσια. Ενα σεβαστό ποσοστό ποδοσφαιριστών παραμένουν στον χώρο του ποδοσφαίρου και μετά την ολοκλήρωση της καριέρας τους είτε ως μάνατζερ, ως προπονητές, ως ανιχνευτές ή ως σχολιαστές αγώνων ποδοσφαίρου. Αλλοι, πάλι, επιλέγουν μία τελείως διαφορετική επαγγελματική δραστηριότητα και τα καταφέρνουν αρκετά καλά.
Ο Μάμπατ, ο οποίος έχει τη δική του εταιρεία παροχής συμβουλών σε αθλητές και ομάδες, σημειώνει ότι προσανατολίστηκε σε αυτή την κατεύθυνση πριν ακόμη τελειώσει την καριέρα του. Και σ' αυτόν τον προσανατολισμό τον βοήθησε η ένωση των επαγγελματιών ποδοσφαιριστών, στην οποία δίνουν τις οικονομικές εισφορές τους κατά τη διάρκεια της καριέρας τους όλοι οι επαγγελματίες ποδοσφαιριστές.
Το χρέος της ένωσης είναι να τους δώσει συμβουλές και να τους βοηθήσει, ηθικά και υλικά, να αποκτήσουν τις δεξιότητες που χρειάζονται για να συνεχίσουν την επαγγελματική ζωή τους, αφού τελειώσει «το πρώτο ημίχρονο». Ο Μάμπατ υποστηρίζει –όπως και αρκετοί ψυχολόγοι- ότι το μεγαλύτερο σοκ προσαρμογής για τους περισσότερους ποδοσφαιριστές είναι ότι κάποια στιγμή παύουν να είναι το κέντρο της προσοχής, παύουν να είναι «λαϊκοί ήρωες», χάνουν τους φίλους τους –φίλους που φέρνει η διασημότητα- και έτσι καταρρέουν ψυχολογικά και –πολλές φορές- σωματικά.
ΜΙα ακόμη σημαντική παράμετρος αφορά στον τρόπο ζωής των ποδοσφαιριστών όσο βρίσκονταν στην ενεργό δράση. Τότε, είχαν συνηθίσει άλλοι να διεκπεραιώνουν υποχρεώσεις που οι ίδιοι είναι αναγκασμένοι να αναλάβουν από μόνοι τους στο «δεύτερο ημίχρονο». Από τη θεώρηση ενός διαβατηρίου, την πληρωμή της εφορίας, τα έξοδα του σπιτιού ή το σέρβις του αυτοκινήτου.
Πολλές φορές η κατάσταση στο σύγχρονο επαγγελματικό ποδόσφαιρο ευνοεί –σύμφωνα με τον Μάμπατ- τη δημιουργία «κακομαθημένων παιδιών», που θεωρούν ότι όλα θα λύνονται αυτόματα. Προβλήματα βίαιης συμπεριφοράς και αλκοολισμού μπορεί να εντοπίσει κάποιος και σε άλλους επαγγελματικούς κλάδους και όχι μόνο στο ποδόσφαιρο.
Όμως η ζωή είναι ένα παιχνίδι με δύο ημίχρονα. Και όπως σημειώνει ο Μάμπατ, αν στο «πρώτο ημίχρονο» οι ποδοσφαιριστές παίζουν μαζί με άλλους, στο «δεύτερο ημίχρονο» πρέπει να παίξουν μόνοι τους, όπως τόσοι άλλοι άνθρωποι στον κόσμο. Και τώρα πια, έχουν την ευκαιρία, τον χρόνο, τα μέσα και την υποστήριξη που χρειάζεται για να το κάνουν.