Ο Σουμ έπαιξε το παιχνίδι του «καλού και του κακού», αφήνοντας στον Ζάετς τον ρόλο του «σκύλου». Ο Μαλεζάνι δεν θεωρεί απαραίτητη την παρουσία του «κακού», αλλά δεν θα την αρνηθεί στον Τζίγκερ
Στην εντός των αποδυτηρίων της Παιανίας συζήτηση προβληματισμού, που έκαναν προχθές οι ποδοσφαιριστές του Παναθηναϊκού, ο Εμάνουελ Ολισαντέμπε ανέδειξε το ζήτημα της έλλειψης επαρκούς ψυχολογικής προετοιμασίας πριν από τους αγώνες. Ο «Μανώλης» υποστήριξε ότι, συγκριτικά με τον Παναθηναϊκό του Σουμ, η σημερινή ομάδα μπαίνει με λιγότερο πάθος στους αγώνες, κάτι που γίνεται πιο αισθητό εκτός έδρας, εκεί όπου οι παίκτες χρειάζεται να μπουν ντοπαρισμένοι, επειδή δεν μπορούν να περιμένουν από την εξέδρα να τους παρασύρει με τον ενθουσιασμό της.
Η άποψη που -ίσως για λόγους συμφέροντος- διατύπωσε ο Ολισαντέμπε έχει αρκετούς υποστηρικτές. Στα αποδυτήρια (υπάρχουν «εντεκαδάτοι» που συμφωνούν), αλλά και στην κοινωνία των μόνιμων παρατηρητών της καθημερινής ζωής του Παναθηναϊκού. Τι κάνει ο Ιταλός πριν από τα παιχνίδια; Πώς ετοιμάζει την ομάδα; Το βασικό δόγμα της φιλοσοφίας του είναι το «η τακτική κρίνει τον νικητή». Ο Μαλεζάνι έχει ρίξει το βάρος της δουλειάς του στη θεωρία. Αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος της καθημερινής προπόνησης στη διδαχή της τακτικής. Η εικόνα του Ιταλού με το χαρτί ή το πινακάκι ανά χείρας για να εξηγήσει στους παίκτες πού θέλει να στέκονται, σε ποιον χώρο να κινούνται και ποια εντολή να εκτελούν, είναι η πρώτη που έρχεται στο μυαλό των «πρασίνων», όποτε αναφέρονται στον 51χρονο τεχνικό. Εικόνα, που εξακολουθούν να έχουν και φέτος, μολονότι ο Μαλεζάνι μείωσε τη διάρκεια διδασκαλίας και αφήνει τους παίκτες να παίζουν περισσότερη ώρα «διπλό» δίχως να τους διακόπτει διαρκώς, όπως έκανε πέρυσι, αφού αποφάσισε να βάλει λίγο νερό στο κρασί του έπειτα από τα σχετικά παράπονα αρκετών έμπειρων ποδοσφαιριστών (Μπασινάς, Κωνσταντίνου κ.ά.).
Μια συνηθισμένη εβδομάδα θέλει τον Μαλεζάνι να στήνει την Πέμπτη ή την Παρασκευή στο «διπλό» τη μία ομάδα με διάταξη και σχέδιο σαν αυτά που επιθυμεί να εφαρμόσουν οι παίκτες του στο προσεχές παιχνίδι και την άλλη ομάδα στημένη, όπως περιμένει ότι θα βρει την αντίπαλο της Κυριακής. Ο Ιταλός ξοδεύει τις τρεις τελευταίες προπονήσεις, εξηγώντας (αόριστα και όχι ονομαστικά) στους παίκτες τους ρόλους που επιθυμεί να αναλάβει κάθε ένα από τα μέλη της ενδεκάδας. Η προβολή παλαιότερων αγώνων του αντιπάλου και η ανάλυση της τακτικής είναι το μάθημα της παραμονής του αγώνα. Και όταν έρχεται η ώρα που η 18άδα εισέρχεται στα αποδυτήρια, ο Ιταλός είναι εκεί με το χαρτί του για να αποκαλύψει τους έντεκα και να τους στήσει στο πινακάκι της διάταξης.
Ψυχολογία
Πώς κινείται στον τομέα της ψυχολογικής προετοιμασίας; Η δράση του περιορίζεται σε δύο βασικούς τομείς: να προειδοποιήσει μέσω των συνεργατών του έναν παίκτη ότι τον επαναφέρει στην 11άδα (Γιάνγιανιν - Λεοντίου παραμονές του ματς με την Ουντινέζε) ή να εξηγήσει σε έναν ποδοσφαιριστή, που θεωρεί σημαντικό, τους λόγους που τον οδηγούν στην επιλογή να τον αφήσει εκτός ομάδας σε ένα παιχνίδι (Μπίσκαν την περασμένη Τετάρτη, Γκούμας-Χαραλαμπίδης στο πρόσφατο παρελθόν). Ο Ιταλός δεν ασπάζεται την άποψη που θέλει ως πιο σοφή επιλογή να αποκαλύπτει την ενδεκάδα νωρίτερα ώστε να δίδει στους «εκλεκτούς» το περιθώριο να προετοιμαστούν ψυχολογικά. Γι' αυτό και από τον περασμένο Σεπτέμβριο άλλαξε την πρακτική του: έπαψε να λέει την 11άδα το μεσημέρι στο ξενοδοχείο και αποφάσισε να την αποκαλύπτει στο εξής στα αποδυτήρια.
Και πώς «φτιάχνει» ο Ιταλός τους παίκτες; Πώς τους ντοπάρει ψυχολογικά; Το κομμάτι αυτό τον αφήνει περίπου αδιάφορο. Τις ομιλίες, παρουσία όλων των παικτών, τις έκοψε, επειδή τον ενοχλεί που τις βλέπει γραμμένες την επόμενη ημέρα στις εφημερίδες. Αντιλαμβάνεται το σύγχρονο ποδόσφαιρο ως άθλημα διαφορετικών απαιτήσεων συγκριτικά με το παρελθόν. Θεωρεί ότι οι επαγγελματίες ποδοσφαιριστές λειτουργούν με επαγγελματική συνείδηση και άρα δεν χρειάζεται να τους πείσει κάποιος ότι είναι υποχρεωμένοι να τα δώσουν όλα για τη νίκη. Είναι λίγες οι φορές που με τις πράξεις του έχει δείξει να συμμερίζεται την άποψη συνεργατών ή παικτών ότι είναι ανάγκη να «ανεβάσει» και να «φτιάξει» ψυχολογικά τον τάδε ή τον δείνα ποδοσφαιριστή που είναι «πεσμένος» ψυχολογικά. Στον τομέα αυτό, πάντως, τον έχουν επηρεάσει εσχάτως ο Εκι Γκονζάλες και ο Φλάβιο Κονσεϊσάο, με τους οποίους μιλάει πολύ για δύο λόγους: επειδή καταφέρνει να επικοινωνήσει μαζί τους δίχως τον γιατρό-διερμηνέα Γιώργο Βισαράκη, τη «φωνή» του Ιταλού στα αποδυτήρια και επειδή τους θεωρεί «μπροστάρηδες». Το τελευταίο διάστημα ο Μαλεζάνι μιλάει περισσότερο με παίκτες για να τους χτυπήσει στο «φιλότιμο», όπως του έχουν πει ότι πρέπει να κάνει, για να τους προκαλέσει, «ειδικά τους Ελληνες που δεν είναι συνειδητοποιημένοι επαγγελματίες και πρέπει να τους χτυπάς στο φιλότιμο», όπως ακούει να του λένε.
Το σοκ
Ο Ιταλός δέχθηκε ένα σοκ με τους Ελληνες «πιτσιρικάδες». Οχι επειδή δεν περίμενε ότι θα έχουν σκαμπανεβάσματα στην απόδοσή τους, αλλά επειδή διαπίστωσε ότι ορισμένοι εξ αυτών «διαλέγουν» ματς και επιδεικνύουν επιλεκτικά ζήλο και πάθος. «Οι Ελληνες ξέρουν το βάρος της φανέλας του Παναθηναϊκού, από εμένα περιμένουν να τους εξηγήσω;», ήταν το ρητορικό ερώτημα που αντέτεινε ως επιχείρημα, όταν σε ένα δείπνο με ανθρώπους εκτός διοικητικού περιβάλλοντος του Παναθηναϊκού άκουσε τους συνδαιτυμόνες να του δηλώνουν ότι θα έπρεπε να τραβήξει το αυτί των «μικρών». Στις εκτός ποδοσφαιρικού κυκλώματος παρέες του δεν μιλάει για ποδόσφαιρο και δίνει την εντύπωση ενός ανθρώπου που δεν έχει ψύχωση με το επάγγελμά του. Περιγράφεται ως ένας μπον βιβέρ, μία ευγενική φυσιογνωμία που έχει πάντοτε όρεξη για κουβέντα, αλλά δεν παθιάζεται εύκολα. Και σ' όσους τον ρωτούν, απαντά ότι αντιμετωπίζει το ποδόσφαιρο ως επιστήμη, στην οποία η θεωρία έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία από την ψυχολογία. Συμπληρώνει μάλιστα ότι τα γεμάτα πάθος στιγμιότυπα από τους πανηγυρισμούς του πάγκου δεν έχουν σχέση με τη δράση του εντός αποδυτηρίων. Ελληνες παίκτες έχουν μεταφέρει την εντύπωση ότι ο Μαλεζάνι ξέρει πολλά, αλλά μεταδίδει λίγα, κυρίως λόγω του προβλήματος επικοινωνίας που δημιουργεί το γεγονός ότι ο προπονητής δεν μιλάει τη γλώσσα τους.
Ο Σουμ
Και τι παραπάνω έκανε ο Γιτζάκ Σουμ, τον οποίο ο Ολισαντέμπε θεωρεί καλύτερο εμψυχωτή των ποδοσφαιριστών; Παίκτες, δημοσιογράφοι και λοιποί παρατηρητές απαντούν: στην αρχή τίποτα. Τη διαφορά έκανε ο άνθρωπος που οι παίκτες αντιπαθούσαν, αλλά και «φοβούνταν». Αυτός που όταν οι παίκτες πήγαν στα μπουζούκια και μετά έχασαν παιχνίδι, δεν σταμάτησε στα αποδυτήρια να τους «κράζει» με σλόγκαν το «είστε μ..., δεν έχετε καταλάβει πού παίζετε, θα σας δέρνει ο κόσμος και θα έχει και δίκιο»: ο Βέλιμιρ Ζάετς. Ο Σουμ είχε την οξυδέρκεια να αντιληφθεί ότι έπρεπε να επενδύσει πάνω στο φόβητρο του «λαγού». Οι νίκες άρχισαν να έρχονται και ο Ισραηλινός, ο οποίος είχε παίκτες με πιο έντονη προσωπικότητα συγκριτικά με αυτούς που βρίσκονται σήμερα στον Παναθηναϊκό, κατάφερνε να παρουσιάσει στο γήπεδο μία ομάδα γεμάτη πάθος, το οποίο πήγαζε από την εγρήγορση, στην οποία τους κρατούσε η παρουσία του Ζάετς. Ο Σουμ είχε αντιληφθεί ότι το κόλπο με τον «καλό και τον κακό» έπιανε, επειδή είχε θετική επίδραση στον εγωισμό των παικτών του. Κι επειδή ο ρόλος του «καλού» δεν είχε κόστος, τον ανέλαβε, δίδοντας... γήπεδο στον Ζάετς. Έφτανε μάλιστα να ζητεί από τον Κροάτη να μπει στα αποδυτήρια, παραμονές ενός αγώνα, για να προειδοποιήσει τους παίκτες ότι «μ..., θα φάμε πολύ ξύλο αν δεν πάρουμε αυτό το ματς, ο Παναθηναϊκός είμαστε».
Ο «κακός»
Το κακό με τον Μαλεζάνι είναι ότι ο ρόλος του «κακού» τον αφήνει αδιάφορο και δεν έχει έναν Ζάετς για να υποδυθεί τον «μπαμπούλα». Ο Γιάννης Βαρδινογιάννης φέρεται να εξετάζει σήμερα περισσότερο από ποτέ το ενδεχόμενο να βρει έναν «κακό». Ο μεγαλομέτοχος είχε την εντύπωση ότι το ναδίρ ήταν η εξευτελιστική ήττα από τον Εργοτέλη. Γι' αυτό επέλεξε να πάει τότε στα αποδυτήρια. Γι' αυτό τώρα βρίσκεται σε σύγχυση, αν βασιστεί κανείς στη «μαρτυρία» του Μαλεζάνι σε μια κουβέντα με πρόσωπα εκτός ποδοσφαίρου, όταν είπε: «Τα έχουμε όλοι λίγο χαμένα». Ο Ιταλός θα δεχθεί την παρουσία του «κακού» που θα επιλέξει ο Βαρδινογιάννης. Οχι επειδή ασπάζεται τη συγκεκριμένη θεωρία, του «καλού και του κακού», αλλά επειδή δεν συνηθίζει να λέει «όχι» στον Τζίγκερ.
Αυτό το «κόλπο» ενδέχεται να αποδειχθεί το τελευταίο που θα επιχειρήσει ο Βαρδινογιάννης, στην προσπάθειά του να «κρατήσει» τον προπονητή, ο οποίος τουλάχιστον μέχρι το πρωί του περασμένου Σαββάτου αποτελούσε το πουλέν του, όπως έλεγε σε πρόσωπα του κύκλου του.