Όλα αυτά τα χρόνια οι «ερυθρόλευκοι» έμοιαζαν με ροκ μπάντα που ζούσε
για αυτοσχεδιασμούς και οι «πράσινοι» με ορχήστρα που χρειαζόταν μαέστρο
Είδατε; Το ξέσπασμα του Μαλεζάνι, μεταξύ άλλων, επανέφερε στο προσκήνιο ένα θέμα: τις συχνές αλλαγές προπονητών σε μια ομάδα. «Ποια ομάδα», θα αναρωτηθεί κάποιος. Εχει σημασία; Εκ των πραγμάτων φαίνεται πως έχει. Ο Ολυμπιακός τα τελευταία χρόνια κατακτούσε τίτλους, ακόμα κι όταν άλλαζε τους τεχνικούς σαν τα πουκάμισα. Ο Παναθηναϊκός αδυνατούσε να το πετύχει ακόμα κι όταν υιοθετούσε την εν λόγω τακτική. Γιατί άραγε;
Η απάντηση προκύπτει από την «ακτινογράφηση» της αγωνιστικής φυσιογνωμίας των δύο ομάδων. Ο Ολυμπιακός ήταν (και υπό μια έννοια παραμένει) τυπικό δείγμα ομάδας που στηριζόταν στο κράμα «παρόρμηση - πρωτοβουλίες άσων - αυτοσχεδιασμός». Το εκ διαμέτρου αντίθετο τρίο τηρούσε ο Παναθηναϊκός, με θρησκευτική ευλάβεια πάντα: «πειθαρχία - εργάτες παίκτες - σύστημα».
Η πρώτη θητεία του Μπάγεβιτς στο λιμάνι άφησε ορισμένες «βασικές αρχές», τα υπόλοιπα όμως τα αναλάμβανε, ως αυτόματος πιλότος, η... αναρχοαυτόνομη ελευθεριότητα των άσων της ομάδας. Ο ορθολογιστής Παναθηναϊκός δεν είχε αυτή την πολυτέλεια. Όλα αυτά τα χρόνια οι «ερυθρόλευκοι» έμοιαζαν με ροκ μπάντα που ζούσε για αυτοσχεδιασμούς και σόλα και οι «πράσινοι» με ορχήστρα που χρειαζόταν απαραιτήτως μαέστρο. Οι ροκάδες προσλαμβάνουν -ας μην παρεξηγηθεί ο παραλληλισμός- ατζέντηδες, που οργανώνουν τις παραστάσεις τους, οι της κλασικής μουσικής αναζητούν καθοδήγηση στο ίδιο τους το έργο. Θέλει και ρώτημα ποιο από τα δύο πρότυπα πλήττουν καίρια οι συχνές αλλαγές προπονητών;
Ο Ολυμπιακός λίγο έλειψε να πάρει πρωτάθλημα (και) με τον Αλέφαντο στον πάγκο του. Ο Κάτανετς, που δεν ευθυγραμμίστηκε με το hard rock της ψύχωσης, αποπέμφθηκε πριν καλά καλά προλάβει να αδειάσει τις βαλίτσες του από το ταξίδι της άφιξης, αλλά πάλι οι «ερυθρόλευκοι» κατέκτησαν τον τίτλο. Μια «χαλαρή» διαχείριση αρκούσε γι’ αυτό. Στον αντίποδα, ακόμα και η Ομάδα (ναι, με κεφαλαίο) του Γιάννη Κυράστα δεν πέτυχε κάτι παραπάνω από την απλή προσέγγιση της βρύσης. Θα μπορούσε να πιει το πολυπόθητο νερό, έστω κι αργότερα, εάν δεν άρχιζαν πάλι οι «αλλαγές φρουράς» στον πάγκο; Κάθε εικασία δεκτή, αφού θα είναι απλώς εικασία. Σχετική σημασία έχουν τα «αν» ενός έτους, όταν βαρύνουν τα δεδομένα μιας δεκαετίας.
Ισχύει το «έκαστος στο είδος του», αλλά και στο πεδίο του: η πειθαρχημένη ορχήστρα στις διεθνείς της εμφανίσεις έπαιρνε κάποιες γλυκές «εκδικήσεις» από την ίδια της την κακοδαιμονία. Βλέπετε, στα ευρωπαϊκά σαλόνια οι παρτιτούρες που ανέλυαν το «τσούκου-τσούκου μπολ» επαρκούσαν για μερικά πετυχημένα ρεσιτάλ. Οι «κόκκινοι» ροκάδες όμως πόσα να πετύχουν στις τουρνέ τους, έτσι χύμα κι... αμέριμνοι; Η θεμελιωμένη από τις εγχώριες αποθεώσεις αυτάρκεια σπανίως εξασφαλίζει επάρκεια στα διεθνή κλαμπ ή στάδια. Τα πράγματα είναι απλά: «σεμνά και ταπεινά» μπορείς να υπερισχύσεις της κρατικής ορχήστρας Αμβούργου.
Κραδαίνοντας όμως το λάβαρο του σκέτου ταλέντου, η ροκ μπάντα διαλέγει τραχύ πεδίο. Ακόμα και ένα μετριότατο πλην περισσότερο «δεμένο» συγκροτηματάκι από το Χέρενφεν μπορεί να της βάλει τα γυαλιά. Κατόπιν οι μετρ των σόλων αναρωτιούνται πώς στην ευχή δεν κατάλαβαν ότι θα έπρεπε να έχουν κατάλληλο μιξάρισμα του ήχου, καλύτερο συντονισμό ανάμεσα στις δύο κιθάρες, καλύτερο «rhythm section».
Αυτά φυσικά είχαν κάποια σημασία «εντός» (συνόρων) όσο η ορχήστρα κατάφερνε κάτι περισσότερο από το ροκ συγκρότημα «εκτός». Εδώ και δύο σεζόν αυτό δεν συμβαίνει, οπότε το ερώτημα γίνεται βασανιστικό, σχεδόν υπαρξιακό: «Γιατί εμείς αλλάζουμε προπονητές, αλλά τρόπαια δεν βλέπουμε;» Η απάντηση ήδη δόθηκε, αλλά αφορά στο ήσσον: τη διαχείριση. Εάν μιλάμε για το «χτίσιμο» μιας ομάδας, τότε τα πράγματα είναι απλά: οι απανωτές αλλαγές προπονητών ενδείκνυνται όσο βοηθά έναν δρομέα αντοχής το να λύνει και να δένει συνεχώς τα κορδόνια του κατά τη διάρκεια της κούρσας. Δηλαδή, καθόλου...